Στις 15 Ιανουαρίου του 1919 μια γυναίκα στο Βερολίνο κακοποιείται βάναυσα και στη συνέχεια δολοφονείται από μέλη ακροδεξιών οργανώσεων. Το άψυχο σώμα της θα ριφθεί σε κανάλι του ποταμού Σπρέ. Είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η «κόκκινη Ρόζα» όπως αποκαλούσαν, την κορυφαία αυτή προσωπικότητα του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος. Την ίδια ημέρα, υπο ίδιες συνθήκες θα δολοφονηθεί και ο ομοϊδεάτης της, Καρλ Λίμπκνεχτ.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε σπουδάσει νομικά και πολιτική οικονομία. Εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και όπως αναφέρει η Αναστασία Ζενάκου στο «ΒΗΜΑ»:

«Συνεχίζοντας την έντονη πολιτική δράση της με πολλές δημοσιεύσεις, ομιλίες και συγκρότηση διαδηλώσεων και σε διαρκή σύγκρουση με τις αρχές η Ρόζα Λούξεμπουργκ πολεμούσε πάντοτε σε δύο μέτωπα.

»Στο ένα αντιμετώπιζε τον αιώνιο πολιτικό και ταξικό εχθρό, την αστική τάξη, και στο άλλο τους ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές. Επικριτική ήταν η στάση της και απέναντι στον Λένιν σε πολλά σημεία της θεωρίας και της πρακτικής του.

»Η σχετική κριτική της συνοψίζεται θαυμάσια στα λόγια που απηύθυνε στον Λένιν επισημαίνοντάς του ότι δεν είχε επιβάλει τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως διατεινόταν, αλλά δικτατορία επί του προλεταριάτου».

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Σπαρτακιστές

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ρόζα Λούξεμπουργκ αντιμετώπισε διώξεις και φυλακίστηκε από τις αρχές της Γερμανικής Αυτοκρατορίας  λόγω της εναντίωσής της στον πόλεμο. Για το ζήτημα, μάλιστα, αυτό η Λούξεμπουργκ διαφώνησε και με το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Αμέσως μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπκνεχτ ιδρύουν ως αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, την οργάνωση Σπάρτακος και εν τέλει θα αποχωρήσουν από κόμμα αυτό.

Όπως αναφέρεται στο «ΒΗΜΑ»: «Διαφωνώντας με το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που υποστήριζε τη γερμανική πολεμική προσπάθεια, η Λούξεμπουργκ ίδρυσε μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ την Ενωση Σπάρτακος η οποία είχε ως σκοπό τον τερματισμό του πολέμου και αργότερα μετεξελίχθηκε στο γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα».

Λίγο πριν τη δολοφονία

Ο Ανδρέας Παππάς περιγράφει στο «ΒΗΜΑ» στις 13 Ιανουαρίου 2019, όσα συμβαίνουν στο Βερολίνο λίγο πριν την άγρια δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.

«Περίπου μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές της 19ης Ιανουαρίου, το Βερολίνο είχε ζήσει οριακές καταστάσεις.

»Ηδη από τις 6 Ιανουαρίου, και κυρίως κατά το διήμερο 9-10 Ιανουαρίου, η εξουσία στη γερμανική πρωτεύουσα έδειχνε έτοιμη να περάσει στα χέρια ενός – εν μέρει ετερόκλητου, αλλά πάντως αποφασισμένου – συνασπισμού επαναστατικών δυνάμεων, αποτελούμενου κυρίως από τους Ανεξάρτητους Σοσιαλιστές (USPD), αριστερή διάσπαση του κραταιού SPD, τους Σπαρτακιστές, όπως ήταν γνωστά τα μέλη του αρτιγέννητου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD), και εκπροσώπους των εργοστασιακών επιτροπών.

Η αναταραχή κορυφώνεται και η «Εξέγερση των Σπαρτακιστών», όπως έμεινε στην Ιστορία, οργανώθηκε από μέλη της μαρξιστικής ομάδας «Σπάρτακος» και οδήγησε σε μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες.

»Κορύφωση των επαναστατικών ημερών του Ιανουαρίου 1919 στο Βερολίνο θα αποτελέσει η τεράστια εργατική διαδήλωση της Κυριακής 5 Ιανουαρίου και η δημιουργία επαναστατικής επιτροπής από 71 άτομα, με έδρα το έως τότε αρχηγείο της Αστυνομίας.

»Η επαναστατική επιτροπή θα προχωρήσει στην κήρυξη γενικής απεργίας, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την απόφασή της να ανατρέψει την κυβέρνηση Εμπερτ και να μετατρέψει τη Γερμανία σε “πρωτοπορία της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης”.

»Τις επόμενες μέρες πράγματι γενική απεργία νέκρωσε σχεδόν τα πάντα στο Βερολίνο, ενώ η κυβέρνηση είχε πλέον υπό τον έλεγχό της μόνον ορισμένα κτίρια, όπως αυτό της Καγκελαρίας.

»Ενδιαφέρουσα όσο και κρίσιμη λεπτομέρεια: ο Γκούσταφ Νόσκε, υπουργός Αμυνας της κυβέρνησης Εμπερτ, ήδη από τις 6 Ιανουαρίου είχε καταφύγει στο Ντάλεμ, προάστιο στα νότια του Βερολίνου, απ’ όπου κατέστρωνε σχέδια για “ανακατάληψη” ουσιαστικά της γερμανικής πρωτεύουσας.

»Η αναποφασιστικότητα και η αναποτελεσματική λειτουργία της επαναστατικής επιτροπής, η οποία συνεδρίαζε επί ατελείωτες ώρες έχοντας δυσκολία να πάρει ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις αποφάσεις, διευκόλυναν το έργο του Νόσκε, του οποίου οι δυνάμεις, κατά κύριο λόγο προερχόμενες από τα Φράικορπς, άρχισαν σύντομα να ανακτούν τον έλεγχο της πόλης.

Η αντίρρηση της Ρόζας

»Η συμμετοχή των (περιορισμένων, έστω) δυνάμεων του KPD στην εξέγερση ήταν κυρίως πρωτοβουλία του Καρλ Λίμπκνεχτ, ο οποίος ήταν μάλιστα μέλος της επαναστατικής επιτροπής. Αντιθέτως, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, πολύ πιο ώριμη πολιτικά απ’ ό,τι ο παρορμητικός Λίμπκνεχτ, δεν συμφωνούσε με την εξέγερση, θεωρώντας πως δεν υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Λέγεται μάλιστα πως, όταν ο Λίμπκνεχτ την ενημέρωσε ότι είχε αποφασιστεί εξέγερση, η Ρόζα είπε, θορυβημένη: «Μα, Καρλ, πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό;».

»Εστω και αν διαφωνούσε με την εξέγερση, η Ρόζα δεν είχε ωστόσο ενδοιασμούς ως προς τη στάση την οποία όφειλε να τηρήσει. Ηταν «θέμα επαναστατικής τιμής», όπως το έθεσε η ίδια. Ετσι, λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου, ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα θα συλλαμβάνονταν, θα οδηγούνταν στο «Eden Hotel» για ανάκριση και το ίδιο κιόλας βράδυ θα δολοφονούνταν.

Οι μεγάλοι της έρωτες

Εκτός της πολιτικής, σημαντική θέση στη ζωή της Ρόζας Λούξεμπουργκ κατείχε και ο έρωτας. Το 1898, η Λούξεμπουργκ, προκειμένου να μπορέσει να εργαστεί και να εγκατασταθεί στο Βερολίνο παντρεύτηκε, εικονικά, τον εργάτη Γκούσταβ Λύμπεκ. Πέντε χρόνια αργότερα παίρνουν διαζύγιο.

Ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» στο τεύχος της 26ης Μαΐου 1983 αναδημοσιεύει κείμενα και επιστολές της για τους μεγάλους έρωτες της ζωής της.

Όπως γράφει ο«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ»: «Ο μεγάλος, άλλα άτυχος και χωρίς καμιά ανταπόκριση έρωτάς της ήταν, από την εποχή που φοιτούσε ακόμα στο πανεπιστήμιο, ο Πολωνός Λέο Γιόγκιχες: Επρόκειτο για έναν επαναστάτη, που θυσίαζε, χωρίς δισταγμό, τους προσωπικούς συναισθηματισμούς στην “πολιτική υπόθεση”. Παρ’ όλα αυτά, είχαν, για ένα χρονικό διάστημα, ερωτικό δεσμό.

»Η Ρόζα Λούξεμπουργκ θα γράψει εκείνη την εποχή με σπαραγμό:

«Κι ίσως, θα μπορούσα ν’ αποχτήσω απ’ αυτόν ένα μικρό, ένα τόσο δα μωράκι. Δεν θα μου επιτραπεί, όμως , ποτέ κάτι τέτοιο. Ποτέ”.

Ο Πάουλ Λέβι

»Η Ρόζα Λούκεμπουργκ βρήκε, λίγο αργότερα, το μεγάλο έρωτα της ζωής της, στο πρόσωπο του πανύψηλου, όμορφου Γερμανού και λαμπρού δικηγόρου Πάουλ Λέβι, δώδεδα χρόνια νεότερού της. (…)

»Το Λέβι, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον γνώρισε σε δύο δίκες της, το 1914. Ήταν σ’ αυτές συνήγορός της. Στην πρώτη, το Φεβρουάριο του 1914, η Λούξεμπουργκ καταδικάστηκε σε ενός χρόνου φυλάκιση, με αναστολή.

»Είχε κατηγορηθεί ότι “χτύπησε το ζωτικό νεύρο του γερμανικού κράτους” επειδή είχε γράψει, σε ένα άρθρο της, “αν μας διατάξουν να σηκώσουμε τα δολοφονικά όπλα μας, τότε θα φωνάξουμε, όχι αυτό δεν θα το κάνουμε”.

»Στη δεύτερη δίκη, το Μάρτιο του 1914, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δικαζόταν επειδή είχε καυτηριάσει έντονα στα άρθρα της, τη βάναυση κακομεταχείριση των στρατιωτών, στο γερμανικό αυτοκρατορικό στρατό.

»Όταν ο Λέβι, απείλησε ότι “θα φέρει στο δικαστήριο χιλίαδες μάρτυρες, που θα βεβαιώσουν την αλήθεια των καταγγελιών της Λούξεμπουργκ, το δικαστήριο ανέβαλε, επ’ αόριστο, τη δίκη.

Επιστολές

«Σε μια από τις επιστολές που έχει γραφτεί το Μάρτιο του 1914, η Ρόζα Λούξεμπουργκ λέει:

“Τη στιγμή που έφτασε το τηλεγράφημά σου, ήταν μπροστά ο άνθρωπος με το μεγάλο μουστάκι (σ.σ. ο Λέο Γόγκιχες). Αυθόρμητα, απέφυγα να μιλήσω για σένα.

Και όταν αργότερα με ρώτησε αν μου αρέσει ο δικηγόρος μου, του απάντησα πολύ μετρημένα. Τα σχέδιά μου;

“Ως την 1 Απριλίου, θα μείνω κολλημένη εδώ. Και ελπίζω μόνο ότι θα έρθεις το Σάββατο το πρωί. Ύστερα ονειρεύομαι, μετά τις 5 Απριλίου, να ξεκλέψω τρεις βδομάδες, να πάμε μαζί νότια…

“Αφού όμως θα είσαι εδώ το Σαββατοκύριακο, θα τα πούμε από κοντά για τα σχέδιά μου αυτά”.

»Σε άλλη επιστολή, στις 24 Μαρτίου 1914 η Λούξεμπουργκ φανερώνει όλο το άγχος της εσωτερικής μοναξιάς της:

“Tώρα, όλα είναι τόσο σιωπηλά γύρω μου. Ολόκληρη την ημέρα είχα κοντά μου ανθρώπους, το ίδιο και χτες. Τώρα είμαι μόνη – βέβαια είναι η Μιμί (σ.σ. η γάτα της) κοντά μου.

Είναι ξαπλωμένη στην πολυθρόνα και κοιμάται. Και η Γκέρτρουντ (η νοικοκυρά της), πήγε να κοιμηθεί. Ακούω μόνο τη λάμπα του γκαζιού να σιγοσφυρίζει.

Και έξω, ο αέρας χτυπάει τα παραθυρόφυλλα. Νοσταλγώ τόσο την ησυχία και τη γαλήνη. Και δεν μπορώ να ξεφύγω από τη θύελλα.

Δε θέλω να σου γράφω. Θέλω να σε δω…”

»Γράμμα, μάλλον του Απριλίου 1914:

“Το ήρεμο, γλυκό σου γράμμα της Κυριακής, ήταν μαζί μου περίπατο, όλη τη μέρα. Και στο κρεβάτι ακόμα. Χτες και σήμερα ήμουν στα χάλια μου.

Εσύ πώς είσαι με τις αμυγδαλές σου; Καλύτερα;…

Αγάπη μου, ειρήνη θα βρω μέσα μου, μόνο όταν θα είμαστε και πάλι μαζί”».

O δεσμός της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Πάουελ Λέβι διήρκησε ως τη δολοφονία της. Τη Λούξεμπουργκ διαδέχεται στην ηγεσία του ΚPD ο Κέο Γίογκιχες και όταν δολοφονείται και εκείνος, τον Μάρτιο του 1919, στη θέση του τοποθετείται ο Πάουελ Λέβι.

Ο Λέβι αυτοκτονεί στις 9 Φεβρουαρίου 1930, σε ηλικία 46 ετών, πέφτοντας από το παράθυρο του δωματίου του.