Όποιος σκέφτεται σήμερα το «πολιτικό» εργαλειακά, δικαιολογεί το φαινόμενο Κασσελάκη. Κι ενώ φαίνεται ότι υποστηρίζει την πλειοψηφία που τον ανέδειξε, στρέφεται κατά της Δημοκρατίας. Άθελά του βάζει στην κουβέντα -τρομάρα του- και το περιβόητο «δημοκρατικό παράδοξο» της Σαντάλ Μουφ.

Πώς δηλαδή, εν προκειμένω, ενώ οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι το απότοκο της αρχής της πλειοψηφίας που αναδεικνύει το κάθε «νούμερο» εντός και εκτός Βουλής, την ίδια στιγμή οι θεσμοί αυτοί βάλλονται από την πλειοψηφία.

Κι αυτό προφανώς συμβαίνει επειδή η ισότητα όλων των προσώπων ως πολιτών δεν συνιστά μορφή πολιτείας αλλά εγωπαθή κοσμοαντίληψη.

Σημαίνει επίσης ότι η πλειοψηφία δεν εξαντλεί υποχρεωτικά το περιεχόμενο της πολιτικής στη Δημοκρατία αλλά αλλού: στα μήντια. Κυρίως στην ψυχολογία του βάθους. Εδώ, εκτός από τη γνωσιακή ανεπάρκεια ή την ψυχική (αν)ισορροπία απουσιάζει και η ηθική. Και είναι εύλογο: χωρίς την ιδέα ενός ηθικοπολιτικού πράττειν που δεν υπολογίζεται «ποσοτικά» (πλειοψηφία) αλλά «ποιοτικά» (φρόνηση), η Δημοκρατία μένει στα χαρτιά. Ρυθμίζει αλλά και απορρυθμίζεται από τις αντιφάσεις ανάμεσα στην ατομικότητα και το σύστημα. Δεν θεραπεύεται από κανένα «μετά». Διότι η υποτιθέμενη απάλειψη του ανταγωνισμού στον νεοφιλελευθερισμό και η μετάθεση της Δημοκρατίας στον παράδεισο του Φουκουγιάμα, δεν είναι μόνον αδύνατη αλλά και ανεπιθύμητη από τη Δημοκρατία. Επιπλέον, αν σήμερα ευτελίζεται στην κορυφή της από τους πολιτικούς, στη βάση της δοξάζεται από όσους επιθυμούν να την «ξεδοντιάσουν» μαζί με το σύστημα.

Ό,τι προκύπτει όμως – και δεν είναι η πρώτη φορά- μοιάζει με παρωδία της τραγικής συνθήκης που βιώνουμε ως φάρσα: Της «φάρσας Κασσελάκη» -όπως στη «Φάρσα Κάλντεγουει» του Μπότο Στράους, όπου το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, επειδή μόνοι τους δεν καταφέρνουν να χωρίσουν, ζητούν από τον πρώτο τυχόντα ονόματι Κάλντεγουει, να αναλάβει την ψυχοθεραπεία τους.

Και ιδού η Δημοκρατία μας στο δεσπόζον καπιταλιστικό σύστημα: φάρσα. Παράλογη δικαιολογία της κυριαρχίας του συστήματος που οφείλει, εκτός από οδυνηρή να είναι και ευτράπελη και αρεστή στο σύστημα. Και που ενώ φαίνεται δυνατή είναι συγχρόνως ήδη αδύνατη.
Αυτό όμως είναι και το ίδιον της τραγωδίας ως φάρσας: μία εξ ίσου τραγική συνθήκη που ενώ καταδικάζει τον «ήρωα» (πολίτη) σε διαρκή ανημπόρια, την ημέρα των εκλογών τον εξυψώνει σε κεντρικό πρόσωπο.

Συνήθως ακολουθεί η καταστροφή. Συνέβη με τις αλλεπάλληλες ήττες στον Σύριζα.

Και παρότι είθισται η Αριστερά να ανακάμπτει από τις ήττες, στην περίπτωση της πλειοψηφούσας μερίδας του Σύριζα, αυτό που προαναγγέλεται και από την «αφουμικέσιον» του ναυάρχου κατά σύσταση Καμμένου, δεν θα ονομάζεται ήττα αλλά «κατάντια», όπως σημειώνει ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος στην ΕφΣυν του Σαββάτου.

Κατάντια, όπως για όλους τους μηντιοπρόβλητους ηγέτες που ο βαθμός και ο τρόπος της μηντιοπροβολής τους τούς κρατά, άλλους λιγότερο κι άλλους περισσότερο, στην ψηφιακή επιφάνεια.

Ο Κάλντεγουει εδώ σηκώνει ψηλά τα χέρια. Η μετα-δημοκρατια τού βάζει το πιστόλι στον κρόταφο. Την ψυχοθεραπεία αναλαμβάνει ο Πολάκης. Φαίνεται όμως πως και άλλοι, λιγότερο αψείς έχουν αναλάβει την προσαρμογή του Σύριζα στο άσυλο του νεοφιλελευθερισμού. Ο Παναγιώτης Ρήγας π.χ. ή η Ρένα Δούρου, αφήνοντας τους «δημογέροντες» να λιάζονται στα καφενεία της πλατείας Κουμουνδούρου. Ο Αντώνης Λιάκος μάλιστα, υποστήριξε στο Βήμα της Κυριακής πως εάν οι «δημογέροντες» είχαν αντικατασταθεί από τους νέους πρίν τις τελευταίες εκλογές, «το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο, πάντως όχι τόσο καταστροφικό.»

Δημογέροντες ξεδημογέροντες όπως ο Λιάκος και εγώ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το αποτέλεσμα δεν υπάρχει παρά ως επιτέλεσμα της Ιστορίας. Ίντριγκα, όπως το ονομάζει ο Πολ Βέιν, που θα κριθεί εκ του αποτελέσματος αλλά σε ένα απώτερο μπενγιαμινικό μέλλον. Κι αυτό γιατί ο δημοκρατικός διάλογος θα είναι χωρίς τέλος όσο τουλάχιστον και η Ιστορία παραμένει χωρίς τέλος. Προσωπικά, ούτε στον Φίλη, ούτε στον Δραγασάκη, ούτε στον Τσακαλώτο καταλογίζω γεροντική ακαμψία. Αντίθετα την «ηθική» τους την αντιλαμβάνομαι ως αντίσταση.

Γεγονός που, και το θρυλούμενο χάσμα μεταξύ πολιτικής και ηθικής δικαιολογεί, αλλά και εξηγεί γιατί η αγωνιστική τους αντίληψη στηρίζεται και προκύπτει από αυτήν την σοφία – όταν ακόμα και η πολιτική τους ευθύνη υπόκειται στις συνέπειες της μη αποκρισιμότητας- για όσους από αυτούς έτυχε να διαβάσουν τον Ντεριντά (πράγμα που δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να αποφασίσουν το ταχύτερο τι θα πράξουν).

Άργησε ο Κασσελάκης κατά δύο αιώνες.

Ο Σαρλ Φουριέ ονόμασε Φαλανστήριο τα κτίρια όπου θα ζούσαν όλοι και οι δουλειές θα μοιράζονταν σύμφωνα με τις ανάγκες και τις τάσεις του καθενός, με πρώτες και καλύτερες τις ερωτικές.

Βέβαια υπάρχει και ο Κομμουναλισμός (Ελευθεριακός Κοινοτισμός) όπως τον χρησιμοποιεί ο Μπούκτσιν ή το όραμα του Φαλκ για καραβάνια πολιτών που θα ανήκουν σε μια αόρατη πολιτική κοινότητα υποκινούμενη από τις ελπίδες τους. Τα άλλα τα αφήνω στη δυστοπία του Μητσοτάκη.