Είναι «τα άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος» σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο, έναν βασικό μελετητή, ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για να δοξάσει αυτό το «μεγάλο νεοελληνικό πολιτιστικό γεγονός» που λέγεται ρεμπέτικο – σύμφωνα με τον Νίκο Μαμαγκάκη. Από τις 10 Φεβρουαρίου, οι εκθεσιακοί χώροι του ΟΠΑΝΔΑ (του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων) θα γεμίσουν με την απόκριση 50 εικαστικών στους ήχους αυτού του μοναδικού μουσικού ιδιώματος. Μη φανταστείτε εικόνες από σεκλετισμένους χορευτές, μεθυσμένα ζεϊμπέκικα και φωτισμένα πάλκα – αν και το βασικό οπτικό γλωσσάρι του ρεμπέτικου θα παρεισφρήσει με πολλούς τρόπους σε αυτό το φιλόδοξο και πρωτότυπο αφιέρωμα.

Ιθύνων νους του είναι βέβαια ο Χριστόφορος Μαρίνος, ιστορικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων του ΟΠΑΝΔΑ, ο οποίος μάλλον είναι ο μόνος επιμελητής σε θεσμική θέση που έχει ένα πλήρες πρόγραμμα να επιδείξει, καταφέρνοντας μάλιστα κάτι πολύ δύσκολο τόσο με αυτή την έκθεση όσο και με καθεμία ξεχωριστά που στήνει και διοργανώνει µε την υποστήριξη του ΟΠΑΝΔΑ (ας δοθούν και εδώ τα ανάλογα εύσηµα): να αναδείξει αναγνωρισμένους, παραγνωρισμένους, άγνωστους αλλά και ανερχόμενους καλλιτέχνες μέσα από έναν πλουραλισμό φωνών και εικαστικών ιδιωμάτων.

Στο «Ρεμπέτικο», μία από τις επιμελητικές ιδέες που βρίσκονταν στα «συρτάρια» του ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, φέρνει κοντά καλλιτέχνες από διαφορετικές γενιές, με στόχο όπως λέει να εμπλουτισθεί η εικονοποιία αυτού του μουσικού είδους με μια σύγχρονη οπτική. Οπως θα πει στο BHΜΑgazino ο Μαρίνος: «Δεν με ενδιέφερε να μπω στα χωράφια των μουσικολόγων και των μελετητών του ρεμπέτικου. Με ενδιέφερε να δω πώς μπορεί να λειτουργήσει το ρεμπέτικο ως πηγή έμπνευσης για έναν σύγχρονο καλλιτέχνη και πώς εν τέλει μέσα από αυτή την έκθεση μπορεί να προστεθεί ένα λιθαράκι στην εικόνα που έχουμε για το ρεμπέτικο. Να το δούμε ως μια δημιουργική δύναμη, ή να εξερευνήσουμε την ποιητική του γιατί μέχρι τώρα όταν ακούγαμε τη λέξη αυτό που ερχόταν στο μυαλό ήταν τα εξώφυλλα με τις ξυλογραφίες του Τάσσου για τους δίσκους της Σωτηρίας Μπέλλου, τα ζωγραφικά έργα του Τσαρούχη για το ζεϊμπέκικο από την έκθεσή του στην γκαλερί Ζουμπουλάκη τη δεκαετία του ’80 και η εικονογράφηση του Αλέκου Φασιανού στο βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου».

Εννοείται, βέβαια, ότι αυτή η γνώριμη πρώτη ύλη θα είναι παρούσα στην έκθεση μαζί με άλλες κλασικές αναφορές, όπως ορισμένα έργα του χαράκτη Λάμπρου Ορφανού που ανήκουν στη συλλογή της Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων ή δείγμα γραφής του λαϊκού ζωγράφου και γλύπτη Σταμάτη Λαζάρου, ζωγραφικές δημιουργίες του οποίου έχουν κοσμήσει εξώφυλλα δίσκων ρεμπέτικης μουσικής.

Σε αυτή όμως την έκθεση για το «χαροποιό πένθος», δηλαδή για τον καημό και το βάσανο, το παράπονο και το πάθος, ο Μαρίνος επέλεξε πολλούς σύγχρονους καλλιτέχνες που γνώριζε και έχει συνεργαστεί μαζί τους (ενδεικτικά αναφέρουμε τους Γιάννη Βαρελά, Ηλία Παπαηλιάκη, Πάνο Χαραλάμπους, Αλέξανδρο Ψυχούλη, Φοίβη Γιαννίση, Ρένα Παπασπύρου). Είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όσο και σημαντική πτυχή, γιατί στη συντριπτική τους πλειονότητα οι σύγχρονοι έλληνες καλλιτέχνες αποφεύγουν την πολιτιστική κληρονομιά όπως ο διάολος το λιβάνι. Τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν τελευταία. «Σκέφτηκα ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν ένα όχι και τόσο εύκολα προσεγγίσιμο θέμα όπως το ρεμπέτικο με τρόπους που θα του προσέδιδαν ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες» θα διευκρινίσει ο επιμελητής. Τα περισσότερα έργα έγιναν ειδικά για την έκθεση και οι καλλιτέχνες είχαν έναν χρόνο στη διάθεσή τους για να αντεπεξέλθουν στην πρόσκληση του Μαρίνου. «Αλλοι έκαναν μια πολύ σοβαρή έρευνα, όπως για παράδειγμα η Μαρία Τσάγκαρη, η οποία μελέτησε ένα σωρό βιβλία για το ρεμπέτικο προτού ετοιμάσει το έργο της, άλλοι αντιμετώπισαν το θέμα περισσότερο ενστικτωδώς. Κάποιοι είχαν έτοιμα έργα που ταίριαζαν στην έκθεση, όπως συνέβη στην περίπτωση του Απόλλωνα Γλύκα. Ο επιμελητής δεν μπορεί να γνωρίζει τα πάντα, αλλά ούτε και μπορούν να χωρέσουν όλα σε μια ιδέα του. Σκοπός είναι η έκθεση που θα παρουσιαστεί να έχει έναν πυρήνα και μια δυναμική».

Τα μέσα έκφρασης των καλλιτεχνών ποικίλλουν (χαρακτική, βίντεο, φωτογραφία, ηχητική εγκατάσταση), όμως την τιμητική της έχει η ζωγραφική και όχι μόνο χάρη στην παρουσία των «παλιών», τα έργα των οποίων θα είναι εγκατεστημένα στα δύο κτίρια της Πινακοθήκης του Δήμου Αθηναίων στο Μεταξουργείο. Στο Κέντρο Τεχνών στο Πάρκο Ελευθερίας όπως και στο Ολύμπια στην Ακαδημίας τα έργα θα είναι αμιγώς σύγχρονα, ορισμένα εκ πρώτης όψεως όχι άμεσα συνδεδεμένα με το ρεμπέτικο, με επιμελητικό στόχο να προσδώσουν νέες προεκτάσεις στην ερμηνεία του ρεμπέτικου σήμερα. Από κοντά και αρχειακό υλικό για το ρεμπέτικο από αρχεία του μελετητή Τσαρλς Χάουαρντ, του Πάνου Χαραλάμπους και του Πάνου Κουτρουμπούση. Οπως θα πει η Νίκη Κ. Αραμπατζή, πρόεδρος ΟΠΑΝΔΑ: «Το ρεμπέτικο είναι μια σημαντική έκφανση του αστικού λαϊκού πολιτισμού, έχει καταγράψει όλες τις πτυχές της πραγματικότητας και τα προβλήματα των ανθρώπων χωρίς εξωραϊσμούς και πέρα από κοινωνικές συμβάσεις. Ορόσημο στην ανάπτυξη του είδους υπήρξε η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Οπως γνωρίζουμε, το 2022 είναι αφιερωμένο στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή και είναι πραγματικά συγκινητικό που ο ΟΠΑΝΔΑ διοργανώνει μια εικαστική έκθεση με θέμα το ρεμπέτικο και τους ρεμπέτες, αυτές τις πολυδιάστατες φυσιογνωμίες που καθόρισαν την αισθητική του. Τα ρεμπέτικα μιλάνε στην καρδιά όλων των Ελλήνων, ενώ, όπως έχει φανεί, συγκινούν και πολλούς φίλους της Ελλάδας, οι οποίοι αγαπούν και μελετούν τον πλούσιο λαϊκό πολιτισμό της. Οπως αποδεικνύει η έκθεση που διοργανώνουμε, τα ρεμπέτικα όχι μόνο συνεχίζουν να ασκούν επιρροή σε μουσικούς της νεότερης γενιάς, αλλά αποτελούν πηγή έμπνευσης και για τους σύγχρονους εικαστικούς καλλιτέχνες».

ΙNFO

«Ρεμπέτικο»: Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων, Μεταξουργείο (Κτίριο A & Κτίριο Β), Κέντρο Τεχνών στο Πάρκο Ελευθερίας και Ολύμπια – Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» (Ακαδημίας 59), από τις 10 Φεβρουαρίου έως τις 3 Απριλίου.