Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» φέρνει στο φως εγκλήματα, σήμερα άγνωστα, που όμως κάπου στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη.

Στις γραμμές που ακολουθούν, το μόνο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, είναι τα ονόματα των θυτών και των θυμάτων. Αυτά τα έχουμε αντικαταστήσει με ψευδώνυμα.

Τα γεγονότα, όμως, οι πράξεις, οι αντιδράσεις, το μίσος, ο φόβος, το πάθος και όσα συνέθεσαν τα δράματα, που άφησαν κάποτε την Ελλάδα με το στόμα ανοικτό, είναι πέρα για πέρα αληθινά.

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 27.7.1939, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Έκλυτος βίος

Ο Κυριάκος Ακτύπης γεννήθηκε το 1907. Το 1939, ήταν 32 ετών και ζούσε στην Αθήνα.

Η Σταματίνα Κοκκίνου γεννήθηκε το 1912. Το 1939, ήταν 27 ετών και ζούσε επίσης στην Αθήνα.  Ο Ακτύπης ήταν εργολάβος οικοδομών. Για το πού και αν η Κοκκίνου εργαζόταν το 1932 δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, γνωρίζουμε όμως ότι, όπως αναφέρει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», «ήτο παλαιότερον τρόφιμος ύποπτων κέντρων».

Ύπόπτα κέντρα το 1939, είναι πάνω κάτω αυτά που είναι και σήμερα. Νυχτερινά κέντρα, με ναρκωτικά και πορνεία. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι στο πρόσφατό της παρελθόν η Σταματίνα εκδιδόταν ή στην καλύτερη περίπτωση πληρωνόταν για να κρατάει μια κάποιου είδους συντροφιά σε πελάτες..

Όσοι την ήξεραν έκαναν λόγο για μια πανέμορφη γυναίκα.

Όταν ο Ακτύπης γνώρισε τη Σταματίνα σκλαβώθηκε από την ομορφιά της και δεν σκέφτηκε στιγμή την κοινωνική κατακραυγή.

Ήταν σίγουρο ότι θα τον σχολίαζαν και θα τον περιγελούσαν που ερωτεύτηκε «μια του δρόμου», όμως εκείνος το είχε πάρει απόφαση.

Έτσι, όπως γράφουν τα «Αθηναϊκά Νέα», «παρά το γεγονός ότι η λατρευτή της καρδίας του ήτο τρόφιμος διαφόρων υπόπτων κέντρων, ο Ακτύπης της εξέφρασε τον έρωτά του και της επρότεινε να την νυμφευθή».

Όχι

Πολλές νεαρές γυναίκες, που θα βρίσκονταν το 1939 στη θέση της Σταματίνας, θα δέχονταν την πρόταση του Ακτύπη μετά χαράς. Πώς να τους παρουσιαστεί καλύτερη ευκαιρία να γλιτώσουν μια για πάντα από τον «έκλυτο βίο», όπως , εύσχημα, χαρακτηρίζονταν όσα έκνομα συνέβαιναν στα κακόφημα νυχτερινά κέντρα.

Η Σταματίνα όμως είχε άλλη άποψη:

– Έχω συρθεί για τα καλά στον κατήφορο και μου ‘ναι πια αδύνατο να μπω στον ίσιο δρόμο.

Αυτό απάντησε στον Ακτύπη απορρίπτοντας την πρότασή του.

Ο Ακτύπης όμως, σφοδρά ερωτευμένος και αποφασισμένος να κάνει τη Σταματίνα γυναίκα του, δεν το έβαλε κάτω. Επέμενε ώσπου στο τέλος έδειξε να τα καταφέρνει.

Επιμονή

«Ο Ακτύπης με την επιμονήν και την αγάπην του, επέτυχε συμβιβασμόν των εκατέρωθεν απόψεων, με την ελπίδα ότι η Σταματίνα συν τω χρόνω θα επείθετο να εγκαταλείψη τον έκλυτον βίον που διήγε και να τον νυμφευθή.

»Πράγματι η Σταματίνα εδέχθη να συγκατοικήση δοκιμαστικώς μετά του Ακτύπη εις μίαν οικίαν επί της οδού Πυθαγόρα».

Για κάποιους μήνες η δοκιμαστική συμβίωση του Ακτύπη και της Σταματίνας ξεκίνησε καλά. Επικρατούσε ηρεμία, η Σταματίνα άρχισε να βλέπει πιο θετικά την προοπτική του γάμου και όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν τα «Αθηναϊκά Νέα», σε μία πρόταση που ξεχειλίζει από τα στερεότυπα της προπολεμικής Ελλάδας: «Ο Ακτύπης ήτο ευτυχής διαπιστώνων την ψυχικήν θεραπείαν της αγαπημένης του».

Αυτό όμως το «με τον καιρό», το «συν τω χρόνω» πάνω στο οποίο ο Ακτύπης, όπως και πολλοί άλλοι, στήριξε τις ελπίδες του, σπάνια επιβεβαιώνει τις αρχικές προσδοκίες.

Φρούδες ελπίδες

Αφού πέρασαν κάποιοι μήνες, η Σταματίνα άρχισε και πάλι τις παλιές της συνήθειες.

Έβγαινε και έλειπε όλο και περισσότερο από το σπίτι, φυτεύοντας στο μυαλό του Ακτύπη την ιδέα ότι η μέλλουσα σύζυγός του είχε επιστρέψει στην παλιά της ζωή.

«Αι έξοδοί της Σταματίνας εσυνεχίζοντο παρατεινόμεναι πολλά φοράς μέχρι των μεταμεσονυκτίων ωρών», στοιχείο, την εποχή εκείνη, αρκετό, για να κάνει τον Ακτύπη να είναι πεπεισμένος ότι η Σταματίνα τον απατά.

Οι πρώτες προσπάθειες του Ακτύπη να παρακολουθήσει τη Σταματίνα απέτυχαν καθώς η 28χρονη κοπέλα, το αντιλήφθηκε αμέσως και άρχισε να λαμβάνει «τας αναγκαίας προφυλάξεις».

Χαλκίδα

Κάποια στιγμή ο Ακτύπης, και ενώ τον είχαν ζώσει τα φίδια, ανακοίνωσε στη Σταματίνα ότι θα λείψει για λίγες ημέρες εκτός Αθηνών:

«Την παρελθούσαν Δευτέραν (σ.σ. 24 Ιουλίου 1939) ο Ακτύπης της ανήγγειλε ότι θα μεταβή εις Χαλκίδα, όπου θα παρέμενε επί μίαν εβδομάδα.

»Πράγματι επήρε μαζί του μίαν βαλίτσα, απεχαιρέτησε την φίλην του και κατηθύνθη προς τον σταθμόν Λαρίσης, από όπου θα έπαιρνε το τραίνο».

Ο Ακτύπης, όμως, δεν επιβιβάστηκε. Δεν είχε προγραμματίσει κανένα ταξίδι. Χαλαρή όπως θα ήταν η Σταματίνα, αφού εκείνος θα έλειπε,ο Ακτύπης πίστευε πως θα την πιάσει στον ύπνο, και για να είμαστε πιο ακριβείς, πως θα την πιάσει επ’ αυτοφόρω.

«Αντί να επιβιβασθή εις το τραίνο, μετέβη εις έν ξενοδοχείον, όπου και διέμεινε ολόκληρον την ημέραν.

Ξημέρωσε το πρωινό της Τρίτης και ο Ακτύπης έφυγε από το ξενοδοχείο με προορισμό το σπίτι τους. Αφού κρύφτηκε απ’ έξω, περίμενε να δει πότε η Σταματίνα θα βγει και πού θα πάει. Τζίφος όμως…

Παρακολούθηση

«Την παρηκολούθησε πράγματι, αλλά δεν είδε τίποτε το ύποπτον εις τας κινήσεις της. Επέστρεψεν εις το ξενοδοχείον και χθες επανέλαβε την παρακουλήθησιν».

Ούτε το πρωί της Τετάρτης η παρακολούθηση οδήγησε σε κάτι μεμπτό για τη Σταματίνα.

Η Σταματίνα επέστρεψε στο σπίτι τους το μεσημέρι και ο Ακτύπης, πάντα καλά κρυμμένος, έκατσε σε παρακείμενο καφενείο , περιμένοντας να δει αν η Σταματίνα θα έφευγε και το απόγευμα. Και πράγματι η Σταματίνα ξαναβγήκε. Ήταν 17:30 όταν ο Ακτύπης την είδε να φεύγει από το σπίτι τους.

«Πήρε το τραμ και βγήκε εις την Ομόνοιαν. Από εκεί πεζή κατηυθύνθη προς την λεωφόρον Πανεπιστημίου χωρίς βέβαια να υποπτεύεται ότι ο Ακτύπης την παρακολουθεί».

Η Σταματίνα σταμάτησε «στην στάσιν των αυτοκινήτων του Φαλήρου». Φαινόταν πως περιρμένει κάποιον,  ο οποίος όμως δεν εμφανίσθηκε ποτέ.

Κάποια λεπτά αργότερα, η Σταματίνα, εμφανώς εκνευρισμένη, περνάει στο απέναντι πεζοδρόμιο και μπαίνει σε ένα παντοπωλείον.

Κομήτης

Από πίσω της, όσο πιο διακριτικά γίνεται, μπαίνει και ο Ακτύπης. Η Σταματίνα στάθηκε μπροστά στο τηλέφωνο του παντοπωλείου και τηλέφωνησε σε κάποιον. Ο Ακτύπης  είχε φτάσει σε απόσταση τέτοια από τη Σταματίνα, ώστε να μπορεί να την ακούει.

Με το που κατέβασε η Σταματίνα το ακουστικό του τηλεφώνου ο Ακτήπης όρμησε προς το μέρος της «ως κομήτης».

Το ζευγάρι ανταλλάζοντας βαριές εκφράσεις βγήκε από το παντοπωλείον και «συζητούντες και χειρονομούντες μετέβησαν και εκάθησαν εις το εκεί πλησίον ευρισκομένον ζαχαροπλαστείον “Kοσμικόν”.

Η κουβέντα μεταξύ τους γινόταν σε “λίαν έντονον ύφος”, όμως τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 27.7.1939, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Τελευταία σκηνή

Ο Ακτύπης διέκοψε τη συζήτηση και λέγοντας στη Σταματίνα ότι πρέπει να πάει στην τουαλέτα προχώρησε στο βάθος του ζαχαροπλαστείου.

«Εκεί διέκρινε ένα μαχαίρι με το οποίον έκοβαν το παγωτό».

Στο μυαλό του Ακτύπη υπήρχε πλέον μόνο μία σκέψη.

«Επερίμενε λίγο και μόλις ετελείωσε το κόψιμο του παγωτού, ήρπασε το μαχαίρι και ακάθεκτος ώρμησε κατά της φίλης του.

»Προτού τον εμποδίση κανείς τής είχε καταφέρη τρία κτυπήματα εις το στήθος. Η Σταματίνα εκυλίσθη αιμόφυρτος επί του δαπέδου».

Η Σταματίνα «σπαρταράει» στο δάπεδο του ζαχαροπλαστείου μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο Ακτύπης υψώνει πάλι το μαχαίρι. Αυτή τη φορά όμως το στρέφει προς το δικό του στήθος.

Ο λόγος που αποτυγχάνει να αυτοκτονήσει δείχνει και το πόσο βάναυσα είχε χτυπήσει δευτερόλεπτα πριν την 28χρονη Σταματίνα.

«Απεπειράθη να αυτοκτονήση, αλλ’ απέτυχε του σκοπού του τραυματισθείς μόνον ελαφρώς εις το στήθος, διότι το μαχαίρι είχε πλέον λυγίση».

Λίγα λεπτά αργότερα φτάνουν άνδρες της αστυνομίας και συλλαμβάνουν τον Ακτύπη, που τραυματισμένος όπως ήταν είχε ήδη αφοπλιστεί από τους υπαλλήλους του ζαχαροπλαστείου.

Η Σταματίνα «εν αφασία μετεφέρθη εις τον σταθμόν α’ βοηθειών, εκείθεν δε εις το Ιπποκράτειον νοσοκομείον. Η κατάστασίς της είναι κρίσιμος».

Οι εφημερίδες δεν δημοσίευσαν τίποτα περαιτέρω σχετικά με την τύχη της Σταματίνας.

Η απάντηση του Ακτύπη στους αστυνομικούς που τον ρώτησαν γιατί το έκανε, διαχρονική εδώ και δεκαετίες σε περιπτώσεις εγκλημάτων κατά των γυναικών:

«Δεν υπέφερε πλέον να βλέπη τη γυναίκα που αγαπούσε να τον απατά»