Δημιούργησε μία από τις μεγαλύτερες καπνοβιομηχανίες, τα τσιγάρα του καπνίζονταν σε όλα τα κλαμπ του Βερολίνου στη διάρκεια της δραστήριας δεκαετίας του 1920, ενώ το όνομά του έδωσε τον τίτλο σε αγώνες ποδηλάτου και ποδοσφαίρου στο Μάντσεστερ. Μεσουράνησε για περίπου έναν αιώνα και το brand του επιβιώνει ακόμη, αν και εντελώς παραλλαγμένο ως προς τη σύσταση των καπνών του και την ταυτότητα των ιδρυτών του, συνώνυμο ίσως μιας κομψότητας και μιας μακράς παράδοσης δημιουργίας που ήδη υπονοείται από το ιταλοφανές όνομα στην ετικέτα.

Σχεδόν κανένας όμως δεν γνωρίζει ότι ο δημιουργός της  ήταν Ελληνας. Τον έλεγαν Βασίλειο (Basil) Μουράτογλου και ίδρυσε την εταιρεία του τη χρονιά που ξεκινούσε η Ελληνική Επανάσταση, το 1821. Η ιστορία της αυτοκρατορίας που χτίστηκε από αυτόν τον άνθρωπο στην Κωνσταντινούπολη, εν συνεχεία επεκτάθηκε σε Βερολίνο και Μάντσεστερ από τους γιους του Σοφοκλή και Δημοσθένη και στην περίοδο της ακμής της ως Β. Muratti Sons & Co., στις αρχές του 20ού αιώνα, βρίσκεται στο επίκεντρο ενός μικρού και εξίσου κομψού βιβλίου όσο τα πακέτα των προϊόντων της. Το «Μικρές αυτοκρατορίες. Muratti – Ενας αποχαιρετισμός» (εκδ. Πόλις) είναι το νέο πόνημα του ιδιαίτερα αξιόλογου συγγραφέα Χρήστου Αστερίου, ο οποίος δράττεται αυτής της άγνωστης ιστορίας για να μιλήσει, έστω ελλειπτικά, για πολύ περισσότερα από τη saga των Μουράτογλου και της εταιρείας τους.

Λήθη και συλλογική μοίρα

Και είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία αυτή που έχει να αφηγηθεί και όχι επειδή ξεδιπλώνει με λεπτομέρειες τη ζωή των πρωταγωνιστών της. Γιατί όσο και αν προσπάθησε να ακολουθήσει τις διαδρομές των υιών Μουράτογλου στο Μάντσεστερ και στο Βερολίνο, στις πόλεις όπου εγκαθίστανται τελικά όταν μια κοινοπραξία Γάλλων, Αυστριακών και Γερμανών αναλαμβάνει το μονοπώλιο του καπνού στην Πόλη εξαιτίας ενός μεγάλου χρέους που αναγκάζει τον σουλτάνο να τους το παραχωρήσει το 1882, δεν κατάφερε να βρει πολλά στοιχεία. «Κανένας πίνακας, καμιά φωτογραφία, κανένα τιμολόγιο δεν βρίσκεται να μαρτυρήσει γι’ αυτόν, λες κι ένας άγνωστος μύκητας κατέφαγε τα πάντα» σημειώνει στο βιβλίο του για την απουσία τεκμηρίων γύρω από τη ζωή του πατρός Μουράτογλου.

Το ενδιαφέρον στην περίπτωση του βιβλίου του Αστερίου είναι ότι αφήνει ορατά τα μεγάλα κενά, την έλλειψη ντοκουμέντων που πιστοποιούν το πέρασμα της οικογένειας πάνω στη Γη, καθώς από τη δεκαετία του ’20 και μετά, όταν πεθαίνει δηλαδή και ο τελευταίος Μουράτογλου, ο Δημοσθένης (κανένας από τους γιους τού Μουράτογλου δεν άφησε απογόνους), τελειώνει και η ιστορία της φαμίλιας. Το brand τους θα αναλάβουν τότε οι αρμένιοι αδελφοί Ανς και Γιερβάντ Ιμπλικτσιάν, με καταγωγή από τη Σμύρνη, ενώ η χήρα του Σοφοκλή, Μαρίκα Ζάβο, θα παντρευτεί τον καπνέμπορο Αλέξανδρο Εμφιετζόγλου, ο οποίος θα αναλάβει επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου με τη νέα διεύθυνση. «Οσο πάμε προς τα πίσω, τα πράγματα χάνονται» θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος αυτού του βιβλίου, στο οποίο γίνεται απολύτως σαφές πως η λήθη είναι η συλλογική μοίρα ακόμα και αν έχεις μεγαλουργήσει στην εποχή σου.

Πόλη, Βερολίνο, Μάντσεστερ

Ο ίδιος ο Αστερίου έμαθε τυχαία για την ελληνικότητα της καταγωγής των Muratti πίνοντας καφέ με έναν φίλο στο Βερολίνο, όσο βρισκόταν στη γερμανική πρωτεύουσα και δίδασκε στην Εδρα Νεοελληνικών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου με επικεφαλής τον Μίλτο Πεχλιβάνο. Αποφάσισε λοιπόν να διερευνήσει τι συμβαίνει, εξάλλου είναι ένας από τους λίγους έλληνες συγγραφείς που μπαίνει σε διαδικασία διεξοδικής μελέτης και έρευνας πριν από τη συγγραφή κάθε βιβλίου του. Μέσα σε τέσσερα χρόνια λοιπόν ταξίδεψε στο Βερολίνο, στην Κωνσταντινούπολη, στο Μάντσεστερ και στα νησιά της Μάγχης και ανέτρεξε σε αρχεία για να εντοπίσει τις ψηφίδες που θα συνέδεαν την ιστορία αυτής της παντελώς ξεχασμένης οικογένειας. Οπως θα πει στο «Βήμα»: «Στο τοπικό αρχείο του Κρόιτσμπεργκ στο Kottbusser Tor του Βερολίνου βρήκα ένα κουτί παπουτσιών το οποίο περιείχε ένα κουτί τσιγάρων και κάποια ελάχιστα πράγματα από την παλιά εταιρεία. Ηταν ένα σοκ. Από την ίδρυσή της το 1821 μέχρι το 1910 δεν βρήκα πουθενά τίποτα για την ιστορία της ίδιας και των πρωταγωνιστών της. Δεν είχε μείνει τίποτα από αυτή την παλιά αυτοκρατορία». Εκτός ίσως από κάποια τεκμήρια των παράπλευρων δράσεών της, όπως το πρώτο ασημένιο έπαθλο από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες που είχε αθλοθετήσει το 1905 ο Δημοσθένης Μουράτογλου στα νησιά της Μάγχης έπειτα από μια ιδέα του τοπικού αντιπροσώπου του (βρέθηκε στη θυρίδα μιας τοπικής τράπεζας). Η καθιέρωση του ποδοσφαιρικού επάθλου γινόταν στα πρότυπα του αντίστοιχου ποδηλατικού αγώνα που είχε αθλοθετήσει στο Μάντσεστερ ο ίδιος ο Δημοσθένης ως αντιπρόεδρος του ποδηλατικού συλλόγου Manchester Wheeler’s Club ήδη από το 1899.

Ενα προσωπικό αφήγημα

Ο Αστερίου μάζευε κάθε ψήγμα του υλικού που μπορούσε να βρει, εν αναμονή μιας μεγαλύτερης ανακάλυψης η οποία δεν ήρθε ποτέ. Οπότε αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα υπάρχοντα στοιχεία και να τα συνδέσει μεταξύ τους με όχημα τη φωνή ενός ανώνυμου αφηγητή – εμμέσως του ίδιου του συγγραφέα, στον ρόλο ενός πρώην καπνιστή που αναζητεί τα χνάρια της οικογένειας -, ο οποίος μέσα από τις επιστολές του προς τον Σοφοκλή Μουράτογλου βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του «κολάζ». «Ξεκίνησα να γράφω ένα προσωπικό αφήγημα χωρίς στοιχεία ή έστω με αυτά τα ξέφτια που βρήκα στη διάρκεια της έρευνάς μου, άλλωστε ήθελα να γράψω λογοτεχνία και όχι ένα κείμενο επιστημονικό. Η δουλειά μου εξελίχθηκε τελικά σε ένα αφήγημα το οποίο αφορά πολύ περισσότερα πράγματα. Τι είναι και πώς χάνεται μια αυτοκρατορία, γιατί συμβαίνει το ίδιο και με τις μικρές «αυτοκρατορίες» που μπορεί να είναι το σπίτι μας, η δουλειά μας, όλα όσα δημιουργήσαμε στη διάρκεια της ζωής μας και τελικά εξαφανίζονται. Πώς δρα τελικά η ιστορία στους ανθρώπους και στα πράγματα και ενώ άλλα χάνονται, άλλα διατηρούνται περιέργως». Υπάρχει βέβαια και μια άλλη παράμετρος που αναδεικνύεται από τον συγγραφέα, ο οποίος σημειωτέον δεν είναι καπνιστής. Αφορά «τη γοητεία που έχουν οι παλιές καπνοβιομηχανίες οι οποίες είναι φορείς μιας ανθρώπινης συνήθειας που χάνεται ή εξοβελίζεται και περνάει σε ένα καθεστώς ημιπαρανομίας στην ορθοπολιτική περίοδο που ζούμε. Νομίζω δεν έχει κυνηγηθεί άλλη ανθρώπινη συνήθεια με τέτοιον τρόπο. Ωστόσο το βιβλίο δεν είναι μανιφέστο υπέρ του καπνίσματος, αλλά εστιάζει περισσότερο στην επίδραση του χρόνου σε πόλεις όπως το Βερολίνο. Θα μπορούσα να αναπτύξω καθεμία από αυτές τις θεματικές, αλλά δεν ήθελα να φορτώσω την ιστορία. Εγραψα ένα κείμενο πυκνό, το οποίο δημιουργεί ερεθίσματα για να τα διερευνήσει περαιτέρω καθένας μόνος του».