Σε ένα τελματωμένο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον αναμένεται να συνεδριάσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για τελευταία φορά μέσα στο 2023, στις 14-15 Δεκεμβρίου, με θέμα την εξεύρεση μίας συμβιβαστικής λύσης ως προς το περιεχόμενο του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά και του κομβικού ζητήματος του συστήματος διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και διασφάλισης καταθέσεων (CMDI).
Το ζήτημα απασχόλησε τη συνεδρίαση του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών (Eco/Fin-Eurogroup) την Πέμπτη και την Παρασκευή. Παρά τις μικρές συγκλίσεις, οι διαφορές μεταξύ των παγίως σκληρών γερμανικών θέσεων και των πιο μετριοπαθών γαλλικών, ως προς τις διαδικασίες υπερβολικού χρέους και ετήσιου ρυθμού μείωσης των ελλειμμάτων, παρέμειναν αγεφύρωτες και η συνεδρίαση έληξε για μία ακόμη φορά δίχως αποτέλεσμα, με τις αποφάσεις να παραπέμπονται στη Σύνοδο Κορυφής της ερχόμενης εβδομάδας.
Η Ελλάδα εκτός κάδρου
Για την Ελλάδα αυτή η ευρωπαϊκή δυστοκία φαίνεται ότι για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, δεν κρύβει περιπλοκές, τουλάχιστον σε μεσο-βραχυπρόθεσμη βάση. Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει έναν τρέχον δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1,1%, με τη σχετική εκτίμηση του ΔΝΤ για το 2024 να ανέρχεται στο 2%, ενώ την ίδια στιγμή η χώρα μας παρουσιάζει έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς μείωσης του χρέους, λόγω και της ειδικής συνθήκης από την αλληλεπίδραση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και του πληθωρισμού.
Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία έχουν εξασφαλιστεί δύο κρίσιμες εξαιρέσεις. Αφενός, να μην απαιτηθεί μία βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή μετά τη λήξη της περιόδου των ευνοϊκών ρυθμίσεων και των «κλειδωμένων» επιτοκίων για την αποπληρωμή του χρέους μετά το 2032 και, αφετέρου, να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως οι αμυντικές δαπάνες, όταν μία χώρα βρεθεί σε καθεστώς υπερβολικού ελλείμματος.
Παρά ταύτα και ενόψει της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της ερχόμενης εβδομάδας, η αδυναμία εξεύρεσης συμβιβαστικών λύσεων μεταξύ των κυβερνήσεων και η προοπτική επιστροφής στο προηγούμενο, δύσκαμπτο και μη ρεαλιστικό Σύμφωνο Σταθερότητα από το 2024, προβάλλει σημαντικές περιπλοκές και απειλές για όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Κυρίως, επειδή πρόκειται για ένα πλαίσιο κανόνων, το οποίο στην παρούσα συγκυρία είναι εντελώς ασύμβατο με τις συνθήκες και συνιστά περισσότερο οικονομική απειλή, παρά μηχανισμό αποτροπής κρίσεων.
Η γερμανική αδιαλλαξία και το ιταλικό πρόβλημα
Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται για μία ακόμη φορά η Γερμανία, η οποία υπό την πίεση και της πρόσφατης απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης επιχειρεί να βρει τρόπους ώστε να διαχειριστεί το μπλοκάρισμα της μεταφοράς των αδιάθετων κονδυλίων για την πανδημία, ύψους 60 δισ. ευρώ, προς «πράσινες» επενδύσεις. Όσο δεν συμβαίνει αυτό και η γερμανική κυβέρνηση υιοθετεί μέτρα λιτότητας, πιέζει για την οριζόντια εφαρμογή παρόμοιων πολιτικών σε ολόκληρη την Ένωση. Και παράλληλα, αρνείται την υιοθέτηση του πλαισίου CMDI το οποίο έχει προτείνει η Επιτροπή, καθώς επιμένει να διατηρεί ένα καθεστώς αδιαφάνειας στο τραπεζικό της σύστημα και ειδικά στις μη συστημικές της τράπεζες των ομοσπονδιακών κρατιδίων (Sparkassen και Landkassen).
Την ίδια στιγμή η Ιταλία ζητεί εξαίρεση από τους δημοσιονομικούς κανόνες έως το 2027. Πρόκειται για αίτημα, το οποίο, από τη μία πλευρά δεν μπορεί να γίνει δεκτό μόνον κατά περίπτωση και, από την άλλη, αν απορριφθεί, θα αναγκάσει την κυβέρνηση της Ρώμης σε θηριώδεις δημοσιονομικές προσαρμογές μνημονιακού τύπου, με όποιο πολιτικό αποτέλεσμα (και ευρωπαϊκό ντόμινο) μπορεί αυτές να έχουν.
Υπό αυτό το πρίσμα και με τις δυνατότητες επίτευξης μίας πολυμερούς ευρωπαϊκής συμφωνίας να μην είναι ορατές υπό τις παρούσες συνθήκες, η ΕΕ φαίνεται ότι θα υποδεχθεί το νέο έτος με εκκρεμότητες και αβεβαιότητες, που δύσκολα θα αφήσουν ανεπηρέαστα τα κράτη μέλη.
Και πάντως, μία επιστροφή στους δημοσιονομικούς κανόνες όπως ίσχυαν πριν το 2020, θα αποτελέσει ένα μεγάλο πρόβλημα, σύμφωνα και με τα όσα εκτιμούν ανώτατες τραπεζικές και πολιτικές πηγές στην Αθήνα.
Η αμερικανική εκκρεμότητα
Η πολυπαραμετρική αυτή εξίσωση μοιάζει να έχει πολύ δύσκολη λύση, σε μία περίοδο κατά την οποία οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δέχονται συνεχείς πιέσεις λόγω και των γεωπολιτικών ανατροπών, της εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους, των πληθωριστικών πιέσεων και της δύσκαμπτης νομισματικής πολιτικής. Το μείγμα αυτό διαμορφώνει και μία νέα πολιτική συνθήκη, η οποία εκδηλώνεται με την σταδιακή αποδυνάμωση κυβερνήσεων (π.χ. στη Γερμανία) και την άνοδο των ακραίων και λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων, με κίνδυνο εξάπλωσης του φαινομένου σε ολόκληρη την Ένωση.
Παράλληλα, η μεγάλη παράμετρος αβεβαιότητας προβάλλει εν όψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου 2024 και του ενδεχομένου επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο ή της νίκης ενός εκπροσώπου της ριζοσπαστικής πτέρυγας των Ρεπουμπλικανών. Κάτι τέτοιο εκτιμάται ήδη ότι θα διαμορφώσει μία νέα συνθήκη πίεσης προς την Ευρώπη, η οποία την ίδια στιγμή αναζητεί τη δική της επόμενη ηγεσία εν όψει της λήξης της θητείας της σημερινής Επιτροπής, στα τέλη του 2024.
Ντράγκι για πρόεδρος της Επιτροπής;
Το νεότερο στοιχείο εν όψει αυτής της κρίσιμης περιόδου, παρουσιάστηκε από τον ιταλικό Τύπο, όπου σε δημοσιεύματα αναφέρθηκε ότι ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν σχεδιάζει να προτείνει τον Μάριο Ντράγκι για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορέσει να θεωρηθεί ρεαλιστικό, εφόσον υπάρξει συμφωνία μεταξύ του γάλλου Προέδρου και του καγκελάριου Σολτς, ο οποίος θα πρέπει να αποδεχθεί την μη επανεκλογή της σημερινής Γερμανίδας επικεφαλής της Επιτροπής.
Κατά τα ίδια δημοσιεύματα, έχει ήδη υπάρξει άτυπη επικοινωνία μεταξύ του Σολτς, ενώ μία μία τελική συμφωνία, αφενός, θα μπορούσε να διευκολύνει τη διαδοχή του σημερινού γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αλλά και την ικανοποίηση των Πρασίνων, οι οποίοι ως μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, πιέζουν τον καγκελάριο Σολτς να ορίσει ένα δικό τους μέλος ως εκπρόσωπο της χώρας στην επόμενη Επιτροπή.