Τα κοινά σημεία της αποκαθήλωσης της ροζ σημαίας της Γεωργίας Λαλέ με το προ 20 ετών περιστατικό αποκαθήλωσης του έργου του Τιερί Ντε Κορντιέ στη διεθνή διοργάνωση Outlook, στην Αθήνα, «παρόλο που σε εκείνη την περίπτωση, δεν είχαμε σημαία ή εθνικό σύμβολο, είχαμε θρησκευτικό σύμβολο, το σταυρό», σχολιάζει στο ΒΗΜΑ η ερευνητική υπεύθυνη στο μεταδιδακτορικό πρόγραμμα «Η λογοκρισία στον κινηματογράφο και στις εικαστικές τέχνες» στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, συνεπιμελήτρια στο συλλογικό έργο «Η λογοκρισία στην Ελλάδα» (Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ), και το «Λεξικό Λογοκρισίας» (Καστανιώτης), Πενελόπη Πετσίνη.
«Και τότε η έκθεση πραγματοποιούνταν υπό την επίσημη αιγίδα της Πολιτείας και εγκαινιάζεται και λειτουργεί ομαλά. Το ζήτημα προκύπτει αναπάντεχα, όπως και σήμερα, από έναν ακροδεξιό πολιτικό, τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ», μας θυμίζει η ειδικός.
Τόσο στο Ελληνικό Προξενείο, όσο και στο Outlook υπάρχει η ιδιομορφία, προσθέτει η ερευνήτρια, «ότι δεν παρεμβαίνει εξαρχής το κράτος. Το κράτος καταλήγει να ζητά την αφαίρεση του έργου για την αποφυγή περαιτέρω προβλημάτων. Στο Outlook η εκκλησία έκανε την αγωγή και ο διευθυντής της πήγε στα δικαστήρια μετά από δύο χρόνια».
«Ένα ισχυρό κράτος δεν έχει όμως λόγο να φοβηθεί την διαφορετική άποψη»
Από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης των περιστατικών λογοκρισίας είναι, συνεχίζει η κυρία Πετσίκη, «η αδυναμία του κράτους είτε να στηρίξει το Σύνταγμα και την ελευθερία της έκφρασης, είτε να παρέμβει σε περιστατικά λογοκρισίας. Ένα ισχυρό κράτος δεν έχει όμως λόγο να φοβηθεί την διαφορετική άποψη».
Και στο «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» υπήρξαν τρομερές αντιδράσεις από τον Αυγουστίνο Καντιώτη, που «ήταν κράτος εν κράτη στο Φλώρινα», επισημαίνει η συνομιλήτρια μας. «Τότε όμως η Πολιτεία στήριξε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, γεγονός που δείχνει ότι η Πολιτεία μπορεί να σταθεί αξιοπρεπώς υπερασπιζόμενη την ελευθερία της τέχνης. Ο Κωστής Στεφανόπουλος ως πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει υποστηρίξει δημοσίως την ελευθερία της έκφρασης. Είναι αδιανόητο που δεν το κάνει σήμερα και η κυρία Σακελλαροπούλου».
«Η λογοκρισία ξεσηκώνει και συσπειρώνει τον κόσμο»
Τα τελευταία πάντως χρόνια, τα λογοκριτικά περιστατικά, συνοψίζει η ερευνήτρια, «ξεσηκώνουν και συσπειρώνουν τον κόσμο». Από τη λογοκρισία στο Outlook «βγήκε ένας τόμος, ξεκίνησε ένα μάθημα στο Πάντειο, έγιναν συνέδρια». Όταν παρενέβη στο βίντεο της Εύας Στεφανή στην διεθνή φουάρ Αrt Αthina εισαγγελέας, «οι καλλιτέχνες συσπειρώθηκαν και πραγματοποίησαν έκθεση ομαδική, συνυπογράφοντας όλα τα έργα, μεταξύ των οποίων και της Στεφανή, λέγοντας “Ελάτε να μας συλλάβετε όλους μαζί”. Άρα, σε πράξεις λογοκρισίας ένας κόσμος συνειδητοποιείται, κι αυτό με μια επιφύλαξη. Γιατί η λογοκρισία ως πράξη παραμένει απολύτως βίαιη».
Τα τελευταία, τέλος, χρόνια διαπιστώνεται «διαφοροποίηση» στους ανθρώπους που υπερασπίζονται τα λογοκριμένα έργα ή υπερασπίζονται το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης των καλλιτεχνών. Υπάρχει «μια αντίφαση», διευκρινίζει η κυρία Πετσίνη, «που προκύπτει κι από τον προοδευτικό χώρο -εντός ή εκτός εισαγωγικών. Για να υπερασπιστεί κάποιος ένα έργο πρέπει να το κρίνει και αξιόλογο. Το ότι λογοκρίνεται ένα έργο δεν το καθιστά αυτομάτως και καλό. Δεν λογοκρίνονται μόνο καλά έργα τέχνης. Δεν έχει ωστόσο εν προκειμένω καμία σημασία αν το έργο είναι καλό ή κακό. Σημασία έχει η πράξη της αποκαθήλωσης και το ότι η Πολιτεία σύρεται σε αυτή από ένα ακροδεξιό κόμμα.
«Το κρυμμένο κάτω από το χαλί φάντασμα του εθνικισμού»
Η υπόθεση της σημαίας ανασύρει καταρχάς «το κρυμμένο κάτω από το χαλί φάντασμα του εθνικισμού και βεβαίως τη λογοκρισία», τονίζει στο ΒΗΜΑ ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και αναπληρωτής διευθυντή του Outlook.
«Ήταν στοιχειώδης υποχρέωση του υπουργού Εξωτερικών να σεβαστεί την απόφαση του προξένου στην Νέα Υόρκη, ο οποίος ενέκρινε την τοποθέτηση του έργου. Είναι πολύ σαφή τα ίχνη μιας εθνικιστικής προκατάληψης και λογοκρισίας, κάτι μη αποδεκτό σε μια δυτική δημοκρατική κοινωνία, όπως θέλει να θεωρείται ότι είναι η Ελλάδα».
Αντίστοιχη ήταν, επισημαίνει ο κύριος Τζιρτζιλάκης, η περίπτωση, το 2003, στην έκθεση Outlook, με το έργο του βέλγου καλλιτέχνη, Ντε Κορντιέ, με το ανδρικό μόριο και το σταυρό. «Το θέμα το είχε προκαλέσει τότε το ΛΑΟΣ, όπως τώρα η ΝΙΚΗ. Το συμβάν άνοιξε έναν ασκό που σέρνεται ακόμα και βλέπουμε να φτάνει στο προξενείο της Νέας Υόρκης. Αυτό είναι ένα πρώτο στοιχείο, το οποίο για μένα είναι καθοριστικό. Αλλά δεν είναι μόνο του», τονίζει.
«Εχουμε φτάσει στο βαθμό μηδέν της κατανόησης της τέχνης»
«Υπάρχει μια ιδιαίτερη πλευρά που θα ονόμαζα προέκταση ενός σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ενός ρεαλισμού της πολιτικής ορθότητας. Κανείς δεν τολμά να το αγγίξει το θέμα της γλώσσας ενός έργου τέχνης, γιατί ζούμε στο ρεαλισμό της πολιτικής ορθότητας. Μιλάμε μόνο για το μήνυμα.’Εχουμε φτάσει στο βαθμό μηδέν της κατανόησης της τέχνης. Οι δυο ροπές της διόγκωσης του εθνικισμού και της μετατροπής της τέχνης σε ένα επικοινωνιακό μήνυμα συγκλίνουν. Και δημιουργούν ένα κενό διαλόγου και κατανόησης».
Και το θέμα της σημαίας, σύμφωνα με τον κύριο Τζιρτζιλάκη, «τοποθετείται στο γενικό πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας, στο όνομα της οποίας αποκαθηλώνονται γλυπτά κι αλλάζουν κείμενα λογοτεχνίας. Μια κουλτούρα που μοιάζει κυρίαρχη ακόμα και σε χώρες όπως οι ΗΠΑ. Αλλάζουν έργα τέχνης επειδή δεν ευθυγραμμίζονται με τους ηθικούς κανόνες της εποχής. Αυτό είναι μια συζήτηση ενιαία όπου διαγκωνίζονται να μπουν και δεξιές και προοδευτικές ιδεολογίες αποκατάστασης».
«Η ιδεολογικοποίηση» της έννοιας του μηνύματος δημιουργεί μια γενικευμένη λογοκρισία, συμπεραίνει ο συνομιλητής μας. «Τι σημαίνει λογοκρίνω και απορρίπτω καλλιτεχνικά έργα του παρελθόντος; Πώς θα ξαναδιαβάσουμε την Θεογονία και τα έργα του Ομήρου; Θα λογοκρίνουμε τους αρχαίους συγγραφείς; Αυτό είναι ένα πεδίο που βρίσκει δικαίωση σε αυτές τις δεξιές και ακροδεξιές ομάδες, τύπου ΛΑΟΣ και ΝΙΚΗ». Απέναντι στις οποίες «όταν τσιρίζουν», η πολιτική μας ηγεσία «στέκεται με τρόμο».