Η Τουρκία έχει μπει πλέον στην τελική ευθεία, με λιγότερο από μία εβδομάδα να απομένει μέχρι την προσφυγή στις κάλπες.

Οι δύο βασικοί μονομάχοι, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, έχουν επιδοθεί σε μία μάχη -κυρίως εντυπώσεων και υποσχέσεων. Και όπως είναι αναμενόμενο μεγάλο μέρος των εξαγγελιών αφορά στην οικονομία.

Ωστόσο, η αγορά φαίνεται ότι δεν πείθεται: διαχειριστές κεφαλαίων προειδοποιούν ότι θα είναι ένα επίπονο και δύσκολο έργο η ανοικοδόμηση της οικονομίας της Τουρκίας και η ανάκτηση της αξιοπιστίας μεταξύ των ξένων επενδυτών, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα κερδίσει τις εκλογές της 14ης Μαΐου.

Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Politico που αναφέρει χαρακτηριστικά: «Μη ζηλεύετε όποιον κερδίσει τις εκλογές στην Τουρκία. Ο νικητής θα μπορούσε αμέσως να βγει εκτός οικονομικής πορείας από τους ισχυρούς ανέμους».

Από τη άνθιση στον μαρασμό

Κατά την πρώτη δεκαετία της 20χρονης διακυβέρνησής του, όπως αναφέρει ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, ο Ερντογάν οδήγησε τη χώρα σε μια οικονομική άνθηση -καθοδηγούμενη εν μέρει από κατασκευαστές και εξαγωγείς από τις συντηρητικές περιοχές της Ανατολίας που υποστήριζαν το κυβερνών Κόμμα του AKP- μετατρέποντας την Τουρκία σε μια από πλέον αναπτυσσόμενες αναδυόμενες αγορές. Η ισχυρή ανάπτυξη — με μέσο όρο άνω του 7% ετησίως μεταξύ 2002 και 2007 — ήταν κάποτε το πιο περήφανο καύχημα του Ερντογάν.

Κατά τη δεύτερη δεκαετία της διακυβέρνησής του, η ιστορία ήταν ακριβώς το αντίθετο, καθώς ο πρόεδρος πήρε τον απόλυτο έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και επέμενε στην ανορθόδοξη θεωρία του ότι τα υψηλά επιτόκια προκαλούν πληθωρισμό. Οι τιμές αυξάνονται ανεξέλεγκτα και οι συζητήσεις για το κόστος των βασικών προϊόντων, από τα κρεμμύδια μέχρι τα αγγούρια , κατέχουν εξέχουσα θέση ενόψει των εκλογών.

Μεταρρυθμίσεις

Ο Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος ηγείται ενός συνασπισμού έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, έχει δεσμευτεί να πραγματοποιήσει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια τα οποία έχουν εγκαταλείψει μαζικά τη χώρα την τελευταία δεκαετία. Και ο Ερντογάν προσπαθεί να διαβεβαιώσει ότι η Τουρκία μπορεί να είναι «μεγάλη ξανά».

Και μπορεί τα funds να υποστηρίζουν ότι χρειάζεται αλλαγή στη χώρα, αρκετοί προειδοποιούν ότι, ακόμη και αν κερδίσει η αντιπολίτευση, οι επενδυτές θα παραμείνουν στο περιθώριο μέχρι ο συνασπισμός να δείξει ότι μπορεί να επιφέρει διαρκή αλλαγή.

Η Τουρκία έχει «ένα σωρό μεταβλητές που βρίσκονται στο λάθος μέρος και θα είναι τρομερά δύσκολο να τις βρεις στη σωστή θέση», σχολίασε ο Πολ ΜακΝαμάρα, διευθυντής επενδύσεων με επίκεντρο τις αναδυόμενες αγορές στο fund manager GAM στο Λονδίνο. «Είναι τα λεφτά εκεί έξω; Απολύτως ναι. Θα βιαστεί πολύ ο κόσμος να τα βάλει; Δεν νομίζω».

Τα erdoganomics

Οι αντισυμβατικές οικονομικές πολιτικές του Ερντογάν, τα γνωστά Erdoganomics, συμπεριλαμβανομένης της μακροχρόνιας άρνησης για την αύξηση των επιτοκίων, βοήθησαν να εκτοξευθεί ο πληθωρισμός σε πάνω από το 85% τον Οκτώβριο, ενώ η λίρα έχει πέσει σχεδόν 60% τα τελευταία δύο χρόνια σε ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου.

Οι ανησυχίες για την οικονομική τροχιά της Τουρκίας και ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός μέτρων για την ανακούφιση της πίεσης στη λίρα έχουν προκαλέσει τη φυγή των επενδυτών. «Πρόκειται για μια αγορά που έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί εντελώς από τους ξένους», δήλωσε ο Εμρέ Ακτσακμάκ, ανώτερος σύμβουλος στην East Capital, ειδικός διαχειριστής κεφαλαίων αναδυόμενων αγορών.

Λιγότερο από το 1% του εγχώριου δημόσιου χρέους της Τουρκίας ανήκει σε ξένους, από περίπου 25% πριν από μια δεκαετία. Και σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, το τραπεζικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των εγχώριων τραπεζών και των τουρκικών θυγατρικών ξένων δανειστών, κατέχει πλέον σχεδόν το 80% του τοπικού κρατικού χρέους από λιγότερο από 50% το 2013.

Ανάλογη είναι η εικόνα και στην τουρκική κεφαλαιαγορά, όπου -σύμφωνα με την Goldman Sachs- οι διεθνείς επενδυτές έχουν αποσύρει 7,3 δισ. δολάρια την τελευταία δεκαετία.

Ο Ακτσακμάκ υπογράμμισε ότι Τουρκία πλησιάζει σε ένα «σημείο κατάρρευσης» υπό τις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες, ιδιαίτερα από τη στιγμή που τα συναλλαγματικά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας έχουν «σχεδόν εξαντληθεί».

Τα αποθεματικά

Στην προσπάθειά της να στηρίξει τη λίρα από τη βουτιά, η κεντρική τράπεζα της χώρας έχει εξαντλήσει τα αποθεματικά της. Τα καθαρά ξένα περιουσιακά στοιχεία έχουν μειωθεί κατά 10 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ορισμένοι αναλυτές αναμένουν ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε να στραφεί προς μια πιο συμβατική οικονομική πολιτική εάν κερδίσει τις εκλογές. Αυτή η εικασία ενισχύθηκε από το πρόσφατο φλερτ του προέδρου με τον Μεχμέτ Σιμσέκ, πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης που έχαιρε καλής εκτίμησης από ξένους επενδυτές αλλά αποχώρησε από την κυβέρνηση το 2018 όταν ο Ερντογάν τοποθέτησε τον γαμπρό του ως υπουργό Οικονομικών.

«Εάν [ο Ερντογάν] αλλάξει την άποψή του και υιοθετήσει μια πιο συμβατική πολιτική, θα γίνει αποδεκτός», είπε χαρακτηριστικά στους Financial Times ένας υψηλόβαθμος τραπεζίτης των κεφαλαιαγορών σε μεγάλη τράπεζα της Wall Street, προσθέτοντας ότι εάν κερδίσει ο Ερντογάν, μπορεί να «συνειδητοποιήσει ότι τώρα είναι η στιγμή που μπορεί να αλλάξει πολιτική και να προσελκύσει εκ νέου ξένα κεφάλαια».

Ο Κιλιτσντάρογλου, είπε στους Financial Times τον περασμένο μήνα ότι μία από τις προτεραιότητές του θα ήταν η αναστροφή της οικονομίας της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας και όχι του τρέχοντος συστήματος στο οποίο ο Ερντογάν ελέγχει αποτελεσματικά την πολιτική επιτοκίων.

Αύξηση στα επιτόκια

Οι επενδυτές ανησυχούν ότι μια μεγάλη προσαρμογή της πολιτικής, αν και σημαντική μακροπρόθεσμα, θα είναι επώδυνη βραχυπρόθεσμα. Πολλοί επενδυτές εκτιμούν ότι το επιτόκιο αναφοράς της Τουρκίας θα χρειαστεί να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου από 8,5% σήμερα σε έως και 40% προκειμένου να δείξει ότι η χώρα καταβάλλει αξιόπιστη προσπάθεια να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Μια αύξηση των επιτοκίων αυτού του μεγέθους θα πυροδοτούσε ένα μεγάλο ξεπούλημα στην εγχώρια αγορά ομολόγων της Τουρκίας, και αυτό θα μπορούσε να έχει επιπλέον επιπτώσεις για τις επενδύσεις βραχυπρόθεσμα.

Η κυβέρνηση Ερντογάν βασίζεται επίσης όλο και περισσότερο σε άλλα εργαλεία για τη σταθεροποίηση της λίρας, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής ειδικών λογαριασμών ταμιευτηρίου το 2021 που αποζημιώνουν τους καταθέτες εάν η λίρα αποδυναμωθεί έναντι των ξένων νομισμάτων. Αυτοί οι λογαριασμοί έχουν 102 δισ. δολάρια, σύμφωνα με την τουρκική ρυθμιστική αρχή τραπεζών, και οι οικονομολόγοι λένε ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μεγάλο κίνδυνο για τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης εάν η λίρα υποτιμηθεί γρήγορα, καθώς οι καταθέτες θα αποζημιωθούν σε περίπτωση πτώσης του νομίσματος.

Διαφωνίες

Ο Έρολ Ταϊμάζ, καθηγητής οικονομικών στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο Μέσης Ανατολής στην Άγκυρα, δήλωσε ότι αμφιβάλλει ότι μια νέα κυβέρνηση Ερντογάν «θα είχε το έμπειρο και εξειδικευμένο προσωπικό που μπορεί να λύσει αυτά τα προβλήματα με το λιγότερο κόστος».

«Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η νέα κυβέρνηση θα εγκαταλείψει τις τρέχουσες πρακτικές της που οδήγησαν σε προβλήματα ανάπτυξης. Η τρέχουσα υπερβολικά συγκεντρωμένη δομή διακυβέρνησης ενισχύει επίσης αυτά τα προβλήματα. Δεν έχει νόημα να κάνουμε το ίδιο πράγμα και να περιμένουμε διαφορετικό αποτέλεσμα».