Του James Tapper
Από όλα τα μυστήρια της Αρχαίας Ρώμης, το σίλφιο είναι ανάμεσα σε αυτά που προκαλούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αντιπροσώπευε ένα μυρωδικό, ένα τονωτικό, αλλά και ένα φίλτρο αγάπης και οι Ρωμαίοι λάτρευαν το συγκεκριμένο βότανο όπως εμείς τη σοκολάτα.
Το χρησιμοποιούσαν ως άρωμα, ως φάρμακο και ως αφροδισιακό, ενώ το είχαν μετατρέψει και σε καρύκευμα το οποίο αποτελούσε συστατικό σχεδόν κάθε πιάτου. Η αξία του θεωρούνταν τόσο μεγάλη ώστε ο Ιούλιος Καίσαρας είχε αποθηκεύσει πάνω από μισό τόνο στο θησαυροφυλάκιό του.
Το σίλφιο, όμως, εξαφανίστηκε σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, την εποχή του Νέρωνα, με αποτέλεσμα οι αιτίες να αναζητούνται από 2.000 χρόνια. Τώρα, όμως, οι ερευνητές θεωρούν ότι το συγκεκριμένο βότανο αποτέλεσε το πρώτο θύμα της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής – μια προειδοποίηση, ταυτόχρονα, πως πρέπει να αντλήσουμε τα διδάγματα από την περίπτωση του σιλφίου ώστε να μην κινδυνέψουμε να χάσουμε φυτά που αποτελούν τη βάση πολλών γεύσεων και αρωμάτων της εποχής μας.
Ο Πολ Πολάρο και ο Πολ Ρόμπερτσον, από το πανεπιστήμιο του Νιου Χάμσαϊρ, ισχυρίζονται ότι η έρευνά τους αποδεικνύει πως η αστική ανάπτυξη και η συνακόλουθη αποψίλωση των δασών άλλαξαν το τοπικό μικροκλίμα στις περιοχές όπου ευδοκιμούσε το σίλφιο. «Οσο και αν καλλιεργούσαν, θα εξαφανιζόταν ούτως ή άλλως από τη στιγμή που το κλίμα άλλαζε», τονίζουν.
Το σίλφιο, σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται πως ανήκει σε μια κατηγορία φυτών που στις μέρες μας περιλαμβάνουν τον μάραθο και ένα άλλο μπαχαρικό (asafoetida) που χρησιμοποιείται πολύ συχνά στην ινδική κουζίνα. Φύτρωνε δε και αναπτυσσόταν μόνο σε μια περιορισμένη ζώνη γης, πλάτους 30 και μήκους 200 χιλιομέτρων στην περιοχή της Κυρηναϊκής, εκεί που βρίσκεται σήμερα η Λιβύη.
Οι αρχαίοι Ελληνες, οι οποίοι αποίκησαν τη βόρεια Αφρική περίπου το 630 π.Χ. προσπάθησαν επί αιώνες να καλλιεργήσουν το σίλφιο, αποτυγχάνοντας. «Αναφέρονταν στη σύγχυση και την οργή που τους προκαλούσε η προσπάθεια μεταφύτευσής του – γιατί δεν μεγαλώνει αυτό το ανόητο φυτό του σίλφιου, αναρωτιούνται. Η ουσία είναι ότι υπήρχαν κάποιες συγκεκριμένες απαιτήσεις σε επίπεδο μικροκλίματος που δεν τους το επέτρεψαν», σημειώνει ο Ρόμπερτσον.
Οι διοικητές της Κυρηναϊκής είχαν θέσει όρια στις ποσότητες του σιλφίου που μπορούσε να καλλιεργηθεί και περιέφραξαν τις περιοχές όπου αναπτυσσόταν. «Φαίνεται πως γνώριζαν ότι απειλούνταν και, για τον λόγο αυτό, προσπάθησαν να το προστατεύσουν. Ολες οι τακτικές που εφάρμοσαν, όμως, αποδείχθηκαν ακατάλληλες, επειδή είχε αλλάξει το μικροκλίμα», διαπιστώνει ο Πολάρο.
«Δύσκολα μπορεί να υπερτιμηθεί η σημασία του σιλφίου, επειδή ειδικά οι Ρωμαίοι είχαν πάθει εμμονή με αυτό. Εφτιαχναν νομίσματα με αυτό στη μία πλευρά, ενώ στην άλλη υπήρχαν τα πρόσωπα του αυτοκράτορα ή του θεού», γράφει χαρακτηριστικά ο Πολάρο. Ο Ηρόδοτος, ο Θεόφραστος και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος είχαν επανειλημμένως γράψει γι’ αυτό. Ειδικά ο Πλίνιος το είχε χαρακτηρίσει ως ευεργετικό για τα δαγκώματα των σκύλων, το δηλητήριο των φιδιών και τις αιμορροΐδες. Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως αντισηπτικό και φυσικά ως αφροδισιακό.
Σημειώνεται ότι το σίλφιο ευδοκιμούσε στην πιο ξηρή περιοχή της Λιβύης που είχε μέτωπο προς τη θάλασσα, το οροπέδιο Jebel al-Akhdar, που ήταν μια εξαιρετικά γόνιμη περιοχή γεμάτη δάση. Ομως, οι εξαγωγές έφεραν πλούτο, κάτι το οποίο συνεπαγόταν και επέκταση.
Ετσι, τόσο οι Ελληνες όσο και οι Ρωμαίοι, οι οποίοι με τη σειρά τους κατέκτησαν την Κυρηναϊκή το 90 π.Χ., συρρίκνωναν τα δάση στην περιοχή προκειμένου να χτίσουν μεγαλύτερα και καλύτερα σπίτια και να καλλιεργήσουν γη για τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό. Η αποψίλωση των δασών επέδρασε σημαντικά στις βροχοπτώσεις, προκαλώντας μεγαλύτερες διαβρώσεις στις πλαγιές που φύτρωνε το σίλφιο – γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί και από τις ανασκαφές στη σπηλιά Haua Fteah, που βρίσκεται κοντά στη Βεγγάζη.
«Υπό μία έννοια, η αξία του ήταν και η αιτία της εξαφάνισής του. Χωρίς το σίλφιο, η οικονομία της Κυρηναϊκής δεν θα είχε αναπτυχθεί τόσο», σημειώνει ο Πολάρο.
Καφές, καρότα, ρύζι…
Το σίγουρο είναι πως η σύγχρονη κλιματική αλλαγή έχει ανάλογες επιπτώσεις. Για παράδειγμα, η asafoetida, που προέρχεται από ένα άγριο φυτό το οποίο ευδοκιμεί σε τμήματα του Αφγανιστάν και γειτονικών χωρών, μειώνεται σημαντικά εξαιτίας της αλλαγής του τοπικού κλίματος.
Η καθηγήτρια Μονίκ Σίμοντς λέει ότι ο καφές, τα καρότα και το ρύζι απειλούνται εξίσου. «Βασιζόμαστε σε περίπου 10-12 είδη για την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους της διατροφής μας», υποστηρίζει η Σίμοντς, η οποία εργάζεται στους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους του Λονδίνου, που συλλέγουν σπόρους άγριων ειδών για την «τράπεζα σπόρων» της χιλιετίας που ετοιμάζουν.
«Εάν δεν ερευνήσουμε και δεν συλλέξουμε τα άγρια είδη σπόρων, δεν θα διαθέτουμε τα αναγκαία αποθέματα προκειμένου να κάνουμε διασταυρώσεις στο μέλλον», προειδοποίησε η ίδια.