Κάτω από ομαλές συνθήκες το παρόν αφιέρωμα έπρεπε να είχε γίνει πριν από δύο χρόνια, στην συμπλήρωση μιας εικοσαετίας από την προβολή της ταινίας του Στάνλι Κιούμπρικ «Μάτια ερμητικά κλειστά» (εφεξής «Μεκ») με την Νικόλ Κίντμαν και τον Τομ Κρουζ στους 2 βασικούς ρόλους της ταινίας.

Εξαρχής θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα Μεκ θεωρούνται μια παρεξηγημένη, και υποτιμημένη ταινία. Δυσνόητη που αφήνει το θεατή με πολλά ερωτηματικά (το ίδιο άλλωστε δεν είχε συμβεί και με την έξοχη «Λάμψη»;). Πάντως εισπρακτικά δεν πήγε καθόλου άσχημα, λόγω ίσως των «τολμηρών σκηνών» του με ή χωρίς περικοπές.

Για την ιστορία το σενάριο της ταινίας βασίζεται στη νουβέλα του Αυστριακού γιατρού-συγγραφέα Αρθουρ Σνίτσλερ Τraumnovelle (“ Oνειρική νουβέλα “) που εκδόθηκε το 1926 και η υπόθεσή της εκτυλίσσεται στη Βιέννη.

Η υπόθεση της ταινίας του Κιούμπρικ

1.Tώρα σχετικά με την υπόθεση των Μεκ. Στη μεγαλοαστική περιοχή του Central Park West του Μανχάταν της Νέας Υόρκης ζουν το «καλοβαλμένο» ζευγάρι Χάρτφορντ (Κρουζ και Κίντμαν- Μπιλ και Αλις Χάρφορντ στους ρόλους τους), μεγαλογιατρός αυτός, πρώην διευθύντρια γκαλερί αυτή, που φαλίρισε και τώρα ασχολείται με τα οικιακά, ψάχνοντας ταυτόχρονα να βρει μια καινούργια δουλειά.

Η σκηνή ανοίγει με το υπέροχο «Βαλς 2» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς αλλά και την αποκάλυψη των γυμνών οπισθίων της Κίντμαν, καθώς και τις συνεχείς ερωτήσεις της στον Κρουζ, καθώς ντύνεται: «Πώς φαίνομαι;», Ηοw do I look? «Τέλεια! Εξοχη!» απαντά ο Κρουζ. «Μα εσύ ούτε που με κοίταξες καν» σχολιάζει η Κίντμαν.
Eτοιμάζονται για το πάρτι του Βίκτορ Ζίγκλερ,(παίζει ο αξιόλογος σκηνοθέτης Σίντνι Πόλακ ως ηθοποιός εδώ. Είχε σκηνοθετήσει την ενδιαφέρουσα ταινία «Η διερμηνέας» με τη Νικόλ Κίντμαν) ως πλούσιος μεγαλοδικηγόρος και πελάτης του Κρουζ, όπου είναι προσκαλεσμένοι, όπως κάθε χρόνο τις Χριστουγεννιάτικες ημέρες.

2. Στην πολυτελή έπαυλη Ζίγκλερ γίνονται εγκάρδια δεκτοί από τον κύριο Βίκτορ και την κυρία Ιλόνα Ζίγκλερ, όπου οι κυρίες δέχονται τους ασπασμούς των Μπιλ Χάρφορντ και Βίκτορ Ζίγκλερ, σε Ιλονα και Αλις, αντίστοιχα και μετά το ζεύγος Ζίγκλερ αποσύρεται διακριτικά, προκειμένου να υποδεχθούν και άλλους καλεσμένους, ευχόμενο στους Χάρτφορντ να περάσουν καλά.
Οι Χάρτφορντ αρχίζουν να χορεύουν σε ένα χορό που αμυδρά θυμίζει το χορό των φαντασμάτων της «Λάμψης». Το μάτι του Μπιλ πέφτει στον πιανίστα, της ζωντανής ορχήστρας που υπήρξε πρώην συμφοιτητής του, στην Ιατρική, ονόματι Νικ Νάιτινγκειλ («αηδόνι») o οποίος όμως δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του και έκανε το πιάνο βιοποριστικό του επάγγελμα. Ανταλλάσσουν μερικές φιλικές κουβέντες και ο Νικ του δίνει το όνομα του Κέντρου («Σονάτα») που εργάζεται σε περίπτωση όπου ο Μπιλ θελήσει να ξαναβρεθούν.
Κατόπιν, η Αλις και ο Μπιλ πολιορκούνται στενά: η πρώτη από έναν γκριζομάλλη Ούγγρο γόη που προσπαθεί να την εντυπωσιάσει με αποφθέγματα καθώς και τις γνώσεις του περί τέχνης (προσπαθεί να «στριμώξει» την Αλις στον επάνω όροφο όπου ο Ζίγκλερ έχει κάτι σπουδαία αναγεννησιακά εκθέματα). Ενώ ο δεύτερος από δύο ωραία μοντέλα που τον κρατούν αγκαζέ για να μην τους φύγει και όταν εκείνος τις ρωτάει πού τον πάνε, απαντούν «εκεί που τελειώνει το ουράνιο τόξο». Και οι δύο ερωτικές απόπειρες αποτυγχάνουν: στον μεν Ούγγρο η Αλις του δείχνει τη βέρα της και του δηλώνει ότι πρέπει να βρει το σύζυγό της, τα δε δύο μοντέλα τα αφήνει ο Μπιλ σύξυλα γιατί πρέπει να πάει εκεί όπου Ζίγκλερ τον καλεί κατεπειγόντως.

3. Πηγαίνοντας στο γραφείο του Ζίγκλερ ο Μπιλ τον βρίσκει στο μπάνιο του αναστατωμένο, ημίγυμνο (προσπαθεί να φορέσει το παντελόνι του) με μια γυναίκα ολόγυμνη και μισολιπόθυμη σε μια πολυθρόνα. Είναι φανερά αναστατωμένος Η γυναίκα έχει πάρει υπερβολική δόση ναρκωτικών (ηρωίνη-κοκαΐνη) και έχει κάνει σεξ μαζί του. Ο Ζίγκλερ φοβάται το σκάνδαλο. Ηρεμος ο Μπιλ την συνεφέρει, της συμπεριφέρεται καλοσυνάτα και τη συμβουλεύει να κάνει αποτοξίνωση προτού είναι πολύ αργά. Η γυναίκα είναι υπάκουη και ο Μπιλ μαθαίνει το όνομά της (Μάντι) ενώ ο Ζίνγκλερ παρακαλεί τον Μπιλ να μείνει το επεισόδιο μεταξύ τους.

4. Την επόμενη της δεξίωσης το ζεύγος Μπιλ και Αλις μοιράζονται ένα «τσιγαριλίκι» και η Αλις αρκούντως μαστουρωμένη ρωτάει τον Μπιλ εάν πήδηξε τα δύο μοντέλα που τον είχαν διπλαρώσει αλλά αυτός λέει πως όχι . Η Αλις το γυρίζει και τον ρωτά αν αυτός ζηλεύει την ίδια και φαίνεται οργισμένη που της λέει όχι «γιατί είσαι η γυναίκα μου», και «μητέρα του παιδιού μας» (έχουν μία 7χρονη κόρη, την Ελενα) .
Η Αλις διπλώνει το κορμί της από το νευρικό γέλιο που την κυριεύει ξαφνικά και του αποκαλύπτει ότι εκείνη, αντιθέτως, είχε σκοπό να τον εγκαταλείψει –έστω και για μία ερωτική νύχτα- αυτόν και την κόρη τους- γιατί γοητεύτηκε από έναν ωραίο αξιωματικό του Ναυτικού. Αυτό προβληματίζει τον Μπιλ που ζηλεύει αφάνταστα. Κατατρύχεται διαρκώς από την φαντασιακή εικόνα -σε ασπρόμαυρο- της γυναίκας του και από πάνω της τον ναυτικό να απολαμβάνει το γυμνό της κορμί..

5. Η συζήτηση Αλις-Μπιλ διακόπτεται από ένα τηλεφώνημα που τον πληροφορεί πως ένας πελάτης του, ο Λου Νέιθανσον, έχει πεθάνει και ο γιατρός Μπιλ αισθάνεται την υποχρέωση να επισκεφτεί την κόρη του για να την συλλυπηθεί.
Η κόρη του αποθανόντος, Μάριον είναι συγκλονισμένη από το θάνατο του πατέρα της γιατί φαινόταν τόσο καλά : ήρεμος και με πνευματική διαύγεια. Αλλά ξαφνικά δίπλα από το νεκροκρέβατο του πατέρα της φιλάει τον Μπιλ στο στόμα και του εκμυστηρεύεται τον έρωτά της για αυτόν. Δεν ζητάει τίποτα, αρκεί να μπορεί να βρίσκεται κοντά του. Και τώρα είναι αναγκασμένη να ακολουθήσει τον μνηστήρα της στο Μίσιγκαν, παρά τη θέλησή της, όπου διορίστηκε καθηγητής των μαθηματικών στο εκεί πανεπιστήμιο,. Ο Μπιλ νιώθει αμήχανος και της λέει ότι δεν έχουν καν γνωριστεί και πάντα συζητούσαν μόνον για την υγεία του πατέρα της.
Από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται ο Μπιλ τον γλιτώνει ο ερχομός του μνηστήρα της Μάριον. Δικαιολογείται ότι πρέπει να φύγει και, καθώς προχωράει προς την έξοδο του σπιτιού, η Μάριον ανοίγει το στόμα της σαν να θέλει να του πει κάτι.

6. Είναι ελεύθερος πλέον για να αρχίσει τη σεξουαλική Οδύσσεια που υποκινείται από τις εκμυστηρεύσεις της Αλις αλλά και τη δική του παρανοϊκή ζήλεια . Ο πρώτος σταθμός θα είναι μια πόρνη η Ντόμινο που ψαρεύει πελάτες. Του πιάνει κουβέντα ρωτώντας τον αν θέλει να «διασκεδάσει» μαζί της. Ο Μπιλ δέχεται .Πάνε στο σπίτι της και πρώτα από όλα συζητούν για την αμοιβή της που είναι 150 δολάρια. Συμφωνούν και αρχίζουν τα προκαταρκτικά: φιλιά διστακτικά και αμήχανα σαν να πρόκειται για άπειρους έφηβους που δοκιμάζουν τη «γεύση» του φιλιού.
Το κινητό του χτυπάει (κλασική περίπτωση coitus interruptus που θα του ξανασυμβεί) και είναι η Αλις που τον ρωτάει αν θα αργήσει να επιστρέψει. Της λέει ψέματα ότι είναι ακόμα στο σπίτι του αποθανόντος και δεν ξέρει. Ωστόσο, το τηλεφώνημα αυτό είναι σωτήριο γιατί τον κάνει να αλλάξει διάθεση και να θέλει να φύγει, αφού όμως της καταβάλει το αντίτιμο της μη πραγματοποιηθείσας βίζιτας.

7. Ο Μπιλ κατόπιν επισκέπτεται τον φίλο του πιανίστα Νικ Ναϊτινγκέιλ («αηδόν»ι, όνομα και πράμα), στη «Σονάτα» που, μολονότι απρόθυμος στην αρχή, του αποκαλύπτει ότι παίζει με δεμένα τα μάτια σε ένα σπίτι οργίων. Του προσθέτει ότι κάποτε δεν του δέσανε καλά τα μάτια και είδε τα όργια όπου συμμετείχαν πολύ εντυπωσιακές γυναίκες. Ο Μπιλ ενθουσιάζεται και του προτείνει να πάει εκεί μόνος του για να μην τον εκθέσει ενώ ο Νικ του τονίζει ότι δεν μπορεί να πάει χωρίς την κατάλληλη αμφίεση και χωρίς να ξέρει το σύνθημα που χρειάζεται για την είσοδό του. Το σύνθημα το έχει ήδη σημειώσει ο Μπιλ (και είναι «Fidelio») από τηλεφωνική συνομιλία του Νικ με αυτούς που χρειάζονται τις υπηρεσίες του.

8. Για την αμφίεσή του όμως πρέπει να ψάξει μέσα στη νύχτα αλλά είναι τυχερός και βρίσκει το Rainbow, ένα κατάστημα ενοικίασης φορεσιών, όπου ο καταστηματάρχης Μίλιτς με το δέλεαρ της  καταβολής «bonus» 200 διακοσίων δολαρίων, του προμηθεύει ό,τι χρειάζεται : μανδύα κουκούλα, μάσκα,, σμόκιν κ.τ.λ.
Ένα επεισόδιο συμβαίνει στο μαγαζί. Ο Μίλιτς πιάνει την κόρη του με ακατάλληλη περιβολή μαζί με δύο Ιάπωνες που φοράνε μόνο σλιπ και γίνεται έξαλλος από θυμό. Τους κλειδώνει και απειλεί να καλέσει την αστυνομία για να τους καταγγείλει γιατί η κόρη του είναι ανήλικη.

9. Φορώντας τα κατάλληλα ρούχα και ξέροντας το σύνθημα ο Μπιλ θα αγκαζάρει έναν ταξΊ που θα τον μεταφέρει στο σπίτι των οργίων. Λέει το σύνθημα και του ανοίγονται οι πόρτες διάπλατες. Οι πάντες φορούν μάσκες και ο Μπιλ οδηγείται στην κυρία αίθουσα όπου ένας τελετάρχης, ντυμένος στα κόκκινα κάθεται σε ένα θρόνο στη πλάτη του οποίου υπάρχει σκαλισμένος ένας δικέφαλος αετός στα κεφάλια του οποίου στηρίζεται ένα στέμμα. Είναι πανομοιότυπο με αυτόν που υπάρχει στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης. Ο δικέφαλος ιστορικά υποδηλώνει ισχύ, ιδίως στη Μασονία.

Ο τελετάρχης έχει το γενικό πρόσταγμα και η ψαλμωδία του ακούγεται μακάβρια έως και πεισιθάνατη ενώ αυτός κρατάει ένα θυμιατό Με μια κίνησή του οι γυναίκες πετάν τους μανδύες τους αποκαλύπτοντας τη γύμνια τους όπου φορούν μόνο ένα στριγκ. Αρχίζει να τις κατανέμει με το χτύπημα ενός κονταριού και κάθε μία επιλέγει τον ερωτικό της σύντροφο για τα περεταίρω. Ο Μπιλ έχει την προτίμηση μιας μασκοφορεμένης γυναίκας με αγαλματένιο κορμί (που δεν είναι άλλη από τη Μάντι του Ζίγκλερ ).Τον επιπλήττει γιατί βρίσκεται εκεί και βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο. Σε λίγο έρχεται κάποιος μασκοφόρος και την παίρνει.

Τώρα ο Μπιλ έχει την ευκαιρία να περιδιαβάσει το εσωτερικό του σπιτιού απολαμβάνοντας διάφορες σκηνές οργίων. Είναι όμως μάλλον μια σατιρική-παρωδία των soft πορνό ταινιών με τους συμμετέχοντες να κουνιούνται σαν νευρόσπαστα, χωρίς καθόλου ερωτισμό. Σε μια αίθουσα άνδρες και γυναίκες χορεύουν στο ρυθμό του ρομαντικού τραγουδιού του Σινάτρα «Strangers in the night». Τι τον ήθελε ο Κιούμπρικ τον ρομαντισμό εδώ; Εκτός κι αν σατιρίζει κάτι; Oι άντρες κρύβουν τη γύμνια των γεννητικών οργάνων υους στα φιλόξενα σκέλη των γυμνών γυναικών. Υπάρχουν και συγχορευτές του ιδίου φύλου.
Κάποτε επανεμφανίζεται η Μάντι, και παροτρύνει το Μπιλ να φύγει. «Ελα και συ μαζί μου» της προτείνει . «Όχι γιατί θα κοστίσει τη ζωή μου και ίσως και τα δική σου» . Ο Μπιλ προσπαθεί να της βγάλει τη μάσκα και εκείνη φεύγει έμφοβη.

10. Κάποιος μασκοφόρος λέει στον Μπιλ ότι δήθεν τον ζητάει ο ταξιτζής του που του είχε δώσει εντολή ο Μπιλ να τον περιμένει. Αντί όμως να τον οδηγήσει στον ταξιτζή τον πηγαίνει στη κυρία αίθουσα που είναι ο τελετάρχης και πολλοί μασκοφορεμένοι συγκεντρωμένοι εκεί και τώρα σχηματίζουν κύκλο γύρω από το Μπιλ διότι έχει κινήσει υποψίες αφού ήρθε με ταξί και όχι με λιμουζίνα όπως όλοι οι άλλοι και εξάλλου βρέθηκε η απόδειξη του Μίλιτς για την ενοικίαση κοστουμιών. Ο τελετάρχης τον ρωτάει ποιο είναι το σύνθημα και ο Μπιλ το λέει. «Σωστά, αλλά μπορείς να μου πεις και το δεύτερο σύνθημα για την είσοδο στο σπίτι;». Όχι δεν μπορεί. «Τότε βγάλε τη μάσκα» του ζητάει ο τελετάρχης. Ο Μπιλ υπακούει. «Τώρα βγάλε και τα ρούχα σου, εκτός αν θέλεις να σου τα βγάλουμε εμείς ». Ο Μπιλ τα έχει χαμένα. Υποτονθορίζει κάτι λέξεις και ζητάει συγγνώμη ταπεινωμένος.
Ξαφνικά ακούγεται μια δυνατή φωνή από τον εξώστη της αίθουσας. Είναι η Μάντι που προσφέρεται «να λυτρώσει» τον Μπιλ παίρνοντας τη θέση του. Ο τελετάρχης το δέχεται και απευθυνόμενος στον Μπιλ του λέει πως είναι ελεύθερος υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα πει πουθενά τίποτα για όσα είδε και άκουσε γιατί θα τιμωρηθεί, αυτός και η οικογένειά του . O Mπιλ ρωτάει τι θα απογίνει η Μάντι για να πάρει την απάντηση ότι έκανε την επιλογή της και θα υποστεί τις συνέπειες.

11. Επιστρέφει στο σπίτι του και βλέπει την Αλις να κοιμάται και να γελάει. Την ξυπνά και φαίνεται τρομαγμένη σαν να έχει ξυπνήσει από εφιάλτη και όντως έτσι είναι. Η Αλις του διηγείται πως βρισκόντουσαν, λέει, σε μια έρημη πόλη όπου είχαν χάσει τα ρούχα τους κα ήταν γυμνοί. Η Αλις νόμιζε ότι έφταιγε για αυτό ο Μπιλ, ενώ αυτός έκανε ό,τι μπορούσε για να βρεθούν τα ρούχα. Ξαφνικά εμφανίζεται ο αξιωματικός του ναυτικού και κάνει έρωτα μαζί του η Αλις παρουσία πολλών ανδρών. Το χειρότερο είναι ότι μετά κάνει έρωτα και με πολλούς άλλους, γελώντας (στον ύπνο της) γιατί έτσι πίστευε πως ταπείνωνε τον άντρα της, αλλά παρόλα αυτά ένιωθε τώρα περισσότερη αγάπη για τον Μπιλ. Τα αισθήματά της είχαν θλίψη και τρυφερότητα μαζί.

12. Ο Μπιλ θέλει να μάθει τι έγινε με τον Νικ τον πιανίστα και πηγαίνει τελικά στο ξενοδοχείο του. Ο ομιλητικότατος ρεσεψιονίστ τον πληροφορεί ότι έφυγε νωρίς στις 5 το πρωί συνοδευόμενος από δύο μεγαλόσωμους κυρίους. Φαινόταν τρομαγμένος και είχε ένα μώλωπα στο μάγουλο. Δεν ήξερε όμως που τον πήγαιναν.
Νιώθει μια παρόρμηση να ξαναδεί το σπίτι των οργίων και πηγαίνει με το ROVER του. Από μέσα έρχεται ένα άλλο αυτοκίνητο και κάποιος του παραδίδει αμίλητος ένα φάκελο με το ονοματεπώνυμό του και φεύγει χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Το γράμμα τον προειδοποιεί ότι πρέπει να σταματήσει τις έρευνές γιατί ματαιοπονεί και επαναλαμβάνει τις απειλές του τελετάρχη.

13. Ο Μπιλ αποφασίζει να επιστρέψει να νοικιασμένα ρούχα στον Μίλιτς. Τα παραδίδει όλα εκτός από τη μάσκα που δεν τη βρίσκει. Συμφωνούν να καταβάλει ένα έξτρα ποσόν (25 δολάρια) για αυτή.

Εμφανίζεται και η κόρη του Μίλτς καθώς και οι δύο Ιάπωνες που τώρα φορούν ακριβά κοστούμια και είναι άνετοι και ομιλιτικοί. Ο Μίλιτς χαμογελαστός τους εύχεται «Καλά Χριστούγεννα» και «Ευτυχές το Νέο Ετος».

«Μα καλά» τον ρωτάει απορημένος ο Μπιλ « εσύ ήθελες να τους καταγγείλεις». «Ναι, αλλά τώρα καταλήξαμε σε άλλου είδους συμφωνία». Και ακουμπώντας «προστατευτικά» το χέρι του στον ώμο της κόρης του: « Κι αν ο καλός μας ο γιατρός θελήσει ποτέ κάποια άλλη εξυπηρέτηση-όχι αναγκαστικά στολές-εδώ είμαστε».

14. Ο Μπιλ συνεχίζει την περιπλάνησή του και τώρα κρατώντας ένα κουτί γλυκά επισκέπτεται τη Ντόμινο αλλά δεν είναι στο σπίτι. Αντί αυτής βρίσκει τη συγκάτοικό της Σάλι, μια ελκυστική «ξανθιά» που τον καλεί να περάσει μέσα, αναφέροντάς του πως η Ντόμινο είχε πει πως της φέρθηκε σαν κύριος. Υπάρχει μια έλξη ανάμεσα στο Μπιλ και τη Σάλι και ο Μπιλ αρχίζει να της ξεκουμπώνει το πουκάμισό της. Αλλά η Σάλι νιώθει την ανάγκη να του μιλήσει για τη Ντόμινο. Το πρωί είχε πάρει τις εξετάσεις της και είχε βρεθεί θετική στον ιό HIV (AIDS). Eδώ έχουμε τη δεύτερη περίπτωση του coitus interruptus,όπου ο Μπιλ φεύγει απογοητευμένος.

15. Ο Μπιλ συνεχίζει τη περιπλάνησή του στη Νέα Υόρκη (που δε μοιάζει πολύ με Νέα Υόρκη γιατί έχει γυριστεί στο στούντιο pinewood) βλέπει ότι παρακολουθείται . Προσπαθεί και γλιτώνει την παρακολούθηση μπαίνοντας σε ένα καφενείο αφού έχει αγοράσει μία εφημερίδα. Της ρίχνει μια ματιά εκεί που γράφει: «Πρώην βασίλισσα της ομορφιάς με υπερβολική δόση ναρκωτικών σε ξενοδοχείο»..Στο ξενοδοχείο που πηγαίνει τον πληροφορούν ότι το πρόσωπο αυτό έχει πεθάνει στις 3 45΄ το απόγευμα.
Πηγαίνει στο νεκροτομείο όπου με την ιδιότητά ως γιατρού θέλει να δει το πτώμα. Του το δείχνουν και δεν είναι άλλη από τη Μάντι (Αμαντα Κάραν) που είχε περιθάλψει στου Ζίγκλερ και σίγουρα αυτή που πήρε τη θέση του στο πάρτι των οργίων. Την κοιτάζει λυπημένος και σκύβει σε μια απόπειρα να φιλήσει το μέτωπό της αλλά δεν το κάνει τελικά.

16. Φεύγοντας από το νεκροτομείο του τηλεφωνούν ότι τον θέλει ο Ζίγκλερ και πηγαίνει κατευθείαν σε αυτόν. «Ο λόγος που σε κάλεσα είναι ένα θέμα που αφορά εσένα: Ξέρω τι έκανες εχθές και πως κινήθηκες έκτοτε».
Υστερα ξεσπάει σε ύβρεις για το Νικ. «Εκείνος ο μ,,,κας ο Νικ σε πήγε αλλιώς που ήξερες; «Δεν φταίει ο Νικ» του απαντά ο Μπιλ.« Και βέβαια φταίει. Εγώ του βρήκα δουλειά και τον σύστησα και εκείνος με εξέθεσε».
Τι θα έλεγες εάν όλα αυτά τα περί τιμωρίας σου και περί θυσίας της Μάντι ήταν σκηνοθετημένα, ένα παιχνίδι.
Ο Μπιλ πιάνει το μάγουλό του σαν αισθάνθηκε έναν έντονο πονόδοντο. Το κρατάει εκεί ακόμα και όταν έχει σηκωθεί. «Με συγχωρείς, μια υπόθεση που καταλήγει στο θάνατο ενός ατόμου, είναι παιχνίδι;».
Ο Ζίγκλερ στριμωγμένος θέλει να υποβαθμίσει το θέμα . Η γυναίκα δεν θυσιάσθηκε για τον Μπιλ και όταν την πήγαν σπίτι της ήταν μια χαρά. Οσο για τον Νικ τον πιανίστα τον έστειλαν στο Σιάτλ και είναι τώρα ασφαλής με τη γυναίκα του και τα 4 παιδιά του. Οσο για τη Μάντι, πήγε από υπερβολική δόση. Και βάζοντας και τα δυο του χέρια προστατευτικά στους ώμους του Μπιλ φιλοσοφεί; «Η ζωή συνεχίζεται, ώσπου να πάψει» Ο Μπιλ φεύγει χωρίς να έχει πειστεί για το «θάνατο» της Μάντι. Αλλά όσο για τους οργιαστές του υπογραμμίζει ότι «δεν είναι κοινά πρόσωπα. Κι αν σου πω τα ονόματά τους-που δε θα σου τα πω- δεν θα μπορείς να κοιμηθείς καλά».

17. Επιστρέφει στο σπίτι και αντικρίζει στο προσκέφαλό του τη χαμένη μάσκα. Ξεσπά σε λυγμούς και ξυπνάει την Αλις που τον παίρνει στοργικά στην αγκαλιά της. Κλαίνε μαζί ως το πρωί και ο Μπιλ της λέει «Θα σου τα πω όλα. Είναι έτοιμοι να πάνε με την κόρη τους στο μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών.
Εκεί, ενώ η κόρη τους χαζεύει με τα παιγνίδια, ανταλλάσσουν τις τελευταίες τους κουβέντες. «Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που επιζήσαμε από κινδύνους πραγματικούς ή, ονειρικούς. Ξέρω πως σε αγαπώ» λέει η Αλις και συμπληρώνει. Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνουμε όσο το δυνατόν συντομότερα». «Ποιο είναι αυτό;». Ρωτάει περίεργα ο Μπιλ. «Fuck» είναι η μονολεκτική απάντηση της Αλις. Aναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για ένα ιδανικό ζευγάρι, όπως αποδεικνύει και ο γάμος Κίντμαν-Κρουζ που διαλύθηκε δυο χρόνια αργότερα. Το έργο τελειώνει, όπως άρχισε, με το Βαλς 2 του Σοστακόβιτς.

Επίλογος- κριτική της ταινίας

Τα μάτια ερμητικά κλειστά περιστρέφεται γύρω από ένα 48ωρο της ζωής δύο ανθρώπων. Ένα «καλοβαλμένο» ζευγάρι, εύπορων μεγαλοαστών όπως αρχικά ειπώθηκε, με μια 7χρονη κορούλα όπου αντιμετωπίζουν προβλήματα σχέσεων. Σε όλη την ταινία υπάρχει διάχυτο το στοιχείο του ερωτισμού (όχι ακριβώς σε όλη). Ο σκηνοθέτης αγγίζει χωρίς όμως να προχωράει σε βάθος, εκφάνσεις του σεξ όπως, ετεροφυλοφιλία, αλλά και ομοφυλοφιλία, το ομαδικό σεξ, τη μοιχεία, την πορνεία και την οφθαλμοπορνεία, όλα αυτά σε ένα συγκείμενο ταξικό και καπιταλιστικό με κύριο εκφραστή τον κυνικό και χωρίς ηθικές αρχές Βίκτορ Ζίνγκλερ, ο οποίος φέρεται απαξιωτικά και απάνθρωπα στη Μάντι γιατί είναι πόρνη (hooker) και πρεζόνι (junkey).

Αναμφισβήτητα όσοι συμμετέχουν στα όργια είναι παρακμιακά πλην πανίσχυρα άτομα που ανήκουν σε μια μυστική καμπάλα. Σίγουρα ανήκουν και σε μια παντοδύναμη ελίτ που δρα ανεξέλεγκτα.

Η ταινία έχει τη μορφή και το περιεχόμενο που του δίνει ένας τελειομανής μάστορας και αδιαφιλονίκητος auteur της έβδομης τέχνης με εξαιρετικούς διαλόγους, σχεδόν τέλειο μοντάζ, (το «σχεδόν» αφορά στις ψηφιακές «τσόντες») ατμοσφαιρική μουσική υπόκρουση, όπου ο Κιούμπρικ χάρις στην εμμονική τελειομανία του αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες, τόσο από τους πρωταγωνιστές του όσο και από τους δευτεροαγωνιστές του. Ούτε ένας ερμηνευτής δεν υστερεί γιατί ο Κιούμπρικ είναι γνωστός για τις τυραννικές επαναλήψεις του γυρίσματος των σκηνών που απαιτεί (ων ουκ έστιν αριθμός) μέχρι να πετύχει αυτό που εκείνος θεωρεί τέλειο.

Υπάρχουν σημεία αδιευκρίνιστα αλλά που ο υπομονετικός θεατής, ωστόσο, μπορεί- μέρος τουλάχιστον από αυτά- να ερμηνεύσει και να διευκρινίσει με πολλαπλές θεάσεις-προσεκτικές αναγνώσεις της ταινίας να ανακαλύψει τις κρυμμένες έννοιες και τα σύμβολα. Υπάρχουν επίσης σημεία που «απέτυχε», όπως ο «αντιερωτισμός» των σκηνών των οργίων, όπου οι συμμέτοχοι μοιάζουν να ενεργούν μηχανικά σαν να υπακούουν σε οδηγίες και παραγγέλματα χορογράφου. ( υπάρχει το ενδεχόμενο απόπειρας παρωδίας, ωστόσο). Το πρόβλημα που τυραννούσε τον Κιούμπρικ ήταν ότι ήθελε να αποφύγει τη σύγκρουση με τη λογοκρισία, πράγμα που του προκάλεσε έντονο άγχος (για το αν επιτρεπόταν με συνοδεία γονέα ή κηδεμόνα (R ), ή κατάλληλο μόνο για τους άνω των 17 ετών).

Τα Μεκ αποτελούν το κύκνειο άσμα του Κιούμπρικ (πέντε μέρες μετά την παράδοση στην Warner bros του ολοκληρωμένου μοντάζ ο Κιούμπρικ έφυγε από τη ζωή: Μάρτιος 1999, ηλικία 70 ετών) αφήνοντας μια έξοχη ταινία όπου οι αρχικοί επικριτές της γίνονται τώρα φανατικοί θαυμαστές της και η δημιουργία του Κιούμπρικ ανακηρύσσεται αριστίνδην ως μία cult ταινία), όπως άλλωστε της αξίζει.

*Ο κ. Θάνος Κακουριώτης είναι Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου