Η ώρα της λιτότητας δεν έφτασε ακόμα για την Ευρώπη. Και δεν θα φθάσει όσο οι μεταλλάξεις του κορωνοϊού σαρώνουν κατά κύματα τη Γηραιά Ηπειρο. Κάποιες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, ωστόσο, που επλήγησαν σαφώς λιγότερο από την πανδημική κρίση εξυγιαίνουν ταχύτατα τα δημόσια οικονομικά τους.

Η Νότια Ευρώπη εκτιμάται ότι θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να πετύχει το δημοσιονομικό συμμάζεμα. Η υστέρηση αυτή είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει και πάλι γκρίνιες εκ μέρους των «εναρέτων» του Βορρά. Και οι γκρίνιες αναπόφευκτα θα εξελιχθούν σε πιέσεις προς τους νότιους εταίρους, προκειμένου «να κάνουν τα μαθήματά τους».

Η εξίσωση, που προκαλεί πονοκεφάλους στις κυβερνήσεις της ΕΕ την εποχή αυτή που ετοιμάζουν τους εθνικούς τους προϋπολογισμούς για το 2022, έχει να κάνει με την εξεύρεση των πολιτικών εκείνων που δεν θα αφήσουν να ξεφύγουν υπερβολικά τα ελλείμματα και τα χρέη. Και ταυτόχρονα δεν θα αποτελέσουν τροχοπέδη για την ανάκαμψη.

«Σήμερα όλοι στην ΕΕ επισημαίνουν ότι εκείνο που προέχει είναι να μη βιαστούν να περιορίσουν την στήριξη του Δημοσίου στις κοινωνίες» γράφει χαρακτηριστικά η γαλλική «Le Figaro».

Τα μαθήματα

Αλλά και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επισήμανε προ δύο εβδομάδων ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο ότι «τα μαθήματα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 θα μπορούσαν εν προκειμένω να μας χρησιμεύσουν». Διότι «τότε είχαμε βιαστεί να δηλώσουμε νικητές και να ανακοινώσουμε το τέλος της κρίσης». Το αποτέλεσμα ήταν η ΕΕ στο τέλος να πληρώσει το τίμημα της βιασύνης της, είπε η Φον ντερ Λάιεν, και διαβεβαίωσε ότι «δεν θα ξαναγίνει το ίδιο λάθος». Εξάλλου οι ειδικοί του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) εξήγησαν πρόσφατα ότι εκείνο που αρμόζει στην παρούσα συγκυρία είναι να αποφευχθεί μια απότομη και πρόωρη άρση της αρωγής του Δημοσίου «ενόσω οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για υπέρβαση της κρίσης παραμένουν αβέβαιες».

Η γνωστή Βαβέλ

Ως συνήθως υπάρχουν διαφορές στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σημειώνουν οι ρεπόρτερ του «Figaro». Διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών που «πηγάζουν από την κατάσταση των δημοσιονομικών τους μεγεθών και από την κοινή γνώμη στο εσωτερικό τους». Για τις κρατούσες αντιλήψεις δηλαδή αναφορικά με τα χρέη και τους ρυθμούς ανάκαμψης των οικονομιών και επιστροφής στην κανονικότητα.

Ετσι στην Ολλανδία η κυβέρνηση έχει αναστείλει από την 1η Οκτωβρίου σχεδόν όλα τα μέτρα που είχε λάβει για να στηρίξει την οικονομία, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Σημειωτέον ότι το ποσοστό της ανεργίας θα περιοριστεί στο 3,4% στα τέλη του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Χάγης.

Οι συνθήκες πλήρους απασχόλησης που θα επικρατούν στην ολλανδική αγορά εργασίας θα έχουν ως αποτέλεσμα να μειωθεί «κατά μηχανικό τρόπο» το δημοσιονομικό έλλειμμα από το 6% ως ποσοστό του ΑΕΠ, που θα διαμορφωθεί εφέτος, στο 2,4% την επόμενη χρονιά.

Το όριο ελλείμματος

Η δημοσιονομική ευταξία δηλαδή, που καθορίζεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και προβλέπει εν προκειμένω ανώτατο ανεκτό όριο ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ για τα κράτη-μέλη, θα αποκατασταθεί οιονεί αυτομάτως στην Ολλανδία.

Και δεδομένου ότι η οικονομία της χώρας με τα μέχρι στιγμής δεδομένα τα πηγαίνει πολύ καλά σε όλους τους τομείς, η κυβέρνηση διστάζει να δεχθεί και να εγκρίνει την εκταμίευση των κονδυλίων που προβλέπονται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για την ανάκαμψη της ευρωοικονομίας.

Η Γερμανία επίσης πρόκειται να μειώσει τάχιστα το έλλειμμά της. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Ifo, το έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 4,5% στα τέλη του 2021 και στο 1,4% το 2022. Και την επόμενη χρονιά, το 2023, ο γερμανικός προϋπολογισμός θα ισοσκελιστεί όπως υπαγορεύει εξάλλου η εμπνεύσεως Βόλφγκανγκ Σόιμπλε νομοθεσία της χώρας.

Κοινοτική αρωγή

Αναλόγως θετικά αναμένεται να εξελιχθούν τα δημόσια οικονομικά της Σουηδίας και της Δανίας, ενώ η Φινλανδία θα τα πάει ακόμα καλύτερα, συγκρατώντας το έλλειμμά της κάτω από την «μπάρα» του 3% από την εφετινή κιόλας χρονιά (αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,5%, σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας Nordea).

Στους αντίποδες οι χώρες του Νότου, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, που πλήρωσαν βαρύτερα (και οικονομικά και κοινωνικά) το τίμημα της πανδημίας, δεν είναι δυνατόν να ανακάμψουν δίχως την κοινοτική αρωγή. Εφόσον βεβαίως εφαρμοστεί η πολύπαθη ευρωπαϊκή αρχή της αλληλεγγύης.

Η απασχόληση θα ρίξει τα χρέηΑν εκλάβει κανείς τουλάχιστον την οικονομία της ευρωζώνης ως ενιαία, το κοινό δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί στο 3% το 2022 από το 7,1% που προβλέπεται να φθάσει εφέτος σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι ειδικοί της ΕΚΤ προβλέπουν επίσης ότι, καθώς η μερική απασχόληση που επέβαλαν οι πανδημικοί περιορισμοί και εγκλεισμοί θα περιοριστεί πλήρως το 2022, το δημόσιο χρέος της ευρωζώνης θα υποχωρήσει στο 95% του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά.

Το κρίσιμο 2023 και η νέα γερμανική κυβέρνηση

«Εν μέρει εξαιτίας της αναστολής εφαρμογής των δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ, φαίνεται ότι τα κράτη-μέλη δεν θα βιαστούν να αρχίσουν να εξυγιαίνουν τα δημοσιονομικά τους από την επόμενη χρονιά» εκτιμά σε πρόσφατη μελέτη της η HSBC. «Από το 2023 και μετά θα ξεκινήσουν σοβαρά οι συζητήσεις για την επιβολή λιτότητας στις χώρες που θα διατηρούν ακόμα δημοσιονομικές ανισορροπίες» προβλέπουν οι ειδικοί της βρετανικής τράπεζας. Και συμπληρώνουν ότι η Ιταλία, η Ισπανία, αλλά και η Γαλλία θα δυσκολευθούν περισσότερο να σταθεροποιήσουν το δημόσιο χρέος τους, ακόμα κι αν τα επιτόκια διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα.
Ασφαλώς κρίσιμο ρόλο σε ό,τι αφορά την εσπευσμένη ή όχι αυστηροποίηση των δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ θα διαδραματίσει η νέα γερμανική κυβέρνηση που θα σχηματιστεί. Εξυπακούεται ότι η συμμετοχή των Ελευθέρων Δημοκρατών (FDP) σε αυτήν θα καθορίσει εν πολλοίς τη στάση του Βερολίνου τα επόμενα χρόνια. Ειδικά αν το φίλα προσκείμενο προς τον επιχειρηματικό κόσμο κόμμα καταφέρει να εξασφαλίσει το υπουργείο Οικονομικών στη νέα κυβέρνηση που θα σχηματίσει ο μετριοπαθής Σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς, όπως όλα δείχνουν.
Υπενθυμίζεται ότι ως παραδοσιακός εταίρος πάμπολλων μεταπολεμικών κυβερνήσεων της Δυτικής Γερμανίας, το FDP αναλάμβανε κατά κανόνα είτε το υπουργείο Εσωτερικών είτε το Εξωτερικών. Ο Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ υπηρέτησε ως υπουργός Εσωτερικών από το 1969 έως το 1974 και ως αρχηγός της γερμανικής διπλωματίας από το 1974 έως το 1992.