Η υπόθεση «Sofagate» που προέκυψε έπειτα από όσα συνέβησαν στο Προεδρικό Παλάτι της Αγκυρας, όταν η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έμεινε όρθια, χωρίς καρέκλα, και υποχρεώθηκε να καθίσει στον καναπέ, την ώρα που ένας, εμφανώς αμήχανος, Σαρλ Μισέλ αποφάσιζε, τελικώς, να πάρει τη θέση του δίπλα στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις εντυπώσεις. Θα ήταν καλό να προσεγγιστεί μέσα από ένα πρίσμα πιο πολιτικό, το οποίο επιμελώς αποφεύγουν να χρησιμοποιήσουν οι κοινοτικοί ταγοί.

Ισως χρειάζεται να είμαστε ευθείς. Τόσο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσο και η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων στην Αγκυρα. Δεν είναι μόνο ότι εξαρχής αυτή η επίσκεψη στην τουρκική πρωτεύουσα δεν ήταν αναγκαία, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μετά την πραγματοποίηση του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τη δημοσιοποίηση της Εκθεσης για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Θα ήταν πραγματικά κωμικό, αν δεν ήταν αστείο, να έχουν εμπλακεί δύο κοινοτικοί θεσμοί από το πέρας της επίσκεψης και έπειτα στο αν πρέπει και με ποιον τρόπο να αλλάξει το πρωτόκολλο του πώς θα κάθονται οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Κομισιόν σε ανάλογες περιπτώσεις από εδώ και στο εξής.

Το μείζον ζήτημα, το οποίο αναδείχθηκε και κατά την εμφάνιση του ύπατου εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ στο πλευρό του ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στη σχετικά πρόσφατη επίσκεψή του στη Μόσχα, είναι ότι η σημερινή κοινοτική ηγεσία διακρίνεται από μία «ελαφρότητα». Οι κάτοχοι των αξιωμάτων δεν φέρουν πολιτικό βάρος ικανό να τους βοηθήσει να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες προκλήσεις. Οι επιλογές που ακολούθησαν τις ευρωεκλογές μάλλον δεν θα πρέπει να ικανοποιούν και τους ευρωπαίους ηγέτες που τις επέβαλαν έπειτα από πολυήμερο και άγριο παρασκήνιο.

Δυστυχώς, τα πράγματα μπορούν να εξελιχθούν ακόμη χειρότερα τους επόμενους μήνες. Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) έχει απολέσει την ικανότητα να σκέπτεται πολιτικά – πόσο μάλλον γεωπολιτικά, όπως είχε πει η κυρία Φον ντερ Λάιεν. Ο κατακερματισμός διευρύνεται και με κάθε νέα κρίση βαθαίνει. Υπάρχουν επίσης άλλες δύο παράμετροι που δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Από το προσεχές φθινόπωρο, η Ανγκελα Μέρκελ θα παύσει να κρατά το πηδάλιο της Γερμανίας. Με ό,τι κι αν έχει κανείς να της προσάψει, η απερχόμενη καγκελάριος αντιπροσώπευε τη σταθερότητα και ήταν ικανότατη στην οικοδόμηση συμμαχιών. Την ίδια στιγμή, ο Εμανουέλ Μακρόν μοιάζει να βρίσκεται σε υποχώρηση. Χτυπημένος στο εσωτερικό μέτωπο από την πανδημική κρίση, εμφανίζεται πλέον ιδιαίτερα εσωστρεφής. Το πρώτο εξάμηνο του 2022, ο γάλλος πρόεδρος θα ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ και πρέπει να κερδίσει την επανεκλογή του. Αν και το σενάριο μοιάζει μάλλον απίθανο να υλοποιηθεί, ουδείς θα ήθελε να σκεφθεί μία ΕΕ με την τρέχουσα ηγεσία, τη Μέρκελ εκτός πολιτικής και έναν Μακρόν να ηττάται από τη Μαρίν Λεπέν.