Η ανακοίνωση του ΟΗΕ για τη σύγκλιση της άτυπης πενταμερούς διάσκεψης μου θύμισε τους στίχους του τραγουδιού του Robbie Williams: «I’m contemplating thinking about thinking» («Σκέφτομαι να σκεφτώ καμιά σκέψη»). Υστερα από 50 χρόνια συνομιλιών για λύση του Κυπριακού, οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων και οι εγγυήτριες δυνάμεις καλούνται να συναντηθούν στη Γενεύη για να δουν αν υπάρχει έδαφος να συζητήσουν. Λες και κάτι έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που συναντήθηκαν στο Κραν Μοντανά… Ή μήπως πράγματι κάτι άλλαξε;

Η επανεκκίνηση του διαλόγου, ύστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια απραξίας, είναι μόνο καλή εξέλιξη. Ομως η ελπίδα ότι ο διάλογος θα ξαναρχίσει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε, το καλοκαίρι του 2017, είναι μάλλον ευσεβής πόθος. Το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί είναι εντελώς διαφορετικό και σαφώς πιο δυσοίωνο από εκείνο της προηγούμενης τετραετίας, για διαφορετικούς λόγους, που θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε δυο ενότητες.

Στην πρώτη ανήκουν οι τοπικές εξελίξεις στην Κύπρο. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν εκπροσωπείται πλέον στις συνομιλίες από τον Μουσταφά Ακιντζί, έναν προοδευτικό ηγέτη, ταγμένο στη λύση του Κυπριακού, αλλά από τον σκληροπυρηνικό Ερσίν Τατάρ, που επισήμως προωθεί τη διχοτόμηση. Ισως μάλιστα και να βοηθούσε αν δεν εξισώνονταν όλοι μέσα από ισοπεδωτικές αναφορές σε «κατοχικούς ηγέτες». Και βέβαια οι δραματικές εξελίξεις επί του εδάφους στα Βαρώσια αποτελούν νέα αφετηρία για τη διαπραγμάτευση του εδαφικού και του περιουσιακού, απίστευτα δυσμενέστερη της προηγούμενης.

Οι δυο κοινότητες είναι σήμερα πιο απομακρυσμένες απ’ ό,τι υπήρξαν εδώ και 20 χρόνια. Η πανδημία, που αποτέλεσε αιτία ή αφορμή για το κλείσιμο των οδοφραγμάτων και τη διακοπή κάθε είδους επαφής μεταξύ των δυο κοινοτήτων για πάνω από έναν χρόνο, συνέβαλε στην αποξένωσή τους. Επιπρόσθετα, η υγειονομική κρίση έθεσε άλλες επείγουσες προτεραιότητες για τις κυβερνήσεις, αλλά και οδήγησε σε απίσχνανση των δυνατοτήτων τους, με πρώτο θύμα το Κυπριακό. Ταυτόχρονα, όμως, αποδείχθηκε πόσο επιφανειακή είναι η συνεργασία μεταξύ των δυο πλευρών. Αντί να χρησιμοποιηθεί η πανδημία ως ευκαιρία για συνεργασία στην αντιμετώπιση ενός κοινού κινδύνου, επιλέχθηκε η διακοπή ακόμα και των υφιστάμενων επαφών. Και είναι εύλογος ο προβληματισμός που προκύπτει: αν οι δυο κοινότητες δεν μπορούν να συνεργαστούν για ένα τέτοιο ουσιαστικό, επείγον και πολιτικά ουδέτερο θέμα, πώς αναμένεται να μπορούν να συνεννοηθούν σε άλλους τομείς στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας;

Σαν να μην έφτανε αυτό, αντί με τον χρόνο να υπάρχουν λιγότερα εμπόδια, ο Μάρτιος του 2021 μας βρήκε με πρόσθετο, νέο, εδώ και δεκαετίες, συρματόπλεγμα που τοποθετήθηκε κατά μήκος της πράσινης γραμμής με αιτία ή αφορμή τις μεταναστευτικές ροές. Ομως, οι συνομιλίες ξεκινούν και σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για την κυβέρνηση και τις πολιτικές ελίτ στην Κυπριακή Δημοκρατία, αναφορικά τουλάχιστον με την εικόνα τους, αν όχι με θέματα ουσίας, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, στη σκιά σκανδάλων αλλά και πρωτοφανών εκδηλώσεων δυσαρέσκειας από πλευράς των πολιτών. Τέλος, η συνάντηση της Γενεύης πραγματοποιείται μόλις έναν μήνα πριν από τις βουλευτικές εκλογές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Στη δεύτερη ενότητα ανήκουν οι περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις αναφορικά με την Κύπρο και τις εγγυήτριες δυνάμεις και τις διμερείς ή πολυμερείς τους σχέσεις. Η Τουρκία πριν από τέσσερα χρόνια ήταν μια άλλη Τουρκία, τόσο στο εξωτερικό όσο και στις σχέσεις της με άλλα κράτη και οργανισμούς. Το 2017, ούτε τουρκολιβυκό μνημόνιο υπήρχε ούτε τουρκικά γεωτρύπανα επιχειρούσαν στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε οι διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα είχαν φτάσει στη σύγκρουση ούτε ο πρόεδρος Ερντογάν είχε τόση ανάγκη την εθνικιστική Δεξιά με τις απαιτήσεις της. Από την άλλη πλευρά, οι ευρωτουρκικές σχέσεις έχουν εισέλθει σε μια νέα περίοδο και κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες για το περιεχόμενο και την πορεία τους.

Το ζητούμενο είναι ξεκάθαρα η εμβάθυνση της συνεργασίας με την Τουρκία και όχι η αποξένωσή της. Αυτή η Κομισιόν είναι πολύ διαφορετική από την προηγούμενη και προωθεί μια θετική ατζέντα. Ταυτόχρονα, οι διμερείς σχέσεις και τα συμφέροντα σημαντικών κρατών-μελών με την Τουρκία δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών για το μέλλον. Η δύσκολη συζήτηση των τελευταίων μηνών αναφορικά με κυρώσεις και βέτο έδειξε ότι ουδείς πρόκειται να συγκρουστεί με την Αγκυρα, πολλώ δε μάλλον για χάρη κάποιου άλλου. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι πια κράτος-μέλος, όπως ήταν το 2017, και δεν δεσμεύεται από την αρχή της αλληλεγγύης.

Αν στα παραπάνω προστεθούν η διεθνής κόπωση με το Κυπριακό, η νέα πραγματικότητα στα ενεργειακά που επηρεάζει τους υδρογονάνθρακες της Ανατολικής Μεσογείου, τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής που αλλάζουν το τοπίο, η διαφορετική πολιτική των ΗΠΑ, αλλά και η ίδια η βαριά κληρονομιά του Κραν Μοντανά και των ευθυνών για την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων, χρειάζεται γερή δόση αισιοδοξίας για να τρέφει κανείς ελπίδες για τη συνέχιση της διαδικασίας ακριβώς από εκεί που αφέθηκε.

*Ο κ. Χάρης Τζήμητρας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου – διευθυντής Κυπριακού Κέντρου, Ινστιτούτο του Οσλο για την Ειρήνη (PRIO), και senior fellow του Atlantic Council. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι προσωπικές.