Η ταυτότητά μου γράφει πως είμαι συγγραφέας. Κάνω αυτή τη δουλειά εδώ και πολλά χρόνια. Από το 1970 έχουν εκδοθεί 52 τίτλοι βιβλίων μου που έχουν πουλήσει χιλιάδες αντίτυπα και έχουν μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες. Ολα – εκτός από ένα – έχουν ανατυπωθεί πολλές φορές. Ενα – «Η δυστυχία του να είσαι Ελληνας» – βρίσκεται στην 40ή ανατύπωση.

Τα τελευταία χρόνια έχει λιγοστέψει η κίνηση των βιβλίων μου (πού οι χρονιές όταν κάθε ανατύπωση ήταν 5.000 αντίτυπα!). Δεν είμαι πια «ευπώλητος».

Αλλά όχι και αζήτητος. Αλλιώς ο εκδότης μου δεν θα είχε ανατυπώσει πρόσφατα (2020) τέσσερα βιβλία μου: Το «Μικρό εγχειρίδιο ορθολογισμού» (7η έκδοση), «Σκέψεις για την αναγκαιότητα της αγάπης» (9η έκδοση), «Το Βιβλίο των Γάτων» (7η έκδοση) και το «Ειρωνικό Νεοελληνικό Λεξικό» (12η έκδοση). Που σημαίνει πως τα βιβλία αυτά είχαν εξαντληθεί.

Το ποσό που αναγράφεται στον τίτλο του κειμένου είναι το καθαρό μου έσοδο από την πώληση όλων των βιβλίων μου (παλαιών και νέων) το οικονομικό έτος 2020.

Ισοδυναμεί με €254 τον μήνα. Περίπου το ένα τρίτο του κατώτατου μισθού.

Λες και είχα προαισθανθεί ότι κάποτε θα βρεθώ αντιμέτωπος με το μηνιάτικο των €250, ξόδεψα τη μισή μου ζωή να μαζεύω χρήματα. Δύο επικερδείς δεκαετίες στη διαφήμιση και πώληση της εταιρείας, άλλες τέσσερις δεκαετίες στην επιφυλλιδογραφία. Τα πρώτα μου βιβλία ήταν πολύ κερδοφόρα. Ετσι εξοικονόμησα τα χρήματα που καλύπτουν τα σημερινά μας έξοδα.

Γιατί όμως ένας (με όλα τα κριτήρια) εμπορικά επιτυχημένος συγγραφέας φτάνει σε αυτό το σημείο; (Ο φοροτεχνικός μου δεν πίστευε τα μάτια του!)

Ο λόγος που γράφω και δημοσιεύω αυτό το κείμενο δεν είναι για να εκφράσω κάποιο προσωπικό παράπονο. Είναι για να διεκτραγωδήσω την οικονομική κατάσταση των ελλήνων συγγραφέων οι οποίοι – εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις – κυριολεκτικά πένονται.

Χειρότεροι οι ποιητές: Στη χώρα των ποιητικών Νομπέλ, όχι μόνο δεν εισπράττουν, αλλά πληρώνουν από την τσέπη τους τα έξοδα της έκδοσης. Αλλά και οι πεζογράφοι (με εξαίρεση μερικές κυρίες της «ροζ» σχολής) δεν κερδίζουν καν τα προς το ζην. Σχεδόν όλοι ασκούν και άλλο (κύριο) επάγγελμα. Οι δοκιμιογράφοι έχουν φτάσει να πλησιάζουν τους ποιητές.

Εχω συναδέλφους στο εξωτερικό που έχουν αποκτήσει περιουσίες αποκλειστικά από τη σοβαρή συγγραφική τους δραστηριότητα. Εμείς, γιατί;

Ας αραδιάσω μερικούς λόγους.

Η χώρα – και η γλώσσα μας – είναι μικρή. Ενδοξη, αλλά μικρή. Οπως και τα περισσότερα βιβλιοπωλεία μας. Ενα νέο βιβλίο έχει ελάχιστη ζωή στον πάγκο και στη βιτρίνα. Περιμένουν άλλες χιλιάδες να πάρουν σειρά. Αν δεν γίνει μπεστ σέλερ, σε δύο εβδομάδες έχει πάει στο ράφι και μετά στη λησμονιά.

Επιπλέον οι Ελληνες δεν διαβάζουν. Οι σχετικές στατιστικές είναι θλιβερές. Οι μισοί (λένε ότι) διαβάζουν ένα βιβλίο τον χρόνο. Μόνο το 7% διαβάζει μέχρι 10. Η συνήθεια της ανάγνωσης πρέπει να καλλιεργείται στα παιδιά από τα πρώτα τους χρόνια. Αντίθετα εδώ, στο τέλος της χρονιάς, πετάμε (ή καίμε) και τα σχολικά βιβλία.

Οι τιμές των βιβλίων είναι χαμηλές. Πολλοί εκδότες, με αφορμή την πανδημία, ζήτησαν από τους συγγραφείς να μειώσουν το ποσοστό των πνευματικών τους δικαιωμάτων. Από 15% επί της λιανικής τιμής κατέβηκαν στο 12% – ακόμα και στο 10%. Ετσι, από τη μέση τιμή ενός βιβλίου που είναι γύρω στα €15 ο συγγραφέας παίρνει €1,5. Πόσα αντίτυπα πρέπει να πουλήσει για να πιάσει έστω τον βασικό μισθό; 5.200. Πόσα βιβλία πουλάνε πάνω από 5.000 αντίτυπα ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ; (Γιατί ο συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο κάθε τρία με τέσσερα χρόνια, λένε οι στατιστικές.) Ελάχιστα. Και μην ξεχνάμε: όταν αναφερόμαστε σε βασικό μισθό, μιλάμε για μισθό πείνας. Ποια οικογένεια μπορεί να ζήσει με €650 τον μήνα;

Οι συνάδελφοί μας στο εξωτερικό έχουν σημαντικά έσοδα από κρατικές επιχορηγήσεις και ΜΜΕ. Κάποτε πληρώθηκα €2.000 για μία εμφάνιση στη γερμανική τηλεόραση (επιπλέον τα έξοδα ταξιδιού και ξενοδοχείου). Εδώ όχι μόνο δεν σε πληρώνουν για μια συνέντευξη, αλλά θεωρούν ότι σου κάνουν και χάρη.

Δεν χρειάζεται εδώ να πω πόσο σημαντικό πράγμα είναι το βιβλίο για τον πολιτισμό μιας χώρας… Αλλά τα βιβλία δεν φυτρώνουν από μόνα τους. Τα γράφουν οι συγγραφείς. Η Εταιρεία Συγγραφέων λιμοκτονεί ομαδικά. Αραγε, το σεβαστό υπουργείο Πολιτισμού τι έχει κάνει γι’ αυτούς τους ανθρώπους;