Στον Κόκκινο σταυρό (2018), το αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημα της Μαρίας Γαβαλά, που δικαίως επαινέθηκε σε ομόφωνη γραμμή από την κριτική, το κεντρικό θέμα είναι η θεσμικά κατοχυρωμένη εξόντωση των ψυχασθενών από το ναζιστικό καθεστώς στο όνομα της άμωμης υγείας και της φυλετικής καθαρότητας. Μια πρακτική η οποία θα διασταυρωθεί με μια δέσμη ιδεών (οργανικά ενοφθαλμισμένων στην αφήγηση) για την τέχνη της παραφροσύνης. Στον ανά χείρας Μικρό Γκοντάρ, η τέχνη κρατάει και πάλι την πρώτη θέση, αυτή τη φορά μέσω του Ζαν-Λικ Γκοντάρ και της Νουβέλ Βαγκ ή του Σινεμά-Βεριτέ, που έστρεψαν την κάμερά τους σε ένα είδος σχεδόν φυσικής πραγματικότητας, αποδιαρθρώνοντας τις μέχρι τότε συμβάσεις του γαλλικού κινηματογράφου.

Μαρία Γαβαλά

Ο μικρός Γκοντάρ

Εκδόσεις Πόλις, 2022, σελ. 336, τιμή 17,70 ευρώ

Η συγγραφέας περνά έτσι από τις γερμανικές θηριωδίες των Ναζί στον γαλλικό Μάη του 1968 και στο ταραγμένο πνεύμα της εποχής του: από τον πόλεμο της Αλγερίας και τη γενοκτονία του λαού της Μπιάφρα μέχρι τη σφαγή των αλγερινών διαδηλωτών στο Παρίσι κατά τη δεκαετία του 1960 και τις μεταπολεμικές αποικίες στην Αφρική της ίδιας περιόδου. Πρωταγωνιστές, ο νεαρός και εξόχως άπειρος ντοκιμαντερίστας Γκασπάρ Φιντέλ, ένα παιδί που αισθάνεται τριπλά εξόριστο στον τόπο του (χωρίς οικογενειακή ταυτότητα, κοινωνικά αποσυνάγωγος και με μια ασθένεια στα όρια της αναπηρίας), και η φοιτήτρια κινηματογράφου Λουκία Βακαρή, που φέρει βαρέως τη φυλάκιση του αριστερού θείου της στην Ελλάδα των συνταγματαρχών.

Ο μικρός Γκοντάρ αποτελεί, όπως και ο Κόκκινος σταυρός, ένα βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα με πληθώρα ιδεών (όχι μόνο πολιτικών, μα και καλλιτεχνικών) να κυκλοφορούν στις σελίδες του. Και εδώ δεν πρόκειται μόνο για τον Γκασπάρ, που αγωνίζεται να βάλει σε τάξη τους τρόπους και τις εικόνες μέσω των οποίων θα φτάσει σε έναν κινηματογράφο ικανό να συλλάβει και να απεικονίσει αδρά την ούτως ή άλλως θρυμματισμένη πολιτική του αλήθεια, αλλά και για τη Λουκία, που εστιάζει την προσοχή της, πέρα από τα πολιτικά κινήματα που υπερθερμαίνουν την καρδιά του φίλου της, στους πάσης λογής παραμερισμένους της γαλλικής πρωτεύουσας: στους φτωχούς και στους μετανάστες, στους άστεγους (πρωτίστως σ’ αυτούς), καθώς και στα παιδιά τα οποία οργώνουν τους δρόμους της μητρόπολης για μια πεντάρα ή για ένα κομμάτι ψωμί.

Αν το βιβλίο της Γαβαλά περιοριζόταν σε θεματικά στοιχεία όπως τα προηγούμενα, θα παρέμενε μια ερεθιστική ιστορικο-πολιτική προσέγγιση, αλλά δεν θα μπορούσε να διατηρήσει για πολύ το μυθιστορηματικό ενδιαφέρον του, θα του ήταν δύσκολο να δώσει σάρκα και οστά στον ιδεολογικό κόσμο των ηρώων του. Ευτυχώς, μόνο αυτό δεν συμβαίνει. Κατ’ αρχάς, επειδή η δράση τρέφεται κατά το σημαντικότερο μέρος της από τον έρωτα ανάμεσα στον Γκασπάρ και στη Λουκία, πολλώ δε μάλλον που ένας τέτοιος έρωτας αποδεικνύεται μάλλον μονομερής με τον Γκασπάρ να αδυνατεί να συγκεντρωθεί, λόγω προφανώς των πολιτικών ζητημάτων τα οποία τον βασανίζουν, στην αγάπη του, και τη Λουκία να βαδίζει προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.

Oντας, ωστόσο, αμφότεροι τέκνα μιας συγκυρίας που δεν επιτρέπει πολλές σταθμίσεις, ο Γκασπάρ και η Λουκία θα προτάξουν εν τέλει στον βίο τους το πολιτικό: εκείνος περιπετειώδης, αλλά και μονίμως ασταθής και μισοδιαλυμένος, εκείνη προσηλωμένη στη μνήμη του οικογενειακού παρελθόντος και στα δεινά της στρατοκρατούμενης πατρίδας. Και στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε, μαζί με την προσεκτική αισθηματοποίηση της δράσης (αισθηματοποίηση που αποφεύγει τον οποιονδήποτε δραματικό τόνο), τον δραματουργικά επιτυχή σχεδιασμό των χαρακτήρων. Κι όλα αυτά, χωρίς να καταλήξουν οι πολιτικές ιδέες και τα πολιτικά γεγονότα ένα συμπληρωματικό άθυρμα, ένα προσχηματικό φόντο, αλλά λειτουργώντας σαν υλικό που κατορθώνει το λογοτεχνικό ζητούμενο: τη σύζευξη ατομικού και συλλογικού σε ένα σύνολο που μεταμορφώνει την πολιτική σε πραγματική, γεμάτη πόρους ζωή και την Ιστορία σε ανθρώπινη μοίρα.