Ακούω τις εκκλήσεις των εγκλωβισμένων στη τηλεόραση. Δίνουν οι άνθρωποι το στίγμα τους επακριβώς στον Καμπουράκη: 25ης Μαρτίου ή 28ης Οκτωβρίου ή Δημοκρατίας ή Εθνάρχου Καραμανλή.

«Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους».

Μόνο που δεν είναι του Παλαμά οι στίχοι αυτοί αλλά του Καρυωτάκη.Τίποτα δεν περιγράφει καλύτερα τον Θάνατο στην Ελλάδα σήμερα εκτός από το ποίημα «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη.

Ούτε ο αστυνόμος που ζυγίζει μια ελλιπή μερίδα, ούτε ο δάσκαλος με την εφημερίδα, ούτε το πλοίο με υψωμένη τη σημαία -χωρίς κανέναν Νομάρχη μέσα πλην του Βαρβιτσιώτη.

Αλλά και κανείς δεν «πεθαίνει από αηδία ώστε να διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία».

Κανείς, ούτε ο παλιατζής με το Datsun που θα καθαρίσει το οικόπεδο και την ταράτσα.

Και στη δραματική ειδοποίηση «άνθρωπος στην ταράτσα» ή «άνθρωπος στη θάλασσα» αντί σωσίβιο ή σούπερ πούμα σε σπρώχνουν από τον καταπέλτη, στα λασπόνερα της καθημερινότητας. Ή λύνουν τις γραφειοκρατικές διαφορές τους όπως ο Δένδιας με τον Κικίλια, κατόπιν εορτής.

Ξέρω, ότι είναι δύσκολο στην εφημερίδα να υποκαταστήσεις την πολιτική ανάλυση με την προσωπική γραφή. Είναι σα να θέλεις να αντικαταστήσεις την λογική με το τυχαίο θεωρώντας αυτό που γράφεις ελεγχόμενη παρατυπία στον Τύπο που σε φιλοξενεί.

Το αντίτιμο μιας τέτοιας κίνησης είναι ότι το κείμενό σου συνήθως παρακάμπτεται ως περιττό. Το καταλαβαίνω: σε μια κοινωνία που δέχεται τις αξίες ως φυσικό φαινόμενο κρύβοντας από τον εαυτό της τον αυθαίρετο χαρακτήρα των συστημάτων των σημείων όπου οι αξίες αυτές αποτυπώνονται και κυκλοφορούν, τέτοιες «α-φυσικές» συμπεριφορές, για να τις υποστηρίξει κάποιος, πρέπει προηγουμένως να έχει πάρει Νόμπελ – έχοντας αγνοήσει την Ακαδημία Αθηνών.

Όταν ο ποιητής αυτοκτονεί γράφει την «Πρέβεζα». Όταν ο αρθρογράφος θέλει να ζήσει, την καταθέτει εντάσσοντάς την σε ένα δημοσιογραφικό σχόλιο, υπό τον όρο ότι από το ρήμα μέσης φωνής «γράφω» συγκροτείται και ο ίδιος συγχρόνως με τη γραφή.

Άλλωστε οι μεγάλες ανακατατάξεις στην ιστορία είναι συγχρόνως και ανακατατάξεις ενός συστήματος σημείων όπου εμπλέκεται και η γραφή.

Και για να τελειώνω με τη «γραφή», ιδού ένα παράδειγμα για το πώς αντιλαμβάνομαι τα όσα διαδραματίζονται στον ΣΥΡΙΖΑ αυτές τις μέρες.

Όχι δεν πρόκειται για τον υπότροφο του «Ιδρύματος Σ. Νιάρχος» σύντροφο Στέφανο Κασσελάκη, διότι δεν είναι ούτε Αριστερός ούτε Θεός να αγαπά το χαβιάρι. Gauche caviar είναι – εκ των πραγμάτων- ο Τσακαλώτος και η Αχτσιόγλου, με πάνω από 7.000 βουλευτική αποζημίωση μείον οι φόροι και η εισφορά στο κόμμα. Το ξέρουν, το ζουν, το ομολογούν. Και γιατί όχι;

Εμείς, στο Παρίσι επί χούντας, που δεν το λέγαμε, δεν ομολογούσαμε σε κανέναν πως μας άρεσε (εκτός από τα βιβλία με τη συνδρομή του Κωστή Παπαγιώργη) το χαβιάρι.

Ο πορτιέρης όμως με το πηλήκιο στου Petrossian (φωτο) που μας τσάκωσε ένα βράδυ να το «απαλλοτριώνουμε», δεν μας κάρφωσε στα αφεντικά. Ήταν Αρμένης πρόσφυγας -επί Σοβιετίας- και φανατικός αντικομμουνιστής.

Όταν στην Μεταπολίτευση, στις Λαϊκές, οι Ρωσσοπόντιοι το πουλούσαν τρεις κι εξήντα πάνω στις κουβέρτες, εμείς, στο ΚΚΕ εσωτερικού (επί του άλλου Δρακόπουλου), κάναμε πως δεν το βλέπουμε.

Αλλά έτσι είναι: τη χάρη την έχει η παράβαση και η απαλλοτρίωση, όχι το χαβιάρι.

Πράγμα που δεν συνέβη ποτέ με την εξουσία και τον Θεό.