Η σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με την πολιτική και την Αριστερά δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από την καλλιτεχνική του διάσταση. Με το ίδιο πάθος και αφοσίωση ήταν δοσμένος και στα δύο, η δε ανυπότακτη πολιτική του στάση διαπερνούσε το μουσικό του έργο και το αντίστροφο. Ηταν αυτό που στην Αριστερά αποκαλούσαν «στρατευμένος καλλιτέχνης». Και όντως, ο Μίκης υπήρξε σε όλη την αγωνιστική του διαδρομή «στρατευμένος» υπέρ των δικαίων του ελληνικού λαού, υπέρ των δημοκρατικών ελευθεριών και της εθνικής ανεξαρτησίας του, υπέρ μιας δικαιότερης κοινωνίας.

Υπήρξε πάντα ανήσυχος, άνθρωπος της δράσης και του πολιτικού στοχασμού, πολιτικό ον που δεν δίσταζε να υπερβεί διαχωριστικές γραμμές και στεγανά προς όφελος της ενότητας του ελληνικού λαού, η οποία αποτελούσε πάντα το κύριο μέλημά του, μαχητικός και οραματιστής, ένας κομμουνιστής μπροστά από την εποχή του. Η τελευταία του επιθυμία «να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής» καθώς «τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ», όπως ανέφερε στην επιστολή που είχε στείλει από τις 5 Οκτωβρίου 2020 στον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, ζητώντας του να επιληφθεί προσωπικά ώστε «να γίνει σεβαστή όχι μονάχα η ιδεολογία μου, αλλά και οι αγώνες μου για την ενότητα των Ελλήνων», είναι η κατακλείδα μιας πορείας πολυκύμαντης, αγώνων και θυσιών, το επιστέγασμα της ίδιας της σχέσης του με την Αριστερά, παρά τις αντιφάσεις και τις διακυμάνσεις.

Στην πολιτική από τα 17 του χρόνια

Η πολιτική του παρουσία και εμβέλεια ξεπερνούσε τα όρια της Αριστεράς – κομμουνιστικής και μη – και επεκτεινόταν πέρα από αυτά προκαλώντας κάποιες φορές αμηχανία ή και διαμάχες. Ορμητικός και επιδραστικός, παρήγαγε πολιτικά γεγονότα και με τη στάση του πυροδοτούσε εξελίξεις ανατρέποντας ισορροπίες. Η διεθνής εμβέλεια του μεγάλου μουσικοσυνθέτη και ο διεθνιστικός του ρόλος τον κατέστησαν συνομιλητή με τους σπουδαιότερους ηγέτες της εποχής του: τον Φρανσουά Μιτεράν, τον οποίο φιλοξένησε μέχρι και στο εξοχικό του στο Βραχάτι, τον Ούλοφ Πάλμε, τον Βίλι Μπραντ, τον Γιασέρ Αραφάτ και τον Φιντέλ Κάστρο. Οσο «αιρετική» και αν υπήρξε η πολιτική διαδρομή του, αυτό που τον καθόρισε τελικά ήταν η ενεργή συμμετοχή του στο κομμουνιστικό κίνημα, για την οποία πλήρωσε βαρύ τίμημα, όπως χιλιάδες άλλοι αγωνιστές: βασανιστήρια, φυλακές και εξορίες. Σε ηλικία 17 ετών συλλαμβάνεται στην Τρίπολη, όπου διέμενε τότε η οικογένειά του, από τους Ιταλούς στη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 και βασανίζεται. Διαφεύγει στην Αθήνα και παράλληλα με τις μουσικές του σπουδές και την πρώιμη συνθετική του δημιουργία αναπτύσσει αντιστασιακή δράση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Το 1944 είναι β’ γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης Νέας Σμύρνης και παίρνει μέρος μέσα από τις γραμμές του εφεδρικού ΕΛΑΣ της Αθήνας στις μάχες κατά των Γερμανών και των ταγμάτων ασφαλείας, καθώς και στην ένοπλη σύγκρουση των Δεκεμβριανών του ’44. Ως επικεφαλής διμοιρίας, συμμετείχε στην επίθεση κατά του ΚΒ’ Αστυνομικού Τμήματος της Νέας Σμύρνης. Διώκεται από τις δυνάμεις ασφαλείας και ζει παράνομος στην Αθήνα συνεχίζοντας τη δράση του, ενώ το 1946 τραυματίζεται και το 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στην Ικαρία και ακολούθως, έναν χρόνο μετά, μεταφέρεται στη Μακρόνησο, στο Δ’ Τάγμα Πολιτικών Κρατουμένων και στη συνέχεια στο Α’ Τάγμα, όπου βασανίζεται φρικτά και απολύεται το 1949.

Στους δρόμους του αγώνα και των θυσιών

Εχουν ήδη αρχίσει οι αμφισβητήσεις για την ορθότητα των επιλογών του κόμματος στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Θα μεσολαβήσουν οι μουσικές σπουδές στο Παρίσι και σημαντικές δημιουργίες του μέχρι το 1960, που επιστρέφει στην Ελλάδα, η οποία σείεται από τις διαδηλώσεις (Κυπριακό, «114»), συνεχίζοντας την πολιτική του δράση. Μετά τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963 από το μετεμφυλιακό παρακράτος, ο Μίκης γίνεται ιδρυτικό μέλος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος από το 1964 έως το 1967, ενώ το 1963 συνελήφθη επειδή έλαβε μέρος στην 1η Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης στη μνήμη του δολοφονηθέντος Λαμπράκη. Βουλευτής εκλέγεται για πρώτη φορά με την ΕΔΑ το 1964 στη Β’ εκλογική περιφέρεια του Πειραιά και, έναν χρόνο αργότερα, γίνεται μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του κόμματος. Με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου 1967 ο Θεοδωράκης αποφεύγει τη σύλληψη και από την παρανομία προχωρεί στην ίδρυση του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου (ΠΑΜ), λόγω της δράσης του οποίου σύντομα (Αύγουστος ’67) θα συλληφθεί από το καθεστώς, το οποίο από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ήταν να απαγορεύει την εκτέλεση, την πώληση και την ακρόαση των τραγουδιών του. Φυλακίζεται στα κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας, ακολουθούν οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση μετά τη διεθνή κατακραυγή και ο κατ’ οίκον περιορισμός και η εκτόπιση οικογενειακώς το 1968 στη Ζάτουνα Αρκαδίας και κατόπιν η φυλάκιση στο στρατόπεδο Ωρωπού, όπου επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του. Μετά τη διεθνή θύελλα διαμαρτυριών το καθεστώς αναγκάζεται, το 1970, να τον αφήσει ελεύθερο να φύγει για το Παρίσι, όπου συνεχίζει την πολιτική του δράση κατά της χούντας. Είχε προηγηθεί το 1968 η διάσπαση του ΚΚΕ (12η Ολομέλεια) που βρήκε τον Θεοδωράκη, όπως και πολλούς άλλους κομμουνιστές, στη φυλακή.

 

Το «Καραμανλής ή τανκς» που δεν ειπώθηκε ποτέ

Αν και δεν πήρε εξαρχής θέση, το 1970 θα προσεγγίσει το τμήμα εκείνων που αποτέλεσαν το ΚΚΕ Εσωτερικού και μάλιστα θα αναδειχθεί σε μέλος του Πολιτικού Γραφείου, για να αποστασιοποιηθεί σύντομα (το 1972), προχωρώντας στη δημιουργία της Νέας Ελληνικής Αριστεράς. Ο Θεοδωράκης πάσχισε για την ενότητα των αντιδικτατορικών οργανώσεων, συναντώντας ωστόσο τις επιφυλάξεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΚ. Η αδυναμία να ενωθούν οι αντιδικτατορικές οργανώσεις θα τον ωθήσει να στηρίξει την επιλογή Καραμανλή. Το 1973 και ενώ έχει προηγηθεί επικοινωνία του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, θα ταχθεί δημοσίως, σε συνέντευξη Τύπου για το βιβλίο του «Το χρέος», υπέρ της λύσης Καραμανλή. Αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, σε μια συνάντηση με δημοσιογράφους στις πρόβες που έκανε εν όψει των περίφημων συναυλιών του στο στάδιο «Γ. Καραϊσκάκης» και των περιοδειών που ετοίμαζε για την επαρχία, του τηλεφώνησαν εκ μέρους του Καραμανλή και του ζήτησαν να περιορίσει τις συναυλίες του μόνο στην Αθήνα. Ο Μίκης «αρπάχτηκε» σχολιάζοντας ότι «πολύ άσχημα ξεκινάει η κυβέρνηση Καραμανλή» απαγορεύοντάς του να κάνει συναυλίες, αν και ο βασικός λόγος ήταν ο φόβος τυχόν προβοκάτσιας. «Αρχίζει πολύ άσχημα τη διακυβέρνηση της χώρας με απαγορεύσεις. Και μπορεί αυτή τη στιγμή να είμαστε σε πολύ άσχημη κατάσταση και να έχουμε απ’ τη μια τον Καραμανλή κι απ’ την άλλη τα τανκς, αλλά όμως δεν δικαιούται να αρχίζει με απαγορεύσεις» είπε σφόδρα δυσαρεστημένος στους δημοσιογράφους. Την άλλη ημέρα η εφημερίδα «Βραδυνή» είχε τίτλο «Καραμανλής ή τανκς», φράση που θα τον ακολουθούσε πάντα και ας μην είχε ειπωθεί έτσι. «Τώρα έχουμε και τον Καραμανλή και τα τανκς» θα πει ο Ανδρέας Παπανδρέου από τον Πανιώνιο, παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από τον Μίκη – με τον οποίο η σχέση ήταν μάλλον ανταγωνιστική, παρότι οι δρόμοι τους διασταυρώνονταν σε διάφορες φάσεις, και σε κάθε περίπτωση προβληματική -, θέτοντας παράλληλα σαφείς διαχωριστικές γραμμές με τον Καραμανλή που επιδίωκε διευρυμένη κυβέρνηση στο πλαίσιο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, προτείνοντας και στον ίδιο τον Θεοδωράκη να γίνει υπουργός. Ο ίδιος δέχθηκε με τη σύμφωνη γνώμη συντρόφων του από τους «Λαμπράκηδες» και το ΠΑΜ, αλλά η πρόταση έμεινε στα χαρτιά.

 

«Ανδρέα, δεν το έγραψα για σένα…»

Ο Μίμης Ανδρουλάκης, ο οποίος υπήρξε στενός φίλος με τον μουσικοσυνθέτη και μάρτυρας σημαντικών πολιτικών γεγονότων που σχετίζονταν με τον Θεοδωράκη, παραθέτει στο βιβλίο του «Σαλός Θεού. Ο μυστικός Μίκης» (εκδόσεις Πατάκη) ένα ιδιαίτερο στιγμιότυπο για τη σχέση Μίκη – Ανδρέα. Οι δυο πολιτικοί συναντώνται στη Στοκχόλμη, μέσα στη χούντα, στο σπίτι του δικηγόρου Μανώλη Πονηρίδη. Ο Παπανδρέου λέει στον Μίκη: «Αν τα βρούμε εμείς οι δυο, όλα τ’ άλλα θα ‘ρθουν από μόνα τους. Μη νομίζεις ότι ξέχασα τις συζητήσεις μας στο σπίτι της Σύλβας». Πρόκειται για τη Σύλβα Ακρίτα και αφορούσε τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού φορέα κεντροαριστερού (που ποτέ όμως δεν έγινε). Ο Ανδρέας τον παρακινεί να παίξει στο πιάνο τα «Τραγούδια του Ανδρέα». Ο Μίκης ξεκινά με το «Είσαι Ελληνας». Ακολουθεί το «Είμαστε δυο», μετά το «Καιρός να δεις», δηλαδή το «Σου είπαν ψέματα πολλά», και τελείωσε με το «Σφαγείο»: «Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο, μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ… Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Aνδρέα…». Ο Aνδρέας έχει βουρκώσει και ψιθυρίζει στον Μίκη: «Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, δεν θα το ξεχάσω ποτέ, κανείς δεν μ’ έχει τιμήσει περισσότερο!». Ο Μίκης κεραυνοβολείται. Μακάρι να μπορούσε να του πει: «Ναι, Aνδρέα, για σένα τα ‘γραψα», αλλά φοβάται τη γελοιοποίηση. Πάει να σκάσει. Περιμένει να περάσει η μεγάλη συγκίνηση του Aνδρέα και χαμηλόφωνα, με έκδηλη αμηχανία και ντροπή, του λέει: «Τα έγραψα για τον Aνδρέα Λεντάκη που βασανιζόταν στην Μπουμπουλίνας». «Ποιος είναι αυτός;» ψέλλισε ένας κατακίτρινος, πληγωμένος Aνδρέας, σωστό ράκος. «Ηταν στο προεδρείο των «Λαμπράκηδων»» του απάντησε ο Μίκης.

ΚΚΕ – Μίκης: Μια πολυκύμαντη σχέση

Στις πρώτες εκλογές μετά τη Μεταπολίτευση, τον Νοέμβριο του 1974, ο Θεοδωράκης συμμετέχει στα ψηφοδέλτια της Ενωμένης Αριστεράς που συγκροτήθηκε, ύστερα και από δικές του προσπάθειες, από το ΚΚΕ, το ΚΚΕ Εσωτερικού και την ΕΔΑ. Παρά τις διαμάχες μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού για το όνομα του κόμματος που είχε προκύψει από τη διάσπαση του ’68, το όνειρο του Μίκη για (εκλογική) ενότητα των αριστερών δυνάμεων έγινε πραγματικότητα. Ομως το μεν ΚΚΕ θα πριμοδοτήσει το στέλεχός του Δημήτρη Γόντικα, το δε ΚΚΕ Εσωτερικού τον Κώστα Φιλίνη, αφήνοντας τον Μίκη εκτός. Ο Χαρίλαος Φλωράκης θα αναγνωρίσει ότι ήταν λάθος που δεν εξελέγη, όμως η καχυποψία που υπήρχε για το πρόσωπό του ήταν προφανής. Η Ενωμένη Αριστερά διαλύεται και ο ίδιος συμμετέχει στην ανασύσταση της ΕΔΑ, χωρίς όμως προοπτική, καθώς μετατρέπεται σε δορυφόρο του ΚΚΕ Εσωτερικού, και ο Θεοδωράκης αποχωρεί. Οι δίαυλοι επικοινωνίας με το ΚΚΕ παραμένουν ανοιχτοί παρά τις αντιδράσεις για το πρόσωπό του εκ μέρους της ΚΝΕ, οι οποίες παίρνουν ανοιχτό πολεμικό χαρακτήρα. Το 1976, πριν από τη συναυλία του στο «Καυτανζόγλειο» της Θεσσαλονίκης με το μνημειώδες «Αξιον εστί», ένα σύνθημα εναντίον του γραμμένο σε κάποιον τοίχο με υπογραφή της ΚΝΕ τον εξοργίζει. Σε επικοινωνία που είχαν μαζί του δημοσιογράφοι της «Αυγής», οργάνου του ΚΚΕ Εσωτερικού, θα τους πει ότι «δεν πρέπει οι ηγεσίες και από τις δυο μεριές να ποτίζουν τις Νεολαίες τους με δηλητήριο εναντίον μας. Αυτή είναι τακτική γενιτσαρισμού που πρέπει να σταματήσει». Η «Αυγή» θα κυκλοφορήσει με τίτλο: «Θεοδωράκης: Οι Κνίτες είναι γενίτσαροι». Οι αντιδράσεις εκ μέρους της μαχητικής Νεολαίας του ΚΚΕ θα επισφραγίσουν την προβληματική σχέση τους, η οποία ωστόσο δεν θα διαρκέσει – θα προσκληθεί στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ το 1977 συνεπαίρνοντας με τη μουσική του το πλήθος, ενώ το 1978, παρά τις όποιες εσωκομματικές επιφυλάξεις, το ΚΚΕ θα τον κατεβάσει υποψήφιο δήμαρχο Αθηναίων.

Η περίοδος των ομαλών σχέσεων με το κόμμα από το οποίο ξεκίνησε την αγωνιστική δράση του θα είχε συνέχεια. Το 1980 θα κληθεί να συμμετέχει στην Κίνηση για την Ενότητα της Αριστεράς που αποφάσισε να συγκροτήσει το ΚΚΕ, προσελκύοντας ανένταχτους του χώρου, ένα εγχείρημα που δεν θα μακροημερεύσει, καθώς το 1982 αποφασίζεται η διάλυσή της. Στις εκλογές του 1981 ο Μίκης εκλέγεται βουλευτής Β’ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ. Είναι η χρονιά της Αλλαγής και της ιστορικής νίκης του ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, για τον οποίο ο Θεοδωράκης διατηρούσε τις επιφυλάξεις του. «Δεν πρόκειται να σε πάρει, σε δουλεύει» θα πει στον Χαρίλαο, που μόλις είχε τηλεφωνήσει στον μεγάλο νικητή για να τον συγχαρεί, με τον Ανδρέα να του λέει ότι θα μιλήσουν την επομένη για το πρόγραμμα και τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, κάτι που δεν έγινε φυσικά ποτέ!

 

Η σπίθα που δεν έσβησε ποτέ

Ο Μίκης διαφωνούσε με την «υποχωρητικότητα» του ΚΚΕ έναντι του Παπανδρέου την πρώτη περίοδο. Στις εκλογές του 1985 εκλέγεται βουλευτής Επικρατείας με το ΚΚΕ, αλλά το 1986 παραιτείται απογοητευμένος από τον περιορισμένο ρόλο που του επιφυλάχθηκε. Η συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου μετά τον «ιστορικό συμβιβασμό» Φλωράκη – Κύρκου δεν θα συμπεριλάβει τον Θεοδωράκη – θα κρατηθεί απ’ έξω για λόγους διατήρησης των εύθραυστων ισορροπιών, εξοβελισμένος αλλά κυρίως απαυδισμένος από την πορεία του ΠαΣοΚ (σκάνδαλο Κοσκωτά κ.λπ.), κάτι που θα παίξει τον ρόλο του στο να πάρει την πιο αμφιλεγόμενη απόφαση στην πολιτική του διαδρομή: τη συνεργασία του με τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του κόμματος, με το οποίο επανεξελέγη και στις εκλογές του 1990, έχοντας πάντως καταθέσει και τις δύο φορές δήλωση ανεξάρτητου βουλευτή συνεργαζόμενου με τη ΝΔ (έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και κατόπιν υπουργός Επικρατείας), ενώ το 1992 διαχώρισε τη θέση του από την ΚΟ της ΝΔ και το 1993 παραιτήθηκε από βουλευτής. Το 2010 ίδρυσε την Κίνηση Ανεξάρτητων Πολιτών «Σπίθα» και το 2012 μαζί με τον Μανώλη Γλέζο και τον καθηγητή Γιώργο Κασιμάτη παρουσίασαν την πολιτική κίνηση ΕΛΑΔΑ (Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση) με σκοπό τη συγκρότηση ενός μεγάλου αντιμνημονιακού μετώπου.

Το 2013 ανακοίνωσε την αποστρατεία του από την πολιτική ζωή, ενώ τάχθηκε κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών συμμετέχοντας ως κεντρικός ομιλητής στο συλλαλητήριο του Φεβρουαρίου 2018.