Πέντε άλμπουμ, πέντε σταθμοί από διαφορετικές φάσεις της δισκογραφίας του Μίκη Θεοδωράκη με γνωστά και λιγότερο γνωστά τραγούδια.

Επιτάφιος, 1958
«Για μένα δεν ήταν ένα όποιο καλό ή κακό τραγούδι, αλλά ένας θρήνος πραγματικός. Ηταν καθήκον, ήταν ευγνωμοσύνη, ήταν όρκος – κι εγώ ήμουν χαρούμενος γιατί είχα βρει τον άνθρωπό μου, αυτόν που με φωνή λεβέντικη και φωτεινή θα ‘κανε αυτές τις προσωπικές, τις ατομικές ελπίδες παλλαϊκά τραγούδια… Για μένα η φωνή του Μπιθικώτση έχει μιαν άλλη ομορφιά. Γιατί είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του… είναι ο Νεοέλληνας είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει». Αυτά έγραφε στην εφημερίδα «Αυγή» το 1960 ο ίδιος ο συνθέτης για τον δίσκο που μένει ως ορόσημο στη δισκογραφία του ενσωματώνοντας στοιχεία από τη βυζαντινή παράδοση και τα ρεμπέτικα. «Νομίζω ότι η «γενναία» δήλωση στα 1960 – μόλις ξεκίνησε – πως θεωρεί τον εαυτό του «μαθητή του Τσιτσάνη και των άλλων λαϊκών» έχει από ορισμένους παρεξηγηθεί. Από την άποψη ότι δεν βλέπουν ή κάνουν ότι δεν βλέπουν τα καινούργια στοιχεία, τα εντελώς προσωπικά, που μας αποκαλύπτουν τα τραγούδια του «Επιτάφιου»» σημειώνει ο Andreas Brandes.

Πολιτεία Α’ και Β’, 1961, 1964
«Ο κύκλος τραγουδιών «Πολιτεία» χτίστηκε με πρώτο υλικό τον ποιητικό λόγο του Τάσου Λειβαδίτη και του Δημήτρη Χριστοδούλου. Αφετηρία για τη δόμησή του απετέλεσε το «Μάνα μου και Παναγιά», το σπουδαίο τραγούδι σε ρυθμό χασάπικου, που γεννήθηκε τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη του 1960 στο Παρίσι, σηματοδότησε και την έναρξη της συνεργασίας του συνθέτη με τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη» σημειώνει ο Γιώργος Β. Μονεμβασίτης (2004) στην επανέκδοση του άλμπουμ. Ο κύκλος εμφανίζεται και ως «Πολιτεία Α», καθώς ακολούθησε η «Πολιτεία Β» (1964), «Πολιτεία Γ» (1994, με τον Μανώλη Μητσιά) και «Πολιτεία Δ» (1996, Πέτρος Γαϊτάνος). Πρόκειται για δύο άλμπουμ με κομμάτια που πέρασαν στη συλλογική συνείδηση, «σφραγισμένα» από τις ερμηνείες των Μπιθικώτση, Καζαντζίδη – Μαρινέλλας, Μαρίας Φαραντούρη, Αντώνη Κλειδωνιάρη, Μιχάλη Ιωαννίδη: «Μάνα μου και Παναγιά», «Δραπετσώνα», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Εχω μι’ αγάπη», «Σαββατόβραδο», «Βράχο βράχο», «Παράπονο», «Καημός», «Μετανάστης», «Οι μοιραίοι», «Η μπαλάντα του Αντρίκου», «Γωνιά γωνιά», «Είναι μακρύς ο δρόμος σου», «Στράτα τη στράτα», «Βραδιάζει». Για πρώτη φορά κυκλοφόρησαν σε ενιαίο δίσκο το 1976.

Στην Ανατολή, 1973
Από τα άλμπουμ που ο ίδιος ο συνθέτης -αλλά και ο Στέλιος Καζαντζίδης – θεωρούσαν «αδικημένα», επειδή τα τραγούδια που περιέχονται εκεί (σε στίχους του συνθέτη και των Μιχάλη Κακογιάννη, Γιάννη Καλαμίτση, Κώστα Στυλιάτη) δεν γνώρισαν μαζική αποδοχή στην εποχή τους. Υπάρχουν ίχνη αλήθειας στον χαρακτηρισμό για διαφορετικούς λόγους. Πρώτον, η ερμηνεία του Καζαντζίδη σ’ αυτό τον δίσκο δείχνει έναν ερμηνευτή που θέτει τη φωνή του στην «υπηρεσία» του Θεοδωράκη ακυρώνοντας εν μέρει τον προσωπικό του μύθο. Κορυφαίες στιγμές εδώ «Τα παραθύρια ορθάνοιχτα», «Και δε μίλησε κανείς», «Μες στην ταβέρνα» και το αμιγώς θεοδωρακικό στο ύφος και τον στίχο «Βουνά σας χαιρετώ». Δεύτερον, οι δυνάμεις που συνεργάζονται στον δίσκο για την απόδοση της «ανατολίτικης» έμπνευσης και αισθητικής. Στα μπουζούκια οι Λάκης Καρνέζης και Χρήστος Νικολόπουλος, στις δεύτερες φωνές η Χάρις Αλεξίου.

Μπαλάντες, 1973
Το 1977 είναι έτος ευρωπαϊκής περιοδείας για τον Μίκη Θεοδωράκη. «Σ’ αυτή την τουρνέ συμπεριλαμβάνονται για πρώτη φορά στο πρόγραμμα οι «Μπαλάντες» σε ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Πυρήνας του έργου είναι ένας κύκλος έξι τραγουδιών που γράφτηκαν τον Ιούλιο του 1973 στο Ντουμπρόβνικ, με τίτλο Λερναία Υδρα, ενόσω ο Μίκης βρισκόταν στη Γιουγκοσλαβία για να συνθέσει τη μουσική της ταινίας Sutieska (Tito). Ο Αναγνωστάκης ανήκει στη γενιά εκείνη των ποιητών που δημιούργησαν το έργο τους υπό το σοκ της Αντίστασης ενάντια στον κατακτητή και τη Δεξιά. Καταδικάστηκε σε θάνατο και πήρε χάρη μόλις το 1950. Στα κείμενά του είναι έκδηλη η πικρία μιας «χαμένης γενιάς» (Χαρά, χαρά). Οι μελωδίες που συνέθεσε ο Θεοδωράκης πάνω σ’ αυτούς τους στίχους είναι σοβαρές και μελαγχολικές. Στη λαϊκή σύνθεση της ορχήστρας προστίθενται το φλάουτο και η τρομπέτα. Οι μελωδίες και η ενορχήστρωση αντιστοιχούν πράγματι στη μελαγχολία των ποιημάτων, απηχούν όμως και έναν ολοφάνερο συναισθηματισμό που σπάνια συναντάμε τόσο έντονο στο έργο του Θεοδωράκη» (απόσπασμα από το βιβλίο του Guy Wagner «Μίκης Θεοδωράκης – Μια ζωή για την Ελλάδα», εκδ. τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, 2002).

Καρυωτάκης, 1984
«Από τη βιογραφία του Καρυωτάκη είδα με μεγάλη μου έκπληξη ότι έχω μαζί του πολλά κοινά σημεία. Οι γονείς μας ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Έτσι τα παιδικά χρόνια σημαδεύτηκαν μ’ αυτές τις μετακινήσεις-ξεριζώματα- από πόλη σε πόλη. Εγώ γνώρισα Χίο – Μυτιλήνη – Σύρο – Αθήνα – Γιάννενα – Αργοστόλι – Πάτρα – Πύργο – Τρίπολη – Αθήνα – Χανιά. Εκείνος Τρίπολη – Λευκάδα – Αργοστόλι – Λάρισα – Πάτρα – Καλαμάτα – Αθήνα – Χανιά – Πρέβεζα (υπογραμμίζω τις πόλεις που συμπέσαμε). Γεννήθηκε το 1896. Τότε γεννήθηκε κι ο πατέρας μου. Στα Χανιά (1913) απέκτησε τον μοναδικό του φίλο, τον Ευγένιο Αρετάκη. Ήταν θείος μου. Όταν εγώ γεννιόμουν (1925), αυτός βρισκόταν στην Τρίπολη, την πόλη που με σημάδεψε όσο καμία άλλη. Στα 1927, επισκέφτηκε τη Δημητσάνα. Δυο βήματα πιο πέρα από τη Ζάτουνα. Όταν τον Απρίλιο πήγε στο Παρίσι για ένα μήνα, έμεινε στο Hotel Sorbonne. Στο ίδιο ακριβώς ξενοδοχείο μείναμε με τη Μυρτώ, είκοσι έξι χρόνια αργότερα, στα 1954, όταν πρωτοπήγαμε στο Παρίσι. Κοινή μας η αγάπη για τις εκδρομές. Κοινή και η αγάπη για τη θάλασσα. Αυτά όμως θα πει κανείς, είναι εξωτερικά σημάδια. Σωστά. Η σχέση μου με τον Καρυωτάκη άρχισε λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, όταν ανακάλυψα την ποίησή του-ακριβώς στην πόλη που γεννήθηκε-στα 1940. Ιδιαίτερα με σημάδεψε η συλλογή του Ελεγεία και Σάτιρες» (σημείωμα του συνθέτη για την πρώτη λυρική τραγωδία «Κώστας Καρυωτάκης», 1987).