23 Μαρτίου 1821, η Καλαμάτα γίνεται η πρώτη πόλη στον ελλαδικό χώρο που αποτινάσει τον τουρκικό ζυγό, και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί να «πέσει» ούτε βόλι.

Βρισκόμαστε στις πρώτες ημέρες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και ο βοεβόδας (διοικητής) της τουρκοκρατούμενης ως εκείνη την ημέρα Καλαμάτας, Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου, παρέδωσε, άθελα του, αμαχητί την πόλη στους Έλληνες επαναστάτες.

Το σύνθημα για την επανάσταση είχε ήδη δοθεί και ο Αρναούτογλου είχε αντιληφθεί ύποπτες κινήσεις από την πλευρά των Ελλήνων.

Υπενθυμίζουμε πως ήδη από τις 24 Φεβρουαρίου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έχει κηρύξει από τη Μολδοβλαχία την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και λίγες ημέρες αργότερα η φλόγα αυτή ξεπηδά και στον ελλαδικό χώρο.

Παγίδα

Έτσι στις 17 Μαρτίου, Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί και πρόκριτοι της Μάνης υψώνουν στην Τσίμοβα (σημερινή Αρεόπολη), τη σημαία της Επανάστασης. Την ίδια ημέρα ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία της επανάστασης στο Βουκουρέστι, ενώ σύμφωνα με πολλές ιστορικές πηγές, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τα άρματα των επαναστατών και το λάβαρο της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα.

Όσα όμως έχουν συμβεί στις 17 Μαρτίου, ο Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου τα αγνοεί και  θέλοντας να αντιμετωπίσει τις ύποπτες κινήσεις Ελλήνων στην περιοχή του ζητά τη βοήθεια των προκρίτων της Μάνης αγνοώντας.

Έτσι χωρίς καλά καλά να το καταλάβει ο Αρναούτογλου είδε την Καλαμάτα να περικυκλώνεται από χιλιάδες ένοπλους Έλληνες.

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 28.10.1930, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει ο Σπύρος Μελάς  στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 28ης Οκτωβρίου 1930:

«Ο ίδιος ο βοεβόδας προσκάλεσε επίσημα το Μαυρομιχάλη μ’ όλη τη δύναμί του στην Καλαμάτα, να τον βοηθήση να χτυπήση τους “κλέφτες” που είχαν συναχθή στον Προφήτην Ηλία και φοβέριζαν την πολιτεία.

»Ήταν πανηγύρι αληθινό η εκστρατεία. Το άνθος της Μάνης ξεκίνησε, δύο χιλιάδες αρματωμένοι μ’ όλους τους οπλαρχηγούς τους. Όλες η μεγάλες φαμίλιες: Οι Μαυρκομιχάληδες, οι Καπετανάκηδες, οι Χρηστέηδες, οι Κουμουντουράκηδες, οι Κυβέλλοι. Και προ πάντων οι δυνατοί Τρουπάκηδες ή Μούρτζινοι».

Το άστρο του Κολοκοτρώνη

Ανάμεσα στο ένοπλο αυτό πλήθος ξεχώριζε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

«Στο δικό του μπουλούκι άστραφτε κι η μορφή του Κολοκοτρώνη: Ήταν πολεμικώτατη εμφάνισι με το κράνος, τη φλογάτη στολή του συντάγματος του δούκα της Υόρκης, την ώμορφη σέλα του, καλά σφιγμένη στο καμαρωτό άλογο που τούδωσε ο Μούρτζινος.

»Τα ψαρά μαλλιά του έπεφταν κυματιστά στους ώμους, το μάτι του έλαμπε, χαρούμενο κι ανυπόμονο, κάτω από το πυκνό φρύδι. Αέρας ασφάλειας και ήρεμης επιβολής φύσαγε απ’ όλη τη μορφή του. Πλάι του, ψηλός ξερακιανός, σβέλτος, ατσαλωμένος λεβεντονηός, καβαλλάρης, ο ανηψιός του Νικηταράς. Πριν ξεκινήσουν κάνουν μ’ ευλάβεια το σταυρό τους».

Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της άφιξης των ελλήνων επαναστατών στα  υψώματα γύρω από την Καλαμάτα, ο Κολοκοτρώνης δείχνει τις ηγετικές του προθέσεις και ικανότητες.

«Όταν ο βοεβόδας, ο Αρναούτογλου, στέλνει το μπουλούμπασή του, στους συναγμένους οπλαρχηγούς, να μάθη τι γυρεύουν, ο Αναγνωσταράς, κλέφτης παληός, βγάζει την πιστόλα να τον σκοτώση. Ο Κολοκοτρώνης τον γλυτώνει. Πρέπει να τελειώνουμε με τα κλέφτικα συνήθια. Εδώ αρχίζει πόλεμος εθνικός που πρέπει να σέβεται τους κήρυκες και τους απεσταλμένους».

Το πρωί της 23ης Μαρτίου, οι επαναστάτες εισήλθαν στην Καλαμάτα και ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ζητά από τον Αρναούτογλου να παραδοθεί. Ο τούρκος αγάς αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε καμία δυνατότητα αντίστασης παρέδωσε στους επαναστάτες, με πρωτόκολλο, την πόλη και τον τουρκικό οπλισμό.

Την ίδια ημέρα, μπροστά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, οι ιερείς ευλόγησαν τα επαναστατικά λάβαρα και όρκισαν τους αγωνιστές.

Το συμβούλιο των οπλαρχηγών

Εκεί όμως που θα γίνει ξεκάθαρος σε όλους τους οπλαρχηγούς ο ρόλος που θα έπαιζε ο Κολοκοτρώνης στην επανάσταση που μόλις ξεκινούσε, ήταν το μεγάλο συμβούλιο των οπλαρχηγών που έγινε στην Καλαμάτα για να σχεδιαστεί η μετέπειτα στρατηγική που θα ακολουθούσαν οι επαναστάτες.

«Ο Μαυρομιχάλης και οι άλλοι αρχηγοί άρχισαν να υποστηρίζουν τη γνωμή ότι έπρεπε να χτυπήσουν τα κάστρα της Μεσσηνίας, πρώτα να τα πολιορκήσουν, να τα πάρουν κι ύστερα να τραβήξουν για την Τριπολιτσά.

»Τότε ο Κολοκοτρώνης έδειξε πως είχε μυαλό στρατηγού κι ένοιωθε από πόλεμο. Τους είπε αμέσως ότι αυτός ο αγώνας στα άκρα ήταν, βέβαια, πιο εύκολος, γιατί θ’ απαντούσε μικρότερη αντίστασι, αλλά πολύ επικίνδυνος από γενικώτερη άποψι:

Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σηκώνει τη σημαία της επανάστασης στη Μάνη

Τα φρούρια ή την Τριπολιτσά;

»Θ’ απασχολούσε πολλούς στρατιώτες η πολιορκία των μεσσηνιακών κάστρων, ενώ με μικρές δυνάμεις θα μπορούσαν απλώς να τα επιτηρούν. Αν σκόρπιζαν τώρα τα στρατεύματα, τούς είπε, για να πολιορκήσουν αυτά τα κάστρα, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς, ελεύθεροι και αστενοχώρητοι, θα μπορούσαν να μεταφέρουν στρατό, από το κέντρο αυτό, σ’ όποιο σημείο του Μωρηά ήθελαν και όχι μόνο να λύσουν μία-μια της πολιορκίες των κάστρων της Μεσσηνίας, αλλά και να σβύσουν ολότελα την επανάστασι.

»Τους είπε ακόμα ότι αν πολιουρκούσαν την Τριπολιτσά, θα ήταν, βέβαια, η δουλειά τους δυσκολώτερη, αλλά θα κρατούσαν το Μωρηά ελεύθερο, περιορίζοντας εκεί τους Τούρκους. Ότι τ’ άλλα φρούρια δε θάχαν να περιμένουν βοήθεια και θάπεφταν ευκολώτερα και ότι τέλος από την Τριπολιτσά θα μπορούσαν να διευθύνουν καλλίτερα τον αγώνα σ’ όλο το Μωρηά»

Καλούσε δηλαδή ο Κολοκοτρώνης τους οπλαρχηγούς να ξεκινήσουν τον αγώνα επιχειρώντας να καταφέρουν άμεσα ένα ισχυρό πλήγμα στην κεντρική αρτηρία των Οθωμανών στην Πελοπόννησο, την Τριπολιτσά. Οι περισσότεροι όμως οπλαρχηγοί διαφώνησαν.

«Δεν τον ένοιωθαν. Υποστήριζαν μ’ επιμονή την ιδέα τους, να χτυπήσουν πρώτα τα μεσσηνιακά φρούρια. Είτε γιατί αλήθεια φοβόντουσαν μη βάλουν οι Τούρκοι της Μεσσηνίας μαχαίρι στους πληθυσμούς.

»Είτε γιατί προτιμούσαν προχειρότερα, γειτονικώτερα λάφυρα. Είτε γιατί δεν ήθελαν να παραδεχθούν τη γνώμη του για πιο σωστή, για να μη του δώσουν έτσι μεγάλο κύρος».

Ξεκινούσε έτσι η πρώτη μεγάλη διαμάχη μεταξύ του Κολοκοτρώνη και των υπόλοιπων οπλαρχηγών για το ποια στρατηγική θα ακολουθούσαν οι Έλληνες. Μια διαμάχη στην οποία ο Κολοκοτρώνης δεν είχε σκοπό να κάνει πίσω.

– Αν μου δώσετε βοήθεια, από τούτο το στράτευμα, πάει καλά!
Ειδεμή φεύγω μονάχος μου για το κέντρο!»