Τον είπαν μισογύνη. Τον είπαν αντισημίτη, πορνογράφο, αρνητή της Αμερικής. Του απένειμαν το βραβείο PEN/Faulkner, το National Book Award, το Εθνικό Βραβείο των Αμερικανών Κριτικών Λογοτεχνίας, το Πούλιτζερ. Τον τίμησαν με το Εθνικό Παράσημο Τεχνών, το Χρυσό Μετάλλιο Μυθοπλασίας και την υψηλότερη διάκριση για εν ζωή αμερικανό λογoτέχνη – την έκδοση των έργων του από τη Library of America. Τα βιβλία του Φίλιπ Ροθ είχαν πάντοτε την ικανότητα να σοκάρουν και να θέλγουν ταυτόχρονα κοινό και κριτικούς, από το «Αντίο Κολόμπους» ως το «Νέμεσις», από τις περιγραφές της καθημερινής ζωής στους κόλπους μιας εβραϊκής οικογένειας ως το αλληλοφάγωμα των παντρεμένων ζευγαριών και την ακόρεστη σεξουαλικότητα των χαρακτήρων του. Εν μέρει αναζητώντας το αμφιλεγόμενο, εν μέρει θύμα παρεξηγήσεων της πολύπλοκης γραφής του και παρά τις διενέξεις που αυτά προκάλεσαν, ο Ροθ μέσα σε πέντε δεκαετίες σταδιοδρομίας ανήλθε σταδιακά την κλίμακα της αναγνώρισης για να θεωρηθεί τελικά ως ένας από τους τιτάνες της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Παράλληλα, είδε την ταραχώδη ερωτική του ζωή να δημοσιοποιείται και τον εαυτό του να γίνεται τίτλος των «New York Times» εξαιτίας των συζυγικών του προβλημάτων. Η ογκώδης και πολυσυζητημένη βιογραφία του Μπλέικ Μπέιλι «Philip Roth. The Biography» (εκδ. W.W. Norton) που εκδόθηκε στις 6 Απριλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες εξιστορεί λεπτομερώς, με αντικειμενικότητα και αφηγηματική δεινότητα τον βίο του συγγραφέα και τον βίο του ανθρώπου, το πάθος για τo γράψιμο, τα ταξίδια, την πολεμική, τις γυναίκες.

Το Γουεϊκουέικ του Νιούαρκ, όπου γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου 1933, συνοικία αμερικανών Εβραίων της μικρομεσαίας τάξης, δεν ήταν ακριβώς ο παράδεισος στον οποίο θα το μεταμόρφωνε αργότερα η νοσταλγία για την ασφάλεια της παιδικής ηλικίας. Ομοιογενές εθνοτικά, δημιουργούσε την αίσθηση της σταθερότητας, ωστόσο ο εξωτερικός κόσμος υπήρχε και εισέβαλλε από καιρό σε καιρό: ο ίδιος ο Ροθ θα θυμόταν αργότερα αντισημιτικές επιδρομές στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την εμβληματική επίθεση μιας ομάδας ιταλοαμερικανών συνομηλίκων του μιας γειτονικής περιοχής μετά από έναν σχολικό αγώνα μπέιζμπολ. Ο νεαρός Φίλιπ Ροθ παρατηρούσε εξονυχιστικά αυτόν τον κόσμο, καταγράφοντας λεπτομέρειες με τις οποίες θα επένδυε τους χαρακτήρες του πολύ αργότερα: ο δάσκαλος του δημοτικού του σχολείου θα εμφανιζόταν μετά από πενήντα και πλέον χρόνια στο «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή», η πρώτη του ερωμένη θα γινόταν πρωταγωνίστρια στην «Αγανάκτηση» το 2008. Η μετατροπή της ζωής σε λογοτεχνία έμοιαζε τόσο φυσική στον Ροθ, σε σημείο ώστε να πλησιάζει τη μονομανία: ανανεώνοντας τη γνωριμία του μαζί της μετά από πενήντα πέντε χρόνια θα άρχιζε να κρατά σημειώσεις για ένα διήγημα με τίτλο «Οι ηλικιωμένοι».

Ο επίμονος συγγραφέας

Ευτυχής για τα παιδιά, η δεκαετία του 1940 ήταν καταπιεστική για τους εφήβους, ιδιαίτερα για τους γόνους των αμερικανών Εβραίων, των οποίων η σεξουαλικότητα οριζόταν από αυστηρούς κανόνες και ακόμη αυστηρότερη επιτήρηση από τον περίγυρο: «blue balls» ονόμαζαν το φαινόμενο της αγαμίας ο Ροθ και οι δεκαεφτάρηδες φίλοι του. Το πανεπιστήμιο, εκτός από χώρος γνώσης, κοινωνικοποίησης και επαγγελματικής διεξόδου, έμοιαζε και προνομιακό πεδίο σεξουαλικής απελευθέρωσης. Κάτω από τα συντηρητικά 50s, τα 60s προετοιμάζονταν ήδη, και σε απόσταση 262 χιλιομέτρων από τη γενέτειρά του, το Πανεπιστήμιο Μπάκνελ ήταν ο κατάλληλος χώρος για να λάβει ο Ροθ μια πρόγευσή τους. Εκεί θα σπούδαζε αγγλική λογοτεχνία, θα εξέδιδε ένα σατιρικό περιοδικό και θα επιδιδόταν σε περιπτύξεις με συμφοιτήτριες, ενίοτε επεισοδιακές: όταν κάποτε η σπιτονοικοκυρά του επέστρεψε νωρίτερα του αναμενομένου, εκείνος αναγκάστηκε να κρύψει την κοπέλα του κάτω από το κρεβάτι και να βγει από το δωμάτιο θέλοντας να την απελευθερώσει ανοίγοντας το παράθυρο από έξω, η ιδιοκτήτρια όμως την είχε ήδη εντοπίσει και τρέψει σε φυγή φωνάζοντάς της «βγες έξω, ξετσίπωτη». Το «βυρωνικό όνειρό» του, όπως το ονόμαζε ο ίδιος («βιβλιογραφία την ημέρα, γυναίκες τη νύχτα»), θα το πραγματοποιούσε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, όπου θα έκανε το μεταπτυχιακό του το 1954: η πρώτη του δουλειά, όταν έφτασε, ήταν να αφήσει τις αποσκευές του στο ξενοδοχείο και να τρέξει σε ένα στριπ μπαρ. Οι επιβλέποντες καθηγητές του δεν γνώριζαν πολλά για αυτές τις δραστηριότητες, αντιλαμβάνονταν όμως, κατά τον βιογράφο του, ότι «η συγγραφή τον απασχολούσε περισσότερο από τα μεταπτυχιακά». Το γεγονός ήταν αληθές, ο Ροθ είχε ήδη δημοσιεύσει το πρώτο του κείμενο στη «Chicago Review», επρόκειτο όμως όχι μόνο να πάρει το δίπλωμά του, αλλά και να διδάξει επί πολλά χρόνια δημιουργική γραφή στο Εργαστήριο Συγγραφέων της Αϊοβα και στα Πανεπιστήμια του Πρίνστον και της Πενσιλβάνια.

Ξεπερνώντας το αρχικό του ύφος (μια μείξη Τρούμαν Καπότε και Τζ. Ντ. Σάλιντζερ), ο Φίλιπ Ροθ έγινε γνωστός το 1959 με το «Αντίο Κολόμπους», το οποίο βραβεύθηκε με National Book Award, μέγιστη διάκριση για έναν συγγραφέα 26 ετών. Η ομότιτλη νουβέλα, σάτιρα του υλισμού και του επαρχιωτισμού των αμερικανών Εβραίων, του κόστισε τη φιλία μιας πρώην ερωμένης, της οποίας την οικογένεια είχε χρησιμοποιήσει ως πρότυπο. Συγγραφικά ήταν αδίστακτος, κάτι το οποίο στο μέλλον θα δημιουργούσε προστριβές με πολλούς ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Ο μετασχηματισμός όμως των εμπειριών του σε γραφή θα έδινε ένα υβρίδιο που τα επόμενα χρόνια θα επαινείτο από κορυφαία ονόματα ομοτέχνων, όπως αυτά των Σολ Μπέλοου, Μπέρναρντ Μάλαμουντ, Τζον Απντάικ. Το 1969, «Το σύνδρομο Πόρτνοϊ» θα πουλούσε μέσα σε πέντε χρόνια 4.000.000 αντίτυπα και ο συγγραφέας του θα εξασφάλιζε 910.000 δολάρια σε προκαταβολές και δικαιώματα, περίπου 6.000.000 σε σημερινές τιμές. Η σεξουαλική καταπίεση των Εβραίων σε σχέση με την ελευθεριότητα των εθνικών, το χιούμορ και η προκλητικότητα των ερωτικών σκηνών συνέθεταν ένα κοκτέιλ επιτυχίας χάρη στο οποίο έπαψε έκτοτε να ανησυχεί για τα ζητήματα διαβίωσης. Το τίμημα ήταν να αναγνωρίζεται στον δρόμο («Να ο Πόρτνοϊ!») και να βρεθεί στο επίκεντρο μιας τεράστιας διαμάχης περί ηθικής, πορνογραφίας και διαβολής του εβραϊκού στοιχείου – αλλά και, αντίθετα, να γίνει στόχος καταγγελιών ότι προβαλλόταν από την κατά τον Τρούμαν Καπότε «εβραϊκή λογοτεχνική μαφία». Για έναν συγγραφέα με αμίμητο εργασιακό ήθος (όπου κι αν βρισκόταν ο Ροθ έγραφε τουλάχιστον 1.000 λέξεις τελικού κειμένου καθημερινά), ο οποίος επεξεργαζόταν τέσσερεις ή πέντε φορές την αρχική μορφή των έργων του και ερευνούσε προσεκτικά τα μυθιστορήματα της ωριμότητάς του, η κατηγορία ήταν επιεικώς ανυπόστατη. Ο οργισμένος συγγραφέας στρίμωξε τον επικριτή του σε ένα πάρτι, αλλά ο Καπότε ξεγλίστρησε με ένα χαμόγελο.

Σύζυγος και μοιχός

Παράλληλα με τη λογοτεχνική επιτυχία, ο Ροθ απολάμβανε την ερωτική. Δεκάδες γυναίκες παρελαύνουν από τις σελίδες του Μπέιλι, άλλες καταλαμβάνοντας κεφάλαια ολόκληρα, άλλες περνώντας ανώνυμες σε μία μόνο σειρά. Οι δύο γάμοι του συγγραφέα δεν υπήρξαν ευτυχισμένοι. Με τη Μάγκι Μάρτινσον είχε μια μακρόχρονη πολυκύμαντη σχέση, την οποία το 1959 ήταν έτοιμος να διακόψει. Εκείνη του δήλωσε ότι ήταν έγκυος και όφειλε να την παντρευτεί. Ο Ροθ της ζήτησε να κάνει τεστ. Η Μάγκι βρήκε στον δρόμο προς το φαρμακείο μια μαύρη έγκυο γυναίκα, της είπε ότι ήταν αρμόδια για ένα επιστημονικό πείραμα και της ζήτησε να ουρήσει σε ένα ποτηράκι αντί μερικών δολαρίων. Το τεστ προέκυψε θετικό φυσικά, ο Ροθ συγκατατέθηκε στον γάμο, υπό τον όρο όμως να προβεί σε άμβλωση προκειμένου να μην καταστραφεί η αρχόμενη συγγραφική του καριέρα. Η Μάγκι κράτησε τα 300 δολάρια που της έδωσε για να πληρώσει τον γιατρό και πέρασε το απόγευμά της σε ένα τουρκικό λουτρό. Την επόμενη ημέρα υποχρέωσε τον Ροθ να αναζητήσει έναν ειρηνοδίκη στο Γιόνκερς που τους πάντρεψε ακούγοντας ταυτόχρονα μπέιζμπολ στο ραδιόφωνο. Ακολούθησαν τέσσερα χρόνια κρίσεων, καβγάδων, χωρισμών και επανασυνδέσεων, ώσπου έπειτα από μια απόπειρα αυτοκτονίας εκείνη του αποκάλυψε την απάτη και ο γάμος έλαβε τέλος.

Μεσολάβησε μία δεκαπενταετία κατά την οποία ο Φίλιπ Ροθ έγινε διάσημος, αγόρασε ένα σπίτι στο Κονέκτικατ, άρχισε να ταξιδεύει στη σαγηνευτική για τον ίδιο Ευρώπη, έζησε με την όμορφη, έξυπνη (αλλά «βαρετή στο σεξ», κατά τον ίδιο) Ανν Ματζ και τη γοητευτική, ήρεμη Μπάρμπαρα Σπρόουλ, της οποίας το μειονέκτημα ήταν ότι ήθελε παιδιά. Η φήμη του ως λάτρη του ποδόγυρου, στο μεταξύ, είχε περάσει τον Ατλαντικό, σκίζοντας ως και το Σιδηρούν Παραπέτασμα. «Τι κάνει ο Ροθ στην Τσεχοσλοβακία;» ρώτησε τον διαφωνούντα συγγραφέα Ιβάν Κλίμα η Aστυνομία το 1975, γνωρίζοντας ότι ο αμερικανός ομόλογός του ταξίδευε στην Πράγα και μιλούσε με αντικαθεστωτικούς. «Δεν διαβάζετε τα βιβλία του; Ερχεται για τις γυναίκες» απάντησε αθώα ο Κλίμα. Τη δεύτερη σύζυγό του όμως, τη διάσημη ηθοποιό Κλερ Μπλουμ, θα την έβρισκε στο Λονδίνο, όχι στην Ανατολική Ευρώπη. Δεκατρία χρόνια σχέσης και σχεδόν πέντε χρόνια γάμου, ο οποίος κατέρρεε προτού ακόμη συναφθεί, το 1990, κατέληξαν μετά το διαζύγιο σε μια αυτοβιογραφία με την οποία η Μπλουμ κατεδάφιζε την εικόνα του Ροθ και οι «New York Times» συνόψισαν ως πορτρέτο «ενός εγωκεντρικού μισογύνη». Η αποκάλυψη δεκαοκτώ χρόνων παράλληλης σχέσης με την καλή της φίλη Ινγκα Λάρσεν («εξαίρετη μοιχός, αλλά όχι σπουδαία σύντροφος» θα γνωμάτευε κυνικά ο Ροθ αργότερα) αρκούσαν για να στραφούν αρκετοί από το κοινό τους περιβάλλον εναντίον του – αδίκως, κατά τον ίδιο, ο οποίος θεωρούσε ότι η Μπλουμ δεν του συμπαραστάθηκε στο ελάχιστο ηθικά και ψυχικά σε μια μακρά και δύσκολη περίοδο απώλειας γονέων, νευρικού κλονισμού και πολλαπλών εγχειρήσεων, υπονομεύοντας το υπόβαθρο της σχέσης τους.

Η λύση του γάμου θα συνέπιπτε με τη δημιουργικότερη περίοδό του. Με το «Αμερικανικό ειδύλλιο» του 1997 ο Ροθ έπιασε τον σφυγμό του αμερικανικού fin de siècle. Η ελεγεία για το χαμένο Νιούαρκ των δεκαετιών του ’40 και του ’50 δεν ήταν λιγότερο αυτοβιογραφική από τα προηγούμενα έργα του. Ηταν όμως ένα μυθιστόρημα του οποίου ο τόνος υπερέβαινε προσωπικά, οικογενειακά, εθνοτικά όρια και αναγόταν σε ελεγεία για τον χαμένο παράδεισο της νεότητας και τραγική αναπαράσταση των λαθών της ωριμότητας με την οποία μπορούσαν να ταυτιστούν οι πάντες. Συμπληρώνοντας την κορυφαία «Αμερικανική Τριλογία» με τα «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» και «Το ανθρώπινο στίγμα» (τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις), ο Φίλιπ Ροθ ξεπέρασε οριστικά κάθε αρνητική δημοσιότητα όντας πλέον θεσμός των αμερικανικών γραμμάτων ως τον θάνατό του το 2018. Κοσμικός, φιλελεύθερος, εχθρός παλιά του Νίξον και του Μπους του νεότερου, μπορούσε πια να καταγγέλλει ατιμώρητα τον Τραμπ ως «αδαή, χωρίς καμία αξιοπρέπεια, με λεξιλόγιο 77 λέξεων». Πίσω από την περσόνα ενός κυνικού ηδονολάτρη που χειριζόταν πρόσωπα και καταστάσεις, ο Μπλέικ Μπέιλι επισημαίνει ότι υπήρχε ένας χαρακτήρας που βοηθούσε οικονομικά ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονταν σε ανάγκη, πιστός στους στενούς του φίλους, ματαιόδοξος ενίοτε αλλά και γενναιόδωρος συναισθηματικά, που η ζωή του περιστράφηκε πράγματι γύρω από το «βυρωνικό όνειρο» των βιβλίων και του έρωτα. Στα εβδομήντα εννέα του χρόνια αφηγείτο στον Μπέιλι πως κάποτε αυτός και μια ερωμένη του έσκιζαν τα ρούχα τους με πάθος προτού πέσουν στο κρεβάτι. «Τώρα πια βγάζω τα δικά μου ήρεμα, τα διπλώνω, ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και διαβάζω. Και απολαμβάνω το διάβασμα τόσο όσο απολάμβανα το σκίσιμο των ρούχων τότε».