Οι αμερικανορωσικές συνομιλίες στη Γενεύη επιβεβαίωσαν τον κεντρικό ρόλο που εξακολουθεί να παίζει η Μόσχα στο εξελισσόμενο διεθνές σύστημα. Ωστόσο, η αμερικανική εξωτερική πολιτική έναντι της Ρωσίας έχει πέσει συχνά θύμα των ιδεολογικών αγκυλώσεων που υπάρχουν στο κατεστημένο της Ουάσιγκτον. Πολλοί αμερικανοί πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τη Ρωσία σαν μια παρακμάζουσα δύναμη.

Πράγματι, τη δεκαετία του 1990, η μετασοβιετική Ρωσία βρέθηκε μπροστά μια πολυεπίπεδη κρίση που οδήγησε σε γεωπολιτική υποχώρηση. Στα μάτια πολλών δυτικών, ο πρώτος πόλεμος στην Τσετσενία (1994-1996), η κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Μόσχας το 1998 και η αδυναμία του Κρεμλίνου να σταματήσει τον Νατοϊκό βομβαρδισμό της Σερβίας το 1999 έδειχναν τη μετεξέλιξη της Ρωσίας από υπερδύναμης σε μεσαία περιφερειακή δύναμη. Ηταν η εποχή της αμερικανικής ηγεμονίας που τροφοδοτούσε το φιλελεύθερο όραμα για το «τέλος της Ιστορίας».

Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 έφεραν προσωρινά τις δύο πλευρές κοντά, αφού το Κρεμλίνο βρισκόταν εν μέσω ενός δεύτερου πολέμου στην Τσετσενία. Εκτοτε, η ένταση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία συνεχώς αυξάνεται. Από όλες τις διμερείς διαφορές, μία είναι αυτή που προκαλεί δομική καχυποψία στη Μόσχα: η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Η ρωσική στρατηγική έχει εστιάσει στην ανάσχεση της αμερικανικής παρουσίας στον πρώην σοβιετικό χώρο. Η επέμβαση στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία το 2008 αποσκοπούσε στην υπονόμευση της Νατοϊκής προοπτικής της Γεωργίας. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και η συνεχής υποστήριξη προς τους αποσχιστές του Ντονμπάς έχουν εμποδίσει την ένταξη της Ουκρανίας στην Ατλαντική Συμμαχία. Η πρόσφατη αποστολή μικρής ρωσικής δύναμης στο Καζακστάν αφορά σε μεγάλο βαθμό την αμερικανική διείσδυση στην Κεντρική Ασία.

Πολλές δυτικές κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται τις ρωσικές κινήσεις ως μόνο μια προσπάθεια ελέγχου των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία είναι μια χώρα που πάσχει από στρατηγική ανασφάλεια. Οι ΗΠΑ προστατεύονται από δύο ωκεανούς και δύο άκρως φιλικούς γείτονες (Καναδάς, Μεξικό). Αντιθέτως, η Ρωσία έχει ανταγωνιστικούς ή προβληματικούς γείτονες και δεν διαθέτει φυσικά σύνορα. Πρόκειται για μια χώρα που έχει δεχθεί περισσότερες εισβολές από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Από τη ρωσική σκοπιά, δεν είναι σύμπτωση ότι σχεδόν όλοι οι εισβολείς (π.χ. τεύτονες ιππότες, Σουηδοί, Πολωνοί, Γάλλοι, Γερμανοί) προέρχονταν από τα δυτικά σύνορα της χώρας.

Ακόμα και η μικρή φιλελεύθερη ρωσική αντιπολίτευση αντιμετωπίζει με μεγάλη δυσπιστία την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Με άλλα λόγια, δεν είναι το Κρεμλίνο που δαιμονοποιεί την Ατλαντική Συμμαχία για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Η ρωσική κοινωνία στο σύνολό της ενστερνίζεται την άποψη ότι η Ουκρανία δεν πρέπει να ενταχθεί σε μια στρατιωτική συμμαχία που ιδρύθηκε για να αντιπαρατεθεί στη Σοβιετική Ενωση, δηλαδή στη Ρωσία. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία ανοχή για μια δεύτερη «Εσθονία». Μπορεί η παρουσία του ΝΑΤΟ στη μικρή χώρα της Βαλτικής να εξυπηρετεί αμυντικούς σκοπούς, αλλά οι ξένοι στρατιώτες βρίσκονται μόνο 150 χλμ. από την πόλη της Αγίας Πετρούπολης. Οσο και να ακούγεται περίεργο στις δυτικές πρωτεύουσες, η ρωσική πολιτική τάξη και κοινωνία πραγματικά πιστεύουν ότι το ΝΑΤΟ επιθυμεί τη διάλυση της χώρας τους.

Ευτυχώς υπάρχουν φωνές στις ΗΠΑ και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες που ζητούν εξομάλυνση των σχέσεων με τη Μόσχα. Η θεωρητική σχολή του πολιτικού ρεαλισμού, που εκπροσωπείται από τον Henry Kissinger, τον John Mearsheimer, τον Stephen Walt και άλλους, προτείνει ένα νέο modus vivendi με το Κρεμλίνο. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ είναι πλέον μια αντιπαραγωγική διαδικασία. Την ώρα που η Δύση προσπαθεί να τιθασεύσει την κινεζική επιθετικότητα στην Απω Ανατολή και αλλού, ψυχροπολεμικές νοοτροπίες του περασμένου αιώνα την οδηγούν σε μια παράλογη σύγκρουση με τη Ρωσία. Αν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θέλουν να ανταγωνιστούν την ανερχόμενη κινεζική υπερδύναμη θα πρέπει να αποϊδεολογοποιήσουν τη στρατηγική τους έναντι της Μόσχας. Ετσι και αλλιώς, τα φιλελεύθερα κελεύσματα για εκδημοκρατισμό και πλουραλισμό δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα στο εσωτερικό της Ρωσίας.

Μέσα σε ένα τέτοιο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η Αθήνα δεν πρέπει να πέσει στον πειρασμό να αντιδρά ως βασιλικότερη του βασιλέως. Ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της χώρας είναι δεδομένος και δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από σχεδόν καμία πολιτική δύναμη. Το εθνικό συμφέρον επιτάσσει, όμως, τη δημιουργία μιας καλύτερης σχέσης με τη Μόσχα που συνεχίζει να παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην περιοχή μας. Το Κρεμλίνο μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις στα περισσότερα περιφερειακά ζητήματα ασφάλειας (π.χ. Συρία, Λιβύη, Κυπριακό). Ταυτόχρονα, η σύμπλευση των ρωσικών και τουρκικών συμφερόντων συνιστά μια αρνητική εξέλιξη που δεν μπορεί η Αθήνα να αγνοήσει στους σχεδιασμούς της. Χωρίς τον φόβο της Ρωσίας, η Τουρκία πάντα γίνεται επιθετικότερη σε βάρος του Ελληνισμού. Αρκεί αυτή η διαπίστωση για να επαναπροσδιοριστεί η ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι της Ρωσίας, στα μέτρα του εφικτού βέβαια. Εξάλλου στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν αιώνιες φιλίες, παρά μόνο αιώνια συμφέροντα.

 

*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.