ΤΟ ΒΗΜΑ – PROJECT SYNDICATE

Οι σινοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο σημείο δεκαετιών. Μετά την πρόσφατη διμερή συνάντηση στην Αλάσκα – την πρώτη υψηλού επιπέδου αφότου ανέλαβε πρόεδρος ο Τζο Μπάιντεν -, δεν είναι καθόλου σαφές αν η νέα αμερικανική κυβέρνηση καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνει για να τις αναζωογονήσει.

Ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν έχει δηλώσει ότι ενώ η σχέση της Αμερικής με την Κίνα έχει ορισμένες πλευρές «αντιπαλότητας», έχει επίσης και «πλευρές συνεργασίας». Στη σύνοδο της Αλάσκας όμως οι δεύτερες δεν ήταν εμφανείς, καθώς ο Μπλίνκεν και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν αντάλλασσαν δημοσίως σπόντες με τους κινέζους αξιωματούχους.

Ο Μπάιντεν παραδέχτηκε ότι αυτή δεν ήταν καλή αρχή στη σχέση της κυβέρνησής του με την Κίνα. Η ελπίδα τώρα είναι ότι ο Τζον Κέρι, ο ειδικός απεσταλμένος του αμερικανού προέδρου για το κλίμα, θα έχει περισσότερη τύχη στις επικείμενες συνομιλίες με τον κινέζο ομόλογό του για ένα θέμα στο οποίο και οι δύο πλευρές έχουν εκφράσει την επιθυμία να συνεργαστούν.

Αλλά αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι ένας ευρύτερος διάλογος. Στην τελευταία συνάντηση του στρατηγικού και οικονομικού διαλόγου ΗΠΑ – Κίνας, που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο το 2016, η αμερικανική αποστολή με επικεφαλής τους υπουργούς Εξωτερικών και Οικονομικών περιλάμβανε αξιωματούχους υπεύθυνους για ζητήματα όπως η πολιτική για το κλίμα, η υγεία των ωκεανών, η αντιτρομοκρατία, η μη διάδοση των πυρηνικών, η ασφάλεια τροφίμων και οι πρακτικές της εφοδιαστικής αλυσίδας των ορυκτών.

Αν πραγματοποιούνταν ένας τέτοιος ευρύς διάλογος ΗΠΑ – Κίνας σήμερα, φανταστείτε πώς θα έμοιαζε η αμερικανική πλευρά του τραπεζιού. Δίπλα στον Μπλίνκεν και στην υπουργό Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, θα βλέπαμε την υπουργό Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο, την εκπρόσωπο Εμπορικής Πολιτικής Κάθριν Τάι, την πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων Σεσίλια Ράους, την εθνική σύμβουλο του Λευκού Οίκου για το Κλίμα Τζίνα Μακάρθι (την πρώτη γυναίκα που κατέχει αυτή τη θέση) και τη Σαμάνθα Πάουερ, τη νέα διευθύντρια της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ. Θα συμμετείχαν επίσης ο διοικητής της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος Μάικλ Ρίγκαν, ο υπουργός Υγείας και Πρόνοιας Ξαβιέ Μπεσέρα και ο υπουργός Δικαιοσύνης Μέρικ Γκάρλαντ.

Αυτό θα πρόβαλλε μια πολύ καλύτερη εικόνα προς τον κόσμο – μια σειρά αμερικανών αξιωματούχων, οι περισσότεροι από τους μισούς γυναίκες, αντιμέτωποι με μια φάλαγγα κινέζων αντρών – απ’ όσο οι εικόνες από τη Σύνοδο της Αλάσκας που θα μπορούσαν να είχαν τραβηχτεί οποιαδήποτε στιγμή από το 1972 μέχρι σήμερα.

Ομοίως, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προτείνουν διμερή διάλογο αποκλειστικά για την κυβερνοασφάλεια και την ιδιωτικότητα των δεδομένων, παράλληλα με τους διαλόγους για ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή. Και εδώ οι γυναίκες θα κυριαρχούσαν στην αμερικανική πλευρά του τραπεζιού. Θα περιλάμβαναν την Αν Νιούμπεργκερ (αναπληρώτρια σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας για την Κυβερνο- και την Αναδυόμενη Τεχνολογία), την Τζιν Ιστερλι (αναμένει να επικυρωθεί από τη Γερουσία ως εθνική κυβερνοδιευθύντρια) και την Μίκε Ιογιάνγκ (υφυπουργό Αμυνας για την Κυβερνοπολιτική). Θα παρίσταντο επίσης η Σάνον Κόου, η Τζένιφερ Ντάσκαλ, η Μέλανι Χαρτ και η Σίνθια Κάρας.

Αν γίνουν αυτές οι γυναίκες το δημόσιο πρόσωπο του αμερικανικού μισού ενός διαλόγου ΗΠΑ – Κίνας για την κυβερνοπολιτική, θα είναι καλό για τις γυναίκες παντού. Επίσης, ένας ευρύς διάλογος ή η παράλληλη πραγματοποίηση πολλαπλών στοχευμένων διαλόγων θα αναδείκνυε την περιπλοκότητα της διμερούς σχέσης και τη σημασία της συνεργασίας σε ευρύ φάσμα θεμάτων.

Βεβαίως, η απλή αντικατάσταση αντρών αξιωματούχων με γυναίκες δεν θα φέρει την αρμονία στις σινοαμερικανικές σχέσεις. Αλλά, όπως γνωρίζει καλά ο Μπάιντεν, η εξωτερική πολιτική – όπως και η πολιτική γενικότερα – βασίζεται σε σχέσεις που δεν δημιουργήθηκαν μόνο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά και μετά, χαλαρώνοντας σε ένα ανεπίσημο γεύμα και βρίσκοντας κοινά ενδιαφέροντα. Οι σχέσεις αυτές είναι αναγκαίες για να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη και να πειστούν οι ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι να ρίξουν τις μάσκες τους και να αποκαλύψουν τον πραγματικό εαυτό τους.

Οταν η Χίλαρι Κλίντον ήταν υπουργός Εξωτερικών, οικοδόμησε μια σχέση με τον κινέζο κυβερνητικό σύμβουλο Ντάι Μπινγκούο βασισμένη εν μέρει στην κοινή τους αφοσίωση προς τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Η σχέση αυτή βοήθησε τις ΗΠΑ και την Κίνα να ξεπεράσουν μια μεγάλη διπλωματική κρίση.

Σήμερα η οικοδόμηση τέτοιων σχέσεων – απαραίτητων για να επιτευχθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους υψηλόβαθμους αξιωματούχους – πρέπει να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα των αμερικανών ηγετών, ασχέτως φύλου. Μια τέτοια προσπάθεια θα μπορούσε να βασιστεί στους δεσμούς που έχουν δημιουργηθεί μέσω ανεπίσημων διαλόγων.

Για παράδειγμα, ενώ εκτυλισσόταν η σύνοδος της Αλάσκας, γυναίκες από τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ευρώπη συναντήθηκαν μέσω Zoom για μια ιδιωτική συζήτηση για τη λογοκρισία στο Internet. Η ομάδα αυτή – που περιλαμβάνει κυβερνητικές αξιωματούχους, καθηγήτριες Πανεπιστημίου, επιχειρηματίες, επενδύτριες και δημοσιογράφους – συναντιέται συχνά για ειλικρινείς συζητήσεις για ζητήματα όπως οι εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης και η βιοτεχνολογία. Οι σχέσεις αυτές μπορεί να αποδειχθούν πολύ χρήσιμες στις κυβερνήσεις.

Οπως τόνισε ο Κέρι, οι ΗΠΑ δεν θα αποδεχθούν ποτέ τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις καταχρήσεις στο εμπόριο από πλευράς Κίνας με αντάλλαγμα τη συνεργασία της για το κλίμα. Αλλά η συνεργασία για την κλιματική αλλαγή – όπως και για τις πανδημίες, την κυβερνοασφάλεια και άλλες κοινές απειλές – παραμένει κρίσιμη. Μόνο με έναν ευρύ διάλογο, που θα ενισχύεται από βαθύτερες προσωπικές σχέσεις, μπορούν οι ΗΠΑ να βρουν τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στις πλευρές αντιπαλότητας και συνεργασίας της σχέσης τους με την Κίνα.

 

Η κυρία Anne-Marie Slaughter, πρώην διευθύντρια Πολιτικού Σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (2009-11), είναι επικεφαλής του θινκ τανκ New America. Η κυρία Samm Sacks είναι ειδική στην κυβερνοπολιτική στο New America και στο Κέντρο για την Κίνα της Νομικής Σχολής του Γέιλ.