Ο Σαμαράς δεν υποδέχθηκε τον Τσίπρα ως Πρωθυπουργό στο Μαξίμου. Ο Μητσοτάκης ως Πρωθυπουργός προχθές, τον κατακεραύνωσε αφ’ υψηλού από το κόκκινο χαλί των Βρυξελλών. Τον Σημίτη στο Μαξίμου, όταν διαδέχθηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην Πρωθυπουργία μετά από ψηφοφορία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, τον υποδέχθηκε η σκιά του Ανδρέα και κάτι σκιώδεις φίλοι του που εξαφανίστηκαν στην πορεία. Στάθηκε «τυχερός» να υποδεχθεί στο Μαξίμου τον Κώστα Καραμανλή. Του έδειξε τους πίνακες και απήλθε. (Υποθέτω πως στον μπουφέ του Μαξίμου θα τον ξενάγησε ο μαιτρ του Ιδρύματος, κύριος Ναπολέων).

Δεν ξέρω αν τα «ορφανά του Σημίτη» τακτοποιήθηκαν προχθές στα υπουργεία του Μητσοτάκη – τα έκθετα είχαν ήδη τακτοποιηθεί επί Τσίπρα. Αυτό που ξέρω και το βεβαιώνω είναι πως ο Κώστας Σημίτης καμία πατρότητα κανενός δεν είχε αναγνωρίσει. Εξ ου και η μοναξιά του στο Μαξίμου. Έτσι υπέγραφα το κείμενο που ακολουθεί, αναδημοσιευμένο από τα «Νέα» στις 22/2/97. Και έτσι το αντιλαμβάνομαι ακόμη και τώρα: αντίβαρο στα εγκώμια των φίλων του Μητσοτάκη. Με την αναδημοσίευση όμως αυτή, υπενθυμίζω στον εαυτό μου και τι χάθηκε από τότε.

Χάθηκε η Ιστορία. Αντίθετα, αυτό που διατηρήθηκε από τότε, είναι η ιστορικότητα καταγεγραμμένη από τους μηχανισμούς της Δημοκρατίας αλλά όχι από τις αξίες της. Πρόκειται για έναν αναδιπλασιασμό που παράγεται από το Κράτος ως διαχείριση της εξουσίας του, μέσω της νομικής του τάξης και των μίντια. Αυτός όμως ο αναδιπλασιασμός, ενώ υποτίθεται ότι προσβλέπει στην Δημοκρατία, πραγματώνει κατ’ ουσίαν τον σκοπό του Κράτους: την αναπαραγωγή του status quo.

Και πέραν των «φιλολογικών» διακρίσεων: μεταπολίτευση – τέλος της μεταπολίτευσης, μία και μόνο διάκριση ισχύει. Οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Πράγμα που σημαίνει ότι οι οικονομικές διαφορές μεταφράζονται ακόμη σε συνθήκες επιβίωσης -και δεν έχει κανείς παρά να δει και να συγκρίνει τα μούτρα τους. Ο Σημίτης γνωρίζει αυτή τη διαφορά. Κατατρύχει την πολιτική του σκέψη από την εποχή της ομάδας Παπαναστασίου μέχρι την Άμυνα και το ΠΑΚ. Ξέρει επίσης και τα επίχειρα της μοναξιάς του διότι μπορεί, ακόμα και σήμερα, να υποστηρίζει ότι «στις περισσότερες περιπτώσεις κυριαρχούν οι επενδύσεις στο real estate και τα deals κερδοσκοπικών funds τα οποία μάλιστα χρηματοδοτούνται με δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες και έτσι με τα εθνικά μας κεφάλαια οι ξένοι αποκτούν τον έλεγχο της οικονομία μας.» Και αυτό να το ονομάζει «κερδοσκοπικό οπορτουνισμό».

Έγραφα τότε:

«»Μόνο μια άλλη σκέψη, συγγενική του ως προς τις τοποθετήσεις του και τις απορρίψεις του, θα μπορούσε να σώσει τον Μακιαβέλι από τη μοναξιά του: η σκέψη του Μαρξ». Τη φράση αυτή του

Αλτουσέρ, δεν τη συναρτώ βέβαια με την μοναξιά του Κώστα Σημίτη -αν και από τη μοναξιά του, θα τον έσωζε η σκέψη του Μαρξ.

Θέλω από καιρό να γράψω εδώ, ένα πολιτικό κείμενο για τον Σημίτη στο όνομα μιας ιστοριογραφίας της καθημερινής ζωής, απ’ όπου έχω το προνόμιο να ομιλώ. Θα μπορούσα, στο όνομα της Ιστορίας, να τον παρομοιάσω με τον ηγεμόνα Castruccio Castracani από τη Lucca, ήρωα μιας πολιτικο-στρατιωτικής νουβέλας του Machiavelli, που νίκησε, διότι στη μάχη έθεσε στο κέντρο του στρατεύματός του ό,τι μετρούσε λιγότερο.

Θέλω λοιπόν να γράψω για ό,τι θέτει στα άκρα ο Σημίτης, όταν κοντράρεται με τις συντεχνίες. Κι αυτό το εκλαμβάνω σαν μια ιδιότυπη θεώρηση της Δημοκρατίας. Ιδού τα ερωτήματα που θέτει η δύστροπη πολιτική του: Με τι τρόπο θα ενισχυθούν τα προοδευτικά αποτελέσματα της διακυβέρνησής του από έναν μηχανισμό (το Κράτος) που είναι κατ΄ ουσίαν κατασταλτικός και πώς ο δομικός χαρακτήρας της παρέμβασής του στην οικονομία δεν θα έχει απλώς λειτουργικό χαρακτήρα “αρμέγματος”, αλλά θα γίνει ο δυναμικός συντελεστής της κοινωνικής παραγωγής; (Μου φαίνεται όμως ότι ομιλώ με τα λόγια του Μαρξ στο Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία).

Το πρόβλημα του Σημίτη είναι το εξής: μπορεί να μην καταναλώνεται ανώφελα από το ίδιο το Κράτος η «υπερεργασία» την οποία αντλεί με την οργάνωση της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, της φορολογίας και κάποιον τσαμπουκά;

Μπορεί η «υπερεργασία» αυτή από την οποία ζει το Κράτος και οι κρατικοδίαιτοι (βλέπε την επιστολή του προς τους υπουργούς του για την εκκαθάριση στο Δημόσιο) να επανεισάγεται στην παραγωγή χωρίς να μπαίνει στην τσέπη του μεγαλοεπιχειρηματία;

Αυτά τα ερωτήματα στοιχειοθετούν την μοναξιά του.

Με τον Σημίτη, όπως με κάθε ορκισμένο ορθολογιστή, συμβαίνει τούτο το παράδοξο: ενώ ζητά τον κοινωνικό εξορθολογισμό -και υπ’ αυτήν την έννοια εγγράφεται στη μαρξιστική παράδοση της κριτικής της «πραγμοποίησης»- δεν αναγνωρίζει ότι η περίφημη “ισχυρή” κοινωνία του μπορεί να είναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος: τα «γράμματα» των οποίων η πίσω όψη, η «κορώνα», είναι το Κράτος.

Το ότι η κοινωνία και το Κράτος έχουν διαφοροποιηθεί ως συστήματα δράσης, δεν σημαίνει και ότι αποσυνδέθηκαν. Αντίθετα, και ο Σημίτης το γνωρίζει, αποσυνδέθηκαν από την καθημερινή ζωή, τον «επικοινωνιακά δομημένο βιόκοσμο». Ό,τι ο φίλος του καθηγητή Σημίτη, καθηγητής Habermas, ονομάζει Lebenswelt.

Τι κάνει όμως ο πρωθυπουργός Σημίτης με ό,τι πολιτικά ανθίσταται μέσα στον βιόκοσμο; Αρκείται μήπως να επαναλαμβάνει ότι αυτό που ανθίσταται, παρανοεί ό,τι θα όφειλε να υπηρετεί προκειμένου να βελτιώσει τη θέση του;

Και πώς διατυπώνει την αντίρρησή του; Με ποιό αφήγημα; Που πείθει ποιόν;

Μήπως το αφήγημα του εκσυγχρονισμού του δεν φτάνει στους βιότοπους; Φοβούμαι ότι όλοι αυτοί οι βιόκοσμοι των βιοτόπων αλώνονται αργά από την «κοσμιότητα» μιας ακαδημαϊκο-πολιτικής συντεχνίας, όπου ο Χριστοδουλάκης αφήνει άθελά του χώρο στον Ανθόπουλο και ο Γιαννίτσης στον Πανταγιά. Διότι δεν αρκεί η ευόδωση της επικοινωνιακής ορθολογικότητας, το έχουμε ξαναπεί. Δεν φτάνει να εξηγούμε τη σχέση ενός υποκειμένου που γνωρίζει, με ένα κόσμο συμβάντων, ούτε έχει τόση σημασία για την επικοινωνία το επιχείρημα, όσο ο τρόπος. Διότι η επικοινωνία και στην πολιτική, συντελείται με όρους θεατρικούς. Αλλά αν ο ορθολογιστής Σημίτης αποκτούσε μια αισθητική αντίληψη της Ιστορίας α λα Μπένγιαμιν, τι θα έκανε ο εκπεσών του Άγγελος τον οποίον η θύελλα από τη μεριά του Παραδείσου -«ό,τι ονομάζουμε πρόοδο»- τον καθηλώνει στην επιφυλλιδογραφική του θεολογία; Ό,τι και τα “εξαπτέρυγα”;

Στη συζήτηση που είχε ο Habermas με τον Axel Honneth, εκεί που ο φίλος του Σημίτη τον παρακινεί «να προκαλέσουν σοκ στις μαρξιστικές καρδιές τους, διότι ο καπιταλισμός ήταν μια πλήρης επιτυχία, τουλάχιστον στον χώρο της υλικής αναπαραγωγής», ο Honneth του αντιλέγει με τα ακόλουθα:

«Λόγω του τρόπου με τον οποίο στήνεται το εννοιακό σας πλαίσιο, η ανάλυση που κάνετε στο παρόν, περιορίζεται στην αντίληψη οριζόντιων τριβών μέσα στο κοινωνικό σύστημα. Δηλαδή τριβών ανάμεσα στους βιόκοσμους και στα ενσωματωμένα με συστηματικό τρόπο επιμέρους συστήματα. Αντίθετα, οι διαστάσεις μιας κάθετης ανάλυσης δεν λαμβάνονται υπόψη σχεδόν καθόλου -αν και όχι αναγκαία, γιατί εύκολα μπορώ να φανταστώ ότι θα μπορούσε κανείς να ξαναεπεξεργαστεί την μαρξιστική ταξική θεωρία με τις δικές σας κατηγορίες, καθηγητά Habermas, με έναν τρόπο που θα αποκάλυπτε για την κοινωνική πραγματικότητα περισσότερα απ’ όσα μπορεί να βρεθούν στις εφημερίδες».»