Η προεκλογική εκστρατεία ολοκληρώνεται με κρεσέντο ξεκατινιάσματος. Δεν με εκπλήσσει. Η χασούρα είναι κακός σύμβουλος κι ο εκνευρισμός ακόμη χειρότερος.

Ξέρετε τι με εκπλήσσει;

Οτι τόσους μήνες πολιτικής αντιπαράθεσης (ουσιαστικά από πέρυσι το καλοκαίρι) οι μνηστήρες της εξουσίας τούς έζησαν τσαλαβουτώντας άγαρμπα στα γεγονότα. Χωρίς καμία σταθερή ιδέα για τα πράγματα.

Συγγνώμη, λάθος μου. Με μοναδική σταθερή ιδέα ότι «ο Μητσοτάκης γ@μιέτ@ι».

Το είπαν σε όλους τους τόνους και μάλιστα χωρίς να προσθέσουν κάτι περισσότερο.

Από την πανδημία έως τις υποκλοπές κι από τις πυρκαγιές έως τα Τέμπη, η αντιπαράθεση εξελίχθηκε σε ένα συνεχές ξεκατίνιασμα για φυλακές, διώξεις, εγκλήματα, ενόχους, πρακτοριλίκια και προανακριτικές χωρίς αντικείμενο.

Το οποίο δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι έφερε τον Μητσοτάκη σε δύσκολη θέση.

Την Κυριακή θα δούμε φυσικά αν τα γεγονότα αρκούν για να κάνεις πολιτική. Αν δηλαδή το ξεκατίνιασμα θα αποδειχτεί πειστικό ή αν θα πάει κουβά.

Μπορεί να συμβεί το ένα. Μπορεί και το άλλο. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου στην πολιτική – ακόμη και τον Γεωργούλη…

Γι’ αυτό και μόνη πυξίδα σε ταραγμένους καιρούς είναι μια επιλογή πολιτισμού. Με όλες τις έννοιες που τον προσδιορίζουν στην καθημερινότητά του. Αγωγή, ευγένεια, αισθητική, καλλιέπεια, παιδεία, μεγαλοσύνη.

Συνεπώς ανάμεσα στον Διονύση Σαββόπουλο και τον υπόνομο του «αριστερού» Διαδικτύου δεν επιλέγουμε πλευρά. Επιλέγουμε πολιτισμό.

Και ο πολιτισμός είναι ακριβώς εκεί που δεν είναι ο Πολάκης. Τόσο απλό.

Διότι σε τελευταία ανάλυση οι εκλογές, οι παρατάξεις κι οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται. Ο πολιτισμός του Διονύση όμως θα υπάρχει κι όταν θα έχουμε όλοι εξαφανιστεί.

Να πω λοιπόν ότι ξαφνιάστηκα από το ξεκατίνιασμα; Δεν θα το πω. Πολύ φοβούμαι ότι έχει εξελιχθεί σε προνομιακή εκδοχή κάθε είδους αντιπαράθεσης.

Είναι στο χέρι μας όμως να το απορρίψουμε. Στο κάτω κάτω ο καθένας μπορεί να ψηφίζει όποιον θέλει, μπορεί να πιστεύει ό,τι νομίζει, μπορεί να εκλέγει όποιον επιθυμεί.

Δημοκρατία έχουμε, την καλύτερη που είχαμε ποτέ, την πληρέστερη που γίνεται, σε σημείο που ακόμη κι η βλακεία ασκείται ανεμπόδιστα.

Κανείς όμως δεν έχει δικαίωμα να μεταβάλλει τον καθημερινό πολιτισμό μας σε διαγωνισμό αλητείας. Διότι ούτε είμαστε, ούτε θέλουμε να γίνουμε αληταριό.

Με τον Διονύση, λοιπόν. Αδιαπραγμάτευτα. Οχι επειδή συμφωνούμε, δεν χρειάζεται καν να συμφωνούμε.

Αλλά επειδή χρειαζόμαστε μια πυξίδα σε ταραγμένους καιρούς. Κι επειδή βαδίζουμε μαζί στην πορεία που κάνει τον τόπο μας να βαδίζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια.