«Πώς μπορούμε να διασκευάσουμε αυτό τo θεατρικό έργο σε κινηματογραφική ταινία και να κρατήσουμε την αίσθηση του θεατρικού έργου; Αυτή ήταν η φιλοδοξία μας». Σε αυτό το ύψος έστησε τον πήχη ο Τζόελ Κοέν με τη διασκευή του «Μάκμπεθ» που έκανε για την πλατφόρμα της Apple.

Αποφάσισαν ότι ολόκληρο το έργο θα γυριζόταν σε στούντιο ηχοληψίας στο Λος Αντζελες. Το Σκωτσέζικο έργο – όπως αναφέρεται συχνά, μια και ο τίτλος του θεωρείται εξαιρετικά γρουσούζικος στον χώρο του θεάτρου. Πριν μπούμε στην ουσία του έργου και τα νέα που φέρνει στο επίπεδο της αναπαράστασης του μεγάλου βάρδου, νέα συγκλονιστικά που ερμηνεύουν με μια νέα ματιά την ακρασία, τον φόβο και την καχυποψία και τελικά το Μέγα Θέμα του έργου  αυτού: τον Φόνο.

Πριν ακόμη μπούμε στην ουσία, έχουμε όμως να αντιμετωπίσουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα: την αδυναμία προβολής μεγάλων κινηματογραφικών έργων στον φυσικό τους χώρο. Απευθύνθηκα στον φίλο κριτικό κινηματογράφου Γιάννη Σμοΐλη, μεγάλο φαν της ταινίας, που μου απάντησε: «Οι λόγοι που οι πλατφόρμες κερδίζουν διαρκώς έδαφος έναντι των κινηματογραφικών αιθουσών είναι σύνθετοι και αφορούν, εν πολλοίς, την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική συνθήκη εντός της οποίας βρεθήκαμε εξαιτίας της πανδημίας. Αν και μάλλον στενάχωρο, είναι ένα φαινόμενο κατανοητό σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο το να μην προβάλλονται στον φυσικό τους χώρο, την αίθουσα, οι ταινίες πολύ μεγάλων κινηματογραφικών δημιουργών (αφού μιλάμε για τους Κοέν, ενδεχομένως και των μεγαλύτερων στο αμερικανικό σινεμά αυτή τη στιγμή) αποτελεί κάτι σαν οντολογικό σφάλμα. Το «The Tragedy of Macbeth» φτιάχτηκε για να προβάλλεται στο κινηματογραφικό πανί. Οχι μόνο διότι η φωτογραφία του Bruno Delbonnel αποτελεί αυτόνομο έργο τέχνης του οποίου τη – θρησκευτικής υφής – μεγαλοπρέπεια αναπόφευκτα περιορίζουν οι διαστάσεις της μικρής οθόνης, αλλά γιατί η μεταφυσική αντάρα που δημιουργεί το αριστούργημα του Τζόελ Κοέν απαιτεί να απλωθεί και να καλύψει (σαν την ομίχλη που τυλίγει το έργο) τόπους και τοπία μεγαλύτερα απ’ το σαλόνι του σπιτιού σου. Η έκταση, εδώ, είναι κρίσιμης σημασίας μέγεθος».

Προσυπογράφω κάθε λέξη. Είδα το έργο σε οθόνη 12,5 ιντσών, με εξαιρετικό ήχο και υψηλή ευκρίνεια.

Εχω χρόνια να δω κινηματογραφικό έργο τέτοιας εικαστικής μεγαλοπρέπειας. Ο Τζόελ Κοέν δομεί τη γλώσσα του βάρδου με εικόνες, δημιουργώντας ένα τέτοιας μαγείας οπτικοακουστικό αποτέλεσμα που μας αναγκάζει να μιλάμε για τον Σαίξπηρ π.Κ. (προ Κοέν) και τον Σαίξπηρ μ.Κ. (μετά Κοέν). Πρόκειται για ένα έργο τέτοιας υπάτης σημασίας που θα μείνει χρόνια οδοδείκτης για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται όχι μόνο κινηματογραφικά αλλά και σκηνικά ο βάρδος. Ενα έργο που όζει 21ο αιώνα. Ο Ντένζελ Ουάσιγκτον είναι ο Μάκμπεθ με τον πιο μοναδικό τρόπο που έχει υπάρξει ποτέ ο Μάκμπεθ στη σκηνή ή στην οθόνη. Ανέστιος στον τόπο του, φονιάς οικουμενικός, εγκαταλείπει την ψυχή του και αναλαμβάνει τη μοίρα του. Είναι το αντίθετο του συγγραφέα ο Μάκμπεθ. Είναι actor. Πράττει. Προπλάθει νομίζει το μέλλον, αλλά εκείνο ολοένα λανθάνει. Διαστέλλεται ο χρόνος του, αλλά τείνει προς κάτι αφόρητα συγκεκριμένο. Είναι καταδικασμένος. Είναι το πιο καταδικασμένο πλάσμα στη γη. Στρώσεις καταδικών έχουν αλείψει το στέρνο και την πανοπλία του. Τα μάτια εξέχουν βλέποντας μονάχα όσα θέλουν να ακούσουν. Δεν υπάρχει ένδον καταφύγιο, ούτε έξω κρυψώνα. Ολα θα συμβούν μέσω της πράξης του αίματος, του φόνου. Και της μοίρας. Το ξέρει, και έχει τρομερές ενοχές.

O χαρακτήρας του πλέει ανάμεσα σε πυρετώδη σχέδια φόνων για να εξασφαλίσει τον θρόνο του, και στιγμές τρομερής ενοχής (όπως όταν εμφανίζεται το φάντασμα του Banquo) και απόλυτης απαισιοδοξίας (μετά τον θάνατο της γυναίκας του, όταν φαίνεται να υποκύπτει στην απόγνωση). Αυτές οι διακυμάνσεις αντικατοπτρίζουν την τραγική ένταση του Μάκμπεθ: είναι ταυτόχρονα πολύ φιλόδοξος για να επιτρέψει στη συνείδησή του να τον εμποδίσει να δολοφονήσει στην πορεία του προς την κορυφή και πολύ ευσυνείδητος για να είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του ως δολοφόνο.

Οσα λέει ο Μάκμπεθ κατά τη διάρκεια του έργου καταλήγουν στους πιο διάσημους και σημαντικούς στίχους του Σαίξπηρ, από τις πιο ισχυρές διακηρύξεις γνωστικισμού που έχουν εμφανιστεί ποτέ στη Βρετανική Γραμματεία.

«Επρεπε να πεθάνει αύριο. – Πέθανε’

αυτήν τη λέξη, μόνο αύριο

-μπορείς να την πεις – πρέπει να είναι

αύριο όταν θα πεις- πέθανε. Αύριο- Το αύριο

και το αύριο και το αύριο και το αύριο- Αύριο: μικρό,

φοβισμένο βήμα – σέρνεται το ένα πίσω από το άλλο –

μέρα με την ημέρα – μέχρι

την τελευταία συλλαβή του χρόνου. – Κι εμείς’ όλα τα χθες.

-Είμαστε τα χθες όλων αυτών που πέθαναν.

Ζούμε πάντα χθες. Σβήσε. Σβήσε’ είσαι

πολύ λίγο, φως. – Δεν φθάνεις’ είσαι λίγο – σβήσε! Δεν χρειάζεσαι

-τίποτε δεν φωτίζεις. Μονάχα με σκιές

γεμίζεις τη ζωή. – Τη ζωή! αυτήν την ασήμαντη’

στην τύχη, ευκαιρία για έναν άγνωστο

-άνεργο ηθοποιό που- μέσα σε δέκα

λέξεις – μέσα σε δέκα λέξεις,

που είναι όλος κι όλος, ο ρόλος του – και μόνο

για μία! – για μία παράσταση – μέσα

σε δέκα ανοησίες, στριμώχνει – ξεπουλάει

όλη του την ψυχή – κι αυτό ήταν: – τέλειωσε

-και ο ρόλος και η ψυχή.

Και μένει η ζωή.

Και τη ζωή τη ζει-

ένας γεννημένος ηλίθιος που χτυπιέται και ουρλιάζει από θυμό

-χωρίς να ξέρει

με τι – γιατί’ θύμωσε».

«Το αύριο, και το αύριο και το αύριο

με το μικρό το βήμα τους μας σέρνουν

από μέρα σε μέρα, ως στη στερνή

τη συλλαβή των χρόνων το βιβλίο,

κι όλα τα εχτές μας φώτισαν τρελούς

στον δρόμο προς τη σκόνη του θανάτου-

Σβήσου, μικρό κερί! Η ζωή δεν είναι

παρά ήσκιος διαβατάρικος, φτωχός

θεατρίνος, που κορδώνεται κι αφρίζει

στη σκηνή για τη λίγη του την ώρα,

κι έπειτα κανείς δεν τον ακούει,

είναι το παραμύθι που ένας βλάκας

το λέει, γεμάτο λύσσα και φωνές,

δίχως κανένα νόημα».

Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς

Δωδεκάμισι ίντσες, ναι, αλλά έζησα μια εμπειρία, ένα βίωμα από εκείνα που σπάνια συμβαίνουν στην τέχνη. Οταν βλέπεις τον καλλιτέχνη να ανεβαίνει το σκαλοπάτι της τέχνης του και να κατακτά το επόμενο βήμα.

*Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας