Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η ανάπτυξη της πανεπιστημιακής έρευνας και τεχνολογίας και η σύνδεσή της με την παραγωγή συντελούν καίρια στην οικονομική ανάπτυξη και στον καλύτερο διεθνή καταμερισμό εργασίας μιας χώρας. Πέραν τούτου, είναι αυτονόητο ότι η ανάπτυξη της έρευνας οδηγεί σε αναβάθμιση των γνωστικών αντικειμένων και της διδασκαλίας.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες προτάθηκαν τέσσερες νόμοι για την οργάνωση των ελληνικών πανεπιστημίων (αριθμός-ρεκόρ για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) και όμως δεν παρατηρήθηκε κάποια σημαντική βελτίωση στα ελληνικά πανεπιστήμια (ΕΠ). Τουναντίον, ο ένας νόμος αναιρούσε τον άλλον και παρ’ όλο που κάποιοι νόμοι είχαν θετική κατεύθυνση, είτε δεν εφαρμοστήκαν είτε δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα όσον αφορά την προώθηση της έρευνας και την αναβάθμιση των ΕΠ. Χώρες όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία φαίνεται να τα έχουν καταφέρει πολύ καλύτερα από μας, με βάση πολλούς δείκτες πανεπιστημιακής έρευνας και καινοτομίας

Συγκρίνοντας με τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς έλλειψη σημαντικών κανόνων και κινήτρων προώθησης της έρευνας σε όλους τους νόμους που κατατέθηκαν για τα ΕΠ. Παρακάτω, αναφέρουμε κάποιους από τους κανόνες αυτούς, που ισχύουν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Χαρακτηριστικά, για να δοθεί χρόνος για έρευνα, οι ώρες διδασκαλίας και διοικητικού φόρτου των μελών διδακτικού ερευνητικού προσωπικού (ΔΕΠ) είναι λιγότερες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια από τα ελληνικά σε όλες τις βαθμίδες. Ιδιαίτερα, αυτό συμβαίνει για τους επίκουρους καθηγητές που δεν έχουν μονιμότητα και τα κριτήρια προαγωγής σε ανώτερες βαθμίδες απαιτούν έρευνα και δημοσιεύσεις σε υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκά περιοδικά (τουλάχιστον στις απαιτήσεις αυτές οι ελληνικοί νόμοι είναι αντίστοιχοι των ευρωπαϊκών, παρ’ όλο που οι μισθοί στα πανεπιστήμιά μας υστερούν σημαντικά).

Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα τα μέλη ΔΕΠ μέσω ερευνητικών projects (π.χ., ευρωπαϊκά προγράμματα horizon ή κρατικά) να αντικαταστήσουν τον διδακτικό φόρτο τους με ερευνητικό και επίβλεψη περισσοτέρων διδακτορικών, χρησιμοποιώντας εξωτερικούς συνεργάτες για διδασκαλία των μαθημάτων τους, φυσικά, κάτω από την επίβλεψή τους. Ακόμη και εντός των τμημάτων, η κατανομή φόρτου διδασκαλίας είναι συνάρτηση της παραγόμενης έρευνας και παρέχεται σημαντική ευελιξία.

Στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ένα μέρος του διδακτικού φόρτου των μελών ΔΕΠ καλύπτει μεταπτυχιακή διδασκαλία. Αυτό κάνει βιώσιμα τα μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα, ειδικά στο γνωστικό αντικείμενο και τη βασική ερευνητική περιοχή του κάθε τμήματος. Διαφορετικά, το κόστος οργάνωσης και λειτουργίας των μεταπτυχιακών σπουδών θα πρέπει να το φέρουν αποκλειστικά οι σπουδαστές ή να επιβαρύνονται τα μέλη ΔΕΠ με επιπρόσθετη διδασκαλία, απομακρύνοντάς τα ακόμα περισσότερο από τα ευρωπαϊκά επίπεδα. Με τον νέο νόμο, η υποχρεωτική διδασκαλία των μελών ΔΕΠ αφορά αποκλειστικά προπτυχιακά προγράμματα με κίνδυνο να κλείσουν μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα βασικής έρευνας, πράγμα που αντιτίθεται στο πνεύμα του τρέχοντος νομοσχεδίου. Αυτό θα αποτελέσει πλήγμα για την τροφοδότηση της έρευνας και τεχνολογίας σε πολλούς τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Οι δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά κύρους αποτελούν σημαντικό παράγοντα εξωστρέφειας και αναγνώρισης των ΕΠ διεθνώς. Αυτές ανταμείβονται, ξεχωριστά, σε πολλές χώρες βάσει κριτηρίων (υπάρχουν διεθνείς λίστες κατάταξης και βάσεις όπως η Scopus). Αυτό γίνεται είτε με την παροχή ερευνητικών παροχών (π.χ. βραβεία) είτε μέσω πρόσθετων μόνιμων αμοιβών από ιδιωτικούς πόρους των πανεπιστημίων, ή δημόσιους που λαμβάνουν κατόπιν διαφανούς αξιολόγησης της ερευνάς τους. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, μεταξύ άλλων χωρών, αποτελούν τα πανεπιστήμια της Βρετανίας, της Ελβετίας ή/και της Πορτογαλίας. Ο νέος νόμος θα πρέπει να προβλέπει τέτοιες διαδικασίες. Η συμβολή της πολιτείας στην κατεύθυνση αυτή δεν αναμένεται να είναι σημαντική τα επόμενα χρόνια λόγω δημοσιονομικού βάρους. Οπότε, τα ίδια τα ΕΠ θα πρέπει να αναζητήσουν ίδιους πόρους για να ανταμείψουν και να επιβραβεύσουν τις ερευνητικές προσπάθειες των μελών ΔΕΠ τους. Σε πολλές χώρες, τα συμβούλια διοίκησης έχουν ως κύριο σκοπό αυτό. Με τον τρόπο αυτό, τα ΕΠ θα μπορέσουν επίσης να προσελκύσουν καταξιωμένους καθηγητές της αλλοδαπής.

Η πολιτεία θα μπορούσε επίσης να επιτρέψει σημαντική ανταμοιβή για την έρευνα μέσω προγραμμάτων ΕΣΠΑ και ΕΛΙΔΕΚ, ανάλογη της ποιότητας και ποσότητας των παραγόμενων δημοσιεύσεων των μελών ΔΕΠ. Η παρότρυνση των μελών ΔΕΠ στην αναζήτηση ερευνητικών προγραμμάτων έχει πολλαπλά οφέλη, όχι μόνο για την εξωστρέφεια των πανεπιστημίων και την προαγωγή της έρευνας και της τεχνολογίας, αλλά και για την απασχόληση και την προσέλκυση σημαντικού αριθμού νέων επιστημόνων.

Σημαντικό κίνητρο για την προαγωγή της έρευνας είναι και η προαγωγή μελών ΔΕΠ σε ανώτερες βαθμίδες και ιδιαίτερα η μονιμοποίηση μελών ΔΕΠ. Σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (δες π.χ. Κύπρο) οι διαδικασίες εσωτερικής προαγωγής των μελών ΔΕΠ διαφέρουν από εκείνες πρόσληψης νέων μελών και μάλιστα βασίζονται σε αυστηρότερα κριτήρια όσον αφορά τις δημοσιεύσεις, την εύρεση ερευνητικών κονδυλίων και τη διδασκαλία. Επίσης, μόνο μέλη ΔΕΠ πλήρους απασχόλησης μπορούν να προαχθούν σε άλλη βαθμίδα, λαμβάνοντας υπόψη επίσης και τη διοικητική τους συνεισφορά στο πανεπιστήμιο. Διαφορετικά, δημιουργούνται αντικίνητρα. Η διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης μελών ΔΕΠ βασίζεται σε σύντομες και λιγότερο γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Εν κατακλείδι, για να ανθίσει η έρευνα στα ελληνικά πανεπιστήμια χρειάζεται να ακολουθήσουμε επιτυχημένους κανόνες; δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Αρκεί να ακολουθήσουμε τις βέλτιστες πρακτικές και κανόνες ευρωπαϊκών και διεθνώς αναγνωρισμένων πανεπιστημίων με παράδοση στην έρευνα. Θα πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στα κίνητρα και να περιοριστεί στο ελάχιστο η γραφειοκρατία.

Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο University of Liverpool (UK).

Ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Ο κ. Ηλίας Τζαβαλής είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.