Το συνεχιζόμενο κύμα ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα, πετρέλαιο, ρεύμα και φυσικό αέριο, ανάγκασαν την κυβέρνηση να επιταχύνει τις διαδικασίες εκ νέου αύξησης του κατώτατου μισθού, μετά τη συμβολική αύξηση 2% που ισχύει από 1-1-2022.

Στον αντίποδα των κυβερνητικών υποσχέσεων για αύξηση του κατώτατου μισθού με ρυθμό διπλάσιο της αύξησης του ΑΕΠ, τον Ιούλιο του 2021 με την Κομισιόν να προβλέπει (τότε) ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τουλάχιστον κατά 4,3 %, το υπουργείο Εργασίας περιορίστηκε στην απόφαση για αύξηση του 2%, επαναπροσδιορίζοντας τον εισαγωγικό κατώτατο μισθό από τα 650 ευρώ μεικτά στα 663 ευρώ μεικτά. Ενώ δηλαδή βάσει των προβλέψεων έπρεπε να προβεί σε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 8,6%, δηλαδή στα 705,9 ευρώ, επέλεξε μια αύξηση στο μισό της προβλεπόμενης για το 2021 αύξησης του ΑΕΠ.

Αντίθετα, σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες η γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού συνιστά κεντρική πολιτική επιλογή ενίσχυσης των πολιτών, με κορυφαίο παράδειγμα τη Γερμανία, όπου ο νεοεκλεγείς καγκελάριος Ολαφ Σολτς ανακοίνωσε αύξηση πάνω από 20% του κατώτατου ημερομισθίου (12 ευρώ την ημέρα, ενώ στην Ελλάδα 13 ευρώ τον μήνα).

Σε κάθε περίπτωση, με τελική αύξηση του ΑΕΠ για το 2021 περίπου στο 8,3% σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθωρισμού στο 5% και την εκτίναξη των τιμών στους λογαριασμούς πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν αλλάξει τα δεδομένα. Η ελάχιστη αύξηση εξανεμίστηκε μετατρεπόμενη σε μείωση των πραγματικών αποδοχών καθώς η  κατανάλωση βασικών αγαθών όπως τρόφιμα, πετρέλαιο θέρμανσης, βενζίνη είναι ανελαστική και οριζόντια ανεξαρτήτως εισοδήματος του νοικοκυριού. Λειτουργεί όπως η έμμεση φορολογία.

Συνεπώς η οικονομική επιβάρυνση από τις ανατιμήσεις των προϊόντων επιβαρύνει περισσότερα τα ευάλωτα νοικοκυριά που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Για το 2022 οι αναλυτές των πιο σημαντικών οίκων αξιολόγησης προβλέπουν επιβράδυνση της ανάπτυξης σε σχέση με το 2021 λόγω του περιορισμού της αύξησης της κατανάλωσης εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού και λόγω των δυσμενών επιδράσεων στις εξαγωγές εξαιτίας της αποδυνάμωσης της εξωτερικής ζήτησης. Συγκλίνουν, όμως, στο ότι «βλέπουν» αύξηση του ΑΕΠ περίπου στο 4,2 % και συνέχιση του θετικού αναπτυξιακού κύκλου.

Οι θετικές προβλέψεις για την οικονομία δεν είναι πανάκεια. Τα δύσκολα για τα νοικοκυριά είναι μπροστά αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα ρύθμισης της ακρίβειας και δεν υλοποιηθούν αναδιανεμητικές πολιτικές ενίσχυσης του εισοδήματος των χαμηλόμισθων. Στο πρώτο φετινό τρίμηνο το καλάθι της νοικοκυράς υπολογίζεται ότι θα ακριβύνει 5%-10% λόγω των ανατιμήσεων που ορίζουν οι εισαγωγείς. Αλλά οι ανατιμήσεις δεν θα γίνουν μόνο στα τρόφιμα: θα είναι σωρευτικές στο ενεργειακό κόστος, τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας και πολλά είδη λαϊκής κατανάλωσης.

Το μεγάλο θύμα της ακρίβειας θα είναι οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά, που έπειτα από μια μεγάλη περίοδο συνεπειών από τον αποπληθωρισμό βιώνουν τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.

Το κεντρικό ζήτημα είναι αν τα θετικά αυτά αποτελέσματα της οικονομίας θα κατευθυνθούν μονομερώς στην κερδοφορία των επιχειρήσεων ή αν θα υπάρχει διάχυσή τους προς τον «κόσμο της εργασίας» και κυρίως στους πιο αδύναμους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Αυτό περνά μέσα από τη γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού ώστε να προσεγγίζει το 16% σε σχέση με το 2021, δηλαδή να φτάσει άμεσα ο εισαγωγικός κατώτατος μισθός τα 754 ευρώ μεικτά και να συμπαρασύρει και τις πολυετίες. Η αύξηση αυτή, πέρα από όρος επιβίωσης μεγάλου μέρους των μισθωτών, θα έχει θετική επίδραση και στην οικονομία καθώς θα τονώσει την εσωτερική ζήτηση διαμορφώνοντας θετικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη.

*Ο κ. Κώστας Τσουκαλάς είναι δικηγόρος.