Τον Ιανουάριο του 2016 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου αποφάσισαν να αλλάξουν τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού Διαχείρισης Κτημάτων Βακούφ Κω πριν από τη λήξη της θητείας του ακολουθώντας, δυστυχώς, την ίδια λογική με προηγούμενες κυβερνήσεις. Στη θέση του προέδρου τοποθετήθηκε ο Ιμπραήμ Κουνελάκης και ως μέλος ο Σαρρή Σουλεϊμάν, εξέχοντα στελέχη του τοπικού ΣΥΡΙΖΑ. Η τότε κυβέρνηση πίστευε ότι έπραττε προς το καλύτερο, αλλά τα γεγονότα απέδειξαν το αντίθετο.

Ο Ιμπραήμ Κουνελάκης υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του «Μορφωτικού και Πολιτιστικού Συλλόγου Κώων Μουσουλμάνων – η Αδελφότης», ο Σαρρή Σουλεϊμάν ήταν ο εν ενεργεία ταμίας αυτού του Συλλόγου και δύο από τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ ήταν συγγενείς των προαναφερομένων. Ετσι, η διοίκηση του Βακούφ Κω πέρασε στα χέρια ενός Συλλόγου που είχε καταλάβει αυθαίρετα περιουσία του Βακούφ Κω και διατηρούσε (και συνεχίζει να διατηρεί) στενές σχέσεις με το τουρκικό προξενείο στη Ρόδο. Οι διαστάσεις αυτές είτε δεν έγιναν αντιληπτές από την τότε πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ή υποτιμήθηκαν. Πολύ περισσότερο ενδιαφέρον είναι ότι ενώ μέχρι τότε ο Σύλλογος διαμαρτυρόταν και ήθελε εκλογές για την ανάδειξη του ΔΣ, μόλις διορίστηκαν τα μέλη του, ξέχασε κάθε διαμαρτυρία και χαιρέτισε τη νέα κατάσταση.

Τα πρώτα προβλήματα

Τα προβλήματα βγήκαν στην επιφάνεια λίγο αργότερα. Ο βουλευτής Δωδεκανήσου του ΣΥΡΙΖΑ Ηλίας Καματερός, επιδιώκοντας τη διαφάνεια στην οικονομική διαχείριση του Οργανισμού, συγκρούστηκε με τον κ. Κουνελάκη για τις αναθέσεις μελετών για την αποκατάσταση των τζαμιών της Κω μετά τον σεισμό, αλλά και με τον Σαρρή Σουλεϊμάν για την υπόθεση της διάθεσης ενός αγρού που ανήκει στον Οργανισμό Διαχείρισης με σκοπό την ανέγερση νοσοκομείου στο νησί. Η διοίκηση του βακουφίου, με πρωταγωνιστή τον Σαρρή Σουλεϊμάν (και παρά την αντίθετη στάση του προέδρου του Βακούφ) αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή της στην πώληση του συγκεκριμένου αγρού. Αυτό σήμαινε ότι η κατασκευή νέου νοσοκομείου στην Κω – ένα έργο μεγάλης σημασίας για το νησί αλλά και για την εικόνα της τότε κυβέρνησης – ακυρωνόταν πριν καν ξεκινήσει. Η κοινή εκτίμηση όλων ήταν ότι πίσω από την παράλογη άρνηση της πλειοψηφίας του Βακούφ Κω ήταν ο τούρκος πρόξενος της Ρόδου που δεν ήθελε την κατασκευή ενός σύγχρονου νοσοκομείου στην Κω.

Ο κ. Καματερός εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του και φέρεται να κατέθεσε πρόταση αντικατάστασης των κκ. Κουνελάκη και Σουλεϊμάν με ταυτόχρονη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τη λειτουργία του Οργανισμού Διαχείρισης Κτημάτων Βακούφ Κω. Λίγοι γνώριζαν ότι το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας βασιζόταν σε διάταγμα του ιταλού κυβερνήτη που χρονολογούνταν από το 1927! Οι συζητήσεις που ξεκίνησαν στον ΣΥΡΙΖΑ για την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου γρήγορα έφτασαν στα αφτιά διαφόρων βουλευτών, αλλά δύο έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: ο «σκληροπυρηνικός» βουλευτής Ξάνθης Χουσεΐν Ζεϊμπέκ (που διατηρούσε στενότατες σχέσεις με το Μέγαρο Μαξίμου) και ο (πρώην, πλέον) βουλευτής Ροδόπης Μουσταφά Μουσταφά.

Οι προτάσεις των Ζεϊμπέκ και Μουσταφά για την αλλαγή του νομικού καθεστώτος των Οργανισμών Διαχείρισης Βακούφ Ρόδου και Κω ήταν η μεταφορά του αντίστοιχου νόμου για τα βακούφια στη Θράκη, «βελτιωμένου» σύμφωνα με τις ευρέως γνωστές επιδιώξεις της Τουρκίας. Αυτό ήταν και το κρίσιμο λάθος γιατί, πλέον, δεν έμεινε καμία αμφιβολία σε κανέναν τι διακυβευόταν σε Ρόδο και Κω. Η τότε κυβέρνηση σταμάτησε να ασχολείται με την ανάγκη αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου και άφησε τα πράγματα να συνεχίσουν την πορεία τους.

Είναι προφανές ότι ούτε ο κ. Γαβρόγλου ούτε ο κ. Καματερός είχαν ασχοληθεί με ορισμένα παρελθόντα περιστατικά στα Δωδεκάνησα, ώστε να αντιληφθούν τους τουρκικούς σχεδιασμούς. Η απόπειρα «επιβολής» νέου ιμάμη στη Ρόδο το 2012 μέσω της τοποθέτησης στη θέση αυτή του Μέτσο Ιλτέρ, συγγενή του πρώην μουφτή Κομοτηνής Μέτσο Τζεμαλή και έχοντα στενές σχέσεις με τον ψευδομουφτή Αχμέτ Μετέ, ήταν ακόμη αρκετά νωπή την περίοδο 2015-2016, όπως και το γεγονός ότι η κίνηση παράκαμψης της νομιμότητας και του Οργανισμού Διαχείρισης Κτημάτων Βακούφ Ρόδου είχε υποκινηθεί από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μουσουλμάνων Ρόδου «Η Αδελφοσύνη». Μάλιστα, ο κ. Ιλτέρ με τη βοήθεια του Σουνουσί Μισιρόγλου (πρόσωπο με στενούς δεσμούς με τον πρόεδρο της Τουρκίας και την οργάνωση «Αδελφοί Μουσουλμάνοι») είχε εκδιώξει με τη βία τον ιμάμη που είχε επιλέξει τριμελής επιτροπή ιμάμηδων από το τέμενος Ιμπραχήμ Πασά. Κανείς στη Ρόδο δεν είχε ξεχάσει ότι μετά την επίθεση στον νόμιμο ιμάμη, οι κ.κ. Ιλτέρ και Μισιρόγλου είχαν καταφύγει στο τουρκικό προξενείο για να μη συλληφθούν στο πλαίσιο του αυτοφώρου. Ούτε είχαν φυσικά ξεχάσει τις επισκέψεις του κ. Ζεϊμπέκ στη Ρόδο για την υποστήριξη του κ. Ιλτέρ.

Νέα δεδομένα για τις επιτροπές

Η προσπάθεια της Αγκυρας να ελέγξει τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη με σκοπό την εξυπηρέτηση στόχων της εξωτερικής της πολιτικής δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Αυτό που άλλαξε μετά την άνοδο στην εξουσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) είναι η ευρύτερη έμφαση στο σύνολο των μουσουλμάνων που κατοικούν και διαμένουν εν Ελλάδι. Και δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα των «μουσουλμάνων αδελφών», όπως τους αποκαλεί, φιγουράρει πάντα ψηλά στις επαφές που ο ίδιος ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει με στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης. Ο στόχος είναι η διαμόρφωση συνθηκών που θα διευκολύνουν την άσκηση επιρροής στη μειονοτική εκπαίδευση, στη διαχείριση των βακουφίων και, μακροπρόθεσμα, στις μουφτείες. Για τις τελευταίες άλλωστε, ο σταθερός στόχος της τουρκικής πλευράς είναι η εκλογή των μουφτήδων με σκοπό αυτοί να φέρουν «πολιτική περιβολή». Τούτος είναι ο λόγος που η Αθήνα, όπου το σενάριο της (έμμεσης) ανάδειξης μουφτή από επιτροπή μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών δεν απορρίπτεται, επιδιώκει να διαμορφώσει τις ρυθμίσεις εκείνες που θα αποτρέψουν την Αγκυρα να επιβάλει τις απόψεις της, καταστρατηγώντας τη θρησκευτική ελευθερία των ίδιων των μουσουλμάνων.

Πρόσφατα, το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΑΙΘ) κατέθεσε στη Βουλή τροπολογία στο νομοσχέδιο του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης για τον εκσυγχρονισμό του Κτηματολογίου. Σε αυτήν περιλαμβάνονται δύο κρίσιμες ρυθμίσεις (για τις οποίες πρέπει να σημειωθεί ότι έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσωπικά ο Πρωθυπουργός). Η πρώτη από αυτές αφορά τους Οργανισμούς Διαχείρισης Κτημάτων Βακούφ Κω και Ρόδου. Οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν μη κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κοινωφελή και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που εποπτεύονται από τον ΥΠΑΙΘ. Στην τροπολογία προβλέπεται ότι οι οργανισμοί θα διοικούνται από πενταμελή Διοικητικά Συμβούλια, «τα οποία απαρτίζονται αποκλειστικά από μουσουλμάνους Ελληνες πολίτες, μόνιμους κατοίκους της Κω και της Ρόδου… και ορίζονται από τον ΥΠΑΙΘ».

Σημειώνεται επίσης ότι «ο τρόπος, η διαδικασία, και οι προϋποθέσεις για την προκήρυξη και την πλήρωση θέσης Ιμάμη, Αναπληρωτή Ιμάμη, Μουεζίνη και κάθε είδους μονίμου προσωπικού που εργάζεται στα Τεμένη και τις λοιπές δομές των οργανισμών καθορίζονται με απόφαση του ΥΠΑΙΘ, κατόπιν εισήγησης των Οργανισμών».

Σημειώνεται επίσης η πρόβλεψη για ορισμό ενός μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) με σκοπό την υποβοήθηση του έργου του Διοικητικού Συμβουλίου. Με την ίδια τροπολογία ρυθμίζεται και το ζήτημα των ιδιωτικών βακουφίων στα δύο νησιά, με τον έφορο (που πρέπει να είναι έλληνας πολίτης) να ορίζεται είτε από τον ΥΠΑΙΘ είτε από το αρμόδιο Εφετείο. Πρόσωπα με γνώση των «κρυφών» λεπτομερειών σημείωναν συναφώς στο «Βήμα» ότι τα ιδιωτικά βακούφια ανήκουν σε τούρκους πολίτες και ίσως δεν είναι τυχαίο ότι το υπουργείο Εξωτερικών έδειξε έντονο ενδιαφέρον ειδικά γι’ αυτή τη ρύθμιση.

Είναι σαφές ότι το καθεστώς των ακινήτων που ανήκουν στα βακούφια των δύο νησιών αποτελεί ιδιαίτερο δίκαιο, που αναγνωρίζει τη νομική κατάστασή τους όπως αυτή είχε διαμορφωθεί πριν από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων το 1947. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι και η Ιταλία είχε αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις περί σεβασμού των συνεστημένων βακουφίων των μουσουλμανικών κοινοτήτων στα Δωδεκάνησα με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Οι Ιταλοί είχαν επίσης αναθέσει σε ειδικό πολυμελή οργανισμό, με πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις, τη διαχείριση των βακουφικών ακινήτων κατόπιν διατάγματος του ιταλού κυβερνήτη. Αυτό το διάταγμα διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την κατάληψη των νησιών από την Ελλάδα στις 31 Μαρτίου 1947.

Ο στόχος της Αθήνας

Η κίνηση του ΥΠΑΙΘ κρίνεται ως μία εκδήλωση της νέας πολιτικής της Αθήνας για την εγγύηση και προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων σύμφωνα με το Σύνταγμα (και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης τρίτων δυνάμεων. Γι’ αυτό καταργήθηκε η θέση του «κυβερνητικού επιτρόπου» και πλέον οι μουσουλμάνοι που διοικούν τους Οργανισμούς Διαχείρισης έχουν την πλήρη ευθύνη των πράξεών τους (εφεξής θα υποβάλλουν πόθεν έσχες). Δεν πρέπει επίσης να ιδωθεί ανεξάρτητα από την επίμονη προσπάθεια της Αγκυρας να πείσει την Αθήνα για να εκλέγονται τα μέλη των διαχειριστικών βακουφικών επιτροπών στη Θράκη. Αυτό που προσπάθησε να πετύχει η Αγκυρα στη Ρόδο και την Κω μέσω «συμβουλών» των «επιτήδειων ουδέτερων» το 2017 μοιάζει να απαντήθηκε με τρόπο οριστικό από τη Νίκη Κεραμέως το 2021.

Στο ΥΠΑΙΘ, όπως και στο υπουργείο Εξωτερικών, γνωρίζουν πολύ καλά τι προβλέπει ο νόμος του 2008 περί «Διοίκησης και Διαχείρισης των Βακουφίων της Μουσουλμανικής Μειονότητας στη Δυτική Θράκη και των περιουσιών της», που όμως ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Ωστόσο, ένας Οργανισμός Διαχείρισης αποτελεί, όπως αναφέρει ο νέος νόμος του ΥΠΑΙΘ για τα βακούφια Ρόδου και Κω, μία ένωση περιουσιών προς κάποιον σκοπό που έχει ορίσει ο αφιερωτής και όχι κάποια έκφραση κοινότητας ή ένα σωματείο/σύλλογο. Επομένως, δεν απαιτούνται εκλογές για τη διαχείριση των περιουσιών. Τούτο είναι κάτι που επίσης συμβαίνει στις αραβικές χώρες, ως η ουσία του μουσουλμανικού θεσμού των βακουφίων.

Τα μειονοτικά σχολεία και η αναστολή λειτουργίας

Στις 2 Αυγούστου το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε μια ιδιαίτερα επιθετική ανακοίνωση αναφορικά με το «κλείσιμο 12 επιπλέον δημοτικών σχολείων που ανήκουν στην “τουρκική” μειονότητα της Ελλάδας στη Δυτική Θράκη». Στην ίδια ανακοίνωση χαρακτηρίζει «συστηματική πολιτική» το κλείσιμο των δημοτικών μειονοτικών σχολείων, ομιλεί για παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάννης και κατηγορεί τη χώρα μας ότι «αφενός μεν κλείνει τα δημοτικά σχολεία με το πρόσχημα της έλλειψης μαθητών, αφετέρου δε αγνοεί τις απαιτήσεις για το άνοιγμα νέου μειονοτικού σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης/λυκείου παρά τις ανάγκες και παραβιάζει δικαιώματα εκπαίδευσης παιδιών της μειονότητας με διάφορες δικαιολογίες».
Ορισμένες λεπτομέρειες που δεν είναι ευρέως γνωστές κάνουν τη διαφορά στο θέμα αυτό και επιμελώς η τουρκική πλευρά τις αγνοεί στις δημόσιες ανακοινώσεις της. Κατ’ αρχήν, το σύνολο των σχολικών μονάδων της μειονοτικής εκπαίδευσης αριθμούσε, για το σχολικό έτος 2020-2021, 115 σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (εκ των οποίων ανεστάλη η λειτουργία 12 για το επόμενο έτος, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο αριθμός τους σε 103), καθώς και δύο Γυμνάσια – Λύκεια (ένα στον Νομό Ξάνθης και ένα στον Νομό Ροδόπης). Σημειώνεται ότι το σχολικό έτος 2019-2020 φοιτούσαν στην πρωτοβάθμια μειονοτική εκπαίδευση περίπου 4.200 μαθητές με φθίνουσα πορεία και περίπου 1.500 μαθητές φοιτούσαν στη δευτεροβάθμια μειονοτική εκπαίδευση με αυξητική πορεία.

Μειονοτικό σχολείο με δύο μαθητές

Τα ολιγοθέσια (διθέσια, με έναν μουσουλμάνο και έναν χριστιανό δάσκαλο) μειονοτικά σχολεία που έχουν από εννέα ως 40 μαθητές αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα της μειονοτικής εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, στον Νομό Ροδόπης, τα 52 από τα συνολικά 54 σχολεία ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, ενώ στους Νομούς Εβρου και Ξάνθης οι αναλογίες είναι έξι από εννέα σχολεία και 25 από 42 σχολεία αντιστοίχως. Στελέχη των υπουργείων Παιδείας και Εξωτερικών που μίλησαν, υπό καθεστώς ανωνυμίας, στο «Βήμα» σημείωναν ότι αυτά τα μειονοτικά σχολεία συντηρούνται με κάθε κόστος, παρά το γεγονός ότι δεν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ παρατηρούνται φαινόμενα όπως υποχρεωτικές συνδιδασκαλίες, ή εντελώς ανεπαρκής εξοικείωση και γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Το δε καθαρά εκπαιδευτικό μέτρο της αναστολής λειτουργίας σχολικών μονάδων συνιστά πάγια διαδικασία που ισχύει για όλες τις σχολικές μονάδες της χώρας. Επομένως, προσθέτουν οι ίδιες πηγές, τα μειονοτικά σχολεία δεν μπορούν να εξαιρούνται. Επίσης, οι οικισμοί των οποίων αναστέλλεται η λειτουργία των σχολείων βρίσκονται σε πεδινές περιοχές με ευχέρεια πρόσβασης, ενώ σε ορεινά και απομονωμένα σχολεία, στα οποία η μεταφορά των μαθητών είναι αδύνατη, εξακολουθούν να λειτουργούν μειονοτικά σχολεία με ελάχιστο αριθμό μαθητών. Είναι χαρακτηριστικό, έλεγαν στο «Βήμα» οι ίδιες πηγές, ότι υπάρχει μειονοτικό σχολείο που λειτουργεί μόνο με δύο μαθητές!

Η υπόθεση των ιεροσπουδαστηρίων

Η δεύτερη κρίσιμη ρύθμιση αφορά τα Μουσουλμανικά Ιεροσπουδαστήρια Θράκης (ΜΙΘ). Στην περιοχή υπάρχουν δύο ιεροσπουδαστήρια, ένα στην Ξάνθη και ένα στην Κομοτηνή, με περίπου 220 σπουδαστές. Οι διευθυντές τους είναι μουσουλμάνοι και οι υποδιευθυντές χριστιανοί. Η νέα ρύθμιση προβλέπει την κατάργηση των οργανικών θέσεων των μονίμων εκπαιδευτικών που διδάσκουν τα μαθήματα της γενικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και τα μαθήματα της μουσουλμανικής θρησκευτικής εκπαίδευσης, που είχαν συσταθεί με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργείων Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών το 2006. Πλέον, όταν υφίσταται ανάγκη πλήρωσης κενών θέσεων, προκηρύσσεται διαδικασία κατάταξης των υποψηφίων εκπαιδευτικών και επιλέγονται εκπαιδευτικοί αυξημένων ακαδημαϊκών προσόντων με μοριοδότηση και συνέντευξη κατά την αντίστοιχη ρύθμιση για τα εκκλησιαστικά σχολεία. Η θητεία τους θα είναι τετραετής με ανώτατο όριο παραμονής στη θέση αυτή τα 12 έτη. Με την κίνηση αυτή, το ΥΠΑΙΘ αναβαθμίζει το εκπαιδευτικό προσωπικό των ιεροσπουδαστηρίων, αφού πλέον θα ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν στα πρότυπα σχολεία. Οι αναμενόμενες αντιδράσεις από το τουρκικό προξενείο και επιμέρους τοπικά συμφέροντα δεν φαίνεται να φοβίζουν την ηγεσία του ΥΠΑΙΘ.