Η ανακάλυψη έγινε περίπου πριν από έναν μήνα. Οι αστυνομικοί εντόπισαν ένα μυστικό νεκροταφείο που περιείχε πτώματα δεκάδων γυναικών στην πόλη Τσατσουάπα του Σαλβαδόρ. Ξεκίνησαν τις εκταφές, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Εχουν βρεθεί 40 σοροί γυναικών και οι έρευνες συνεχίζονται. Ιδιοκτήτης του σπιτιού στον κήπο του οποίου βρισκόταν το μυστικό νεκροταφείο είναι ένας πρώην αστυνομικός. Τουλάχιστον δέκα άτομα αντιμετωπίζουν ποινικές διώξεις. Τι συνέβη; Ηταν κοινό μυστικό σε αρκετούς κατοίκους της περιοχής: όποιος σκότωνε σύζυγο, φίλη, αδελφή ή κάποια γυναίκα του περιβάλλοντός του μπορούσε έναντι αμοιβής να «ξεφορτωθεί» το πτώμα της στο αυτοσχέδιο νεκροταφείο. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απευθύνθηκαν στον πρώην αστυνομικό, όπως αποδείχθηκε.

Η ανατριχιαστική αυτή είδηση αναδεικνύει σε όλο του το βάθος το ζήτημα των γυναικοκτονιών που έχουν πλέον παγκόσμια μάστιγα, «μια δεύτερη πανδημία που κρύβεται κάτω από την πανδημία της COVID», όπως έγραψε πρόσφατα γάλλος αρθρογράφος.

Η πρώτη χρήση του όρου «γυναικοκτονία» έγινε από τον Τζον Κόρι σε βιβλίο του 1801, όπου περιέγραφε τη ζωή στο Λονδίνο στις αρχές του 19ου αιώνα. Ωστόσο ήταν το 1976 όταν ο όρος χρησιμοποιήθηκε δημόσια και πάλι από την ακτιβίστρια Νταϊάνα Ράσελ στο Διεθνές Δικαστήριο για Εγκλήματα εναντίον των Γυναικών, ώστε να αναδειχθούν η βία και οι διακρίσεις εις βάρος των γυναικών.

 

Οι στατιστικές

Τίποτα δεν φάνηκε να βελτιώνεται στα χρόνια που ακολούθησαν, με τις στατιστικές να δείχνουν αύξηση της έμφυλης βίας. Ωστόσο η πανδημία και ο εγκλεισμός στα σπίτια οδήγησαν σε αύξηση της οικογενειακής βίας περίπου κατά 30%, σχεδόν σε όλον τον κόσμο. Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί τόσο ώστε φέτος για πρώτη στη Βρετανία έγινε μεγάλη έρευνα που ανέλυσε τις δολοφονίες από άνδρες γυναικών ηλικίας από 14 έως 100 ετών, μεταξύ 2009-2018.

Εδειξε ότι κατά μέσο όρο, στο Ηνωμένο Βασίλειο, μία γυναίκα δολοφονείται κάθε τρεις ημέρες – μια τρομακτική στατιστική, αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Και αυτό παρά τη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του κοινού, τις μεταρρυθμίσεις στους νόμους και τη βελτίωση της εκπαίδευσης των αστυνομικών. Οπως αναφέρεται στην έκθεση: «Τα μοτίβα της ανδρικής βίας είναι επίμονα και διαρκή».

Παρότι μεγάλο κομμάτι της βίας αυτής μπορεί να προληφθεί, κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Μόλις την περασμένη εβδομάδα ολοκληρώθηκε στην Κορσική μια δίκη που συντάραξε τη Γαλλία. Ο Μπρουνό Γκαρσία-Κρουσιανί καταδικάστηκε σε ισόβια επειδή τον Μάρτιο του 2019 πυροβόλησε και σκότωσε την επί 14 χρόνια σύντροφό του και μητέρα των δύο παιδιών τους, Ζουλί Ντουίμπ. Εκείνη είχε προσφύγει στον εισαγγελέα κάνοντας λόγο για βίαιη συμπεριφορά και επιθέσεις εις βάρος της. Οταν η υπόθεση απορρίφθηκε από το δικαστήριο, εκείνος τη σκότωσε.

Η 34χρονη Ζουλί ήταν μία από τις 146 γυναίκες που έχασαν τη ζωή τους από τον νυν ή πρώην σύντροφό τους στη Γαλλία το 2019. Και σε αυτή τη χώρα μία γυναίκα χάνει τη ζωή της από άνδρα του περιβάλλοντός της σχεδόν κάθε τρεις ημέρες.

 

Στην Τουρκία

Υπάρχουν και χώρες με χειρότερες στατιστικές. Μία γυναίκα δολοφονείται κάθε δύο ημέρες στην Τουρκία από σύντροφο, πατέρα ή αδελφό. Το περασμένο Σάββατο πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη διαδήλωση χιλιάδων ατόμων για την απόφαση του προέδρου Ερντογάν να αποσύρει τη χώρα του από τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, που προβλέπει νόμους για την προστασία των γυναικών. Τα τελευταία πέντε χρόνια ο αριθμός των γυναικοκτονιών έχει διπλασιαστεί στη χώρα. Τον Μάιο καταγράφηκαν 17 περιπτώσεις γυναικοκτονιών ενώ ερευνώνται άλλες 20.

Τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να ανακόψει σε όλον τον πλανήτη αυτή τη «σιωπηλή επιδημία». Η βρετανική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έλλειψη προόδου για τη μείωση των γυναικοκτονιών οφείλεται, εν μέρει, στο ότι κάθε δολοφονία αντιμετωπίζεται από διάφορες υπηρεσίες ως «μεμονωμένο γεγονός». «Για να λύσεις ένα πρόβλημα, πρέπει να μπορείς να το περιγράψεις ακριβώς» λέει η Κάρεν Σμιθ, επικεφαλής μιας οργάνωσης για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. «Υπάρχουν πολλές ενστάσεις για τον όρο «γυναικοκτονία», διότι κάποιοι θεωρούν πως στρέφεται εναντίον των ανδρών. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα έχουν νωρίτερα υποστεί συστηματική βία και εκφοβισμό. Εάν δεν δεχθούμε ότι υπάρχει αυτό το μέγα ζήτημα της έμφυλης βίας, δεν θα μπορέσουμε να βρούμε και ικανοποιητικούς τρόπους αντιμετώπισής του».