Ενώ κάθε χρόνο γιορτάζουμε την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου, εφέτος υπάρχει η αίσθηση ότι η επέτειος προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία λόγω της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Πράγματι, ενώ η εθνική επέτειος διακρίνεται από την ετήσια περιοδικότητά της, τα ιωβηλαία που σηματοδοτούν τα 50, 100, 150 ή 200 χρόνια από ένα ιστορικό γεγονός θεωρούνται ότι αποτελούν μια ξεχωριστή ευκαιρία απομνημόνευσης που επιβάλλει ιδιαίτερη εορταστική μεγαλοπρέπεια. Ο εορτασμός των ιωβηλαίων είχε παράδοση στην Ευρώπη των εστεμμένων (ιωβηλαία γάμων, ενθρόνισης κ.λπ.), αλλά το φαινόμενο απέκτησε διαστάσεις φρενίτιδας τον 19ο αιώνα, όταν γιορτάζονταν τα γενέθλια ίδρυσης πόλεων, εκατονταετηρίδες από τον θάνατο συγγραφέων ή επέτειοι που συνδέονταν με τις «βιογραφίες» εθνών.

Τα δύο πρώτα ιωβηλαία της Ελληνικής Επανάστασης γιορτάστηκαν το 1871 για τα πενήντα χρόνια και το 1930 για τα εκατό. Οπως είναι γνωστό, παρά τους αρχικούς σχεδιασμούς, η εκατονταετηρίδα της Επανάστασης, λόγω της Μικρασιατικής Εκστρατείας, δεν γιορτάστηκε το 1921 αλλά εννέα χρόνια αργότερα, απομνημονεύοντας πλέον την ίδρυση του κράτους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830). Στην πραγματικότητα, η ημερομηνία κάθε επετείου είναι συμβολική και σημαίνει πολύ περισσότερα από το ίδιο το ιστορικό γεγονός που συνέβη στη συγκεκριμένη χρονολογία ή ημερομηνία. Ετσι και η 25η Μαρτίου 1821 δεν σήμαινε μόνο την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία, αλλά το αποτέλεσμά του, δηλαδή την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Το 1871, το πρώτο ιωβηλαίο της Ελληνικής Επανάστασης ήταν μια «πολιτική γιορτή» που οργανώθηκε με βάση τη μοναρχική εορταστική παράδοση, η οποία είχε δημιουργηθεί στις αυλές της Δυτικής Ευρώπης σταδιακά από τον Μεσαίωνα και έφτασε στην Ελλάδα μέσω των δυναστικών οίκων, αρχικά των Βίτελσμπαχ και εν συνεχεία των Γλύξμπουργκ. Κεντρική τελετή για την πεντηκονταετηρίδα της Επανάστασης ήταν η μετακομιδή των λειψάνων του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ από την Οδησσό, όπου είχε ταφεί μετά τη θανάτωσή του από τις οθωμανικές αρχές ως αντίποινα για την ελληνική εξέγερση. Ο Γρηγόριος ήταν η κεντρική ιστορική προσωπικότητα των μνημονικών τελετών, δεδομένου ότι εκτός από τη μετακομιδή των οστών του κατασκευαζόταν ανδριάντας του στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος προγραμματιζόταν να εγκαινιαστεί στην ίδια συγκυρία. Ο ανδριάντας δεν ήταν έτοιμος ωστόσο και έτσι εγκαινιάστηκε την επόμενη χρονιά. Το 1871 μπροστά από το Πανεπιστήμιο έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Ρήγα Φεραίου. Και τα δύο γλυπτά είχαν χρηματοδοτηθεί από τον πλούσιο Eλληνα της Διασποράς Γεώργιο Αβέρωφ.

Δύο είναι τα καινούργια στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιστορική μνήμη της Επανάστασης στη συγκυρία της πεντηκονταετηρίδας: Πρώτον, η ανάδειξη του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ σε «εθνομάρτυρα» και η ένταξή του στο εθνικό πάνθεον, ένταξη που καθυστέρησε πολύ και ξεκίνησε μόλις το 1860, αφού, δέκα χρόνια πριν, είχε αναγνωριστεί το αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεύτερον, η ανάδειξη των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου στον κατ’ εξοχήν τόπο απομνημόνευσης του εθνικού παρελθόντος μέσα στον δημόσιο αστικό χώρο ως απόρροια του ηγεμονικού ρόλου του Αθήνησι στη διαχείριση της κληρονομιάς του Εικοσιένα. Και οι δύο ανδριάντες που θα ανεγείρονταν για την πεντηκονταετηρίδα χωροθετήθηκαν στο προαύλιό του. Στον ίδιο χώρο θα κατασκευαστούν ο ανδριάντας του Κοραή το 1875 και του Καποδίστρια το 1931.

Το 1930, ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας αποτέλεσε μια συνολική πολιτική πρόταση απομνημόνευσης που περιέλαβε κάθε δυνατή πράξη για τον σκοπό αυτόν, από την κατασκευή μνημείων μέχρι την έκδοση γραμματοσήμων και από θεατρικές παραστάσεις μέχρι μνημόσυνα για τους πεσόντες όλων των πολέμων μέχρι τότε. Η Κεντρική Επιτροπή της Εκατονταετηρίδας (ΚΕΕ) συνέταξε και εκτέλεσε, με τη συνεργασία δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, ένα μεγαλεπήβολο πανελλήνιο πρόγραμμα απομνημόνευσης, το οποίο εκκινούσε από την Επανάσταση και συμπεριλάμβανε πολλά μεταγενέστερα γεγονότα που συγκροτούσαν τόπους μνήμης σε τοπικό επίπεδο.

Από την άποψη αυτή, η εκατονταετηρίδα της Επανάστασης δεν αφορούσε μόνο την απομνημόνευση του αγώνα για την ανεξαρτησία αλλά και τη συλλογική μνήμη της συγκρότησης του ελληνικού κράτους, μια διαδικασία που εκτυλίχθηκε σε πολλές δεκαετίες με την προσάρτηση νέων εδαφών στον αρχικό κορμό. Η εκατονταετηρίδα δεν νοούνταν λοιπόν ως απομνημόνευση του γεγονότος της Επανάστασης αυτής καθ’ εαυτήν, αλλά όλης της ιστορικής πορείας της σύγχρονης Ελλάδας από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι το 1930, η οποία περιλάμβανε τόσο τους πρόσφατους πολέμους όσο και την ανάπτυξη των γραμμάτων, των τεχνών, της οικονομίας κ.λπ. Σημαντικό μέρος των εορτασμών ήταν η, για πρώτη φορά στην ιστορία του κράτους, μαζική κατασκευή μνημείων. Η εκατονταετηρίδα της Επανάστασης έδωσε την ευκαιρία να χωροθετηθούν μνημεία σε ολόκληρη την επικράτεια και να κανονικοποιηθεί η ιστορική μνήμη. Ωστόσο, τα μισά από τα μνημεία που θεμελιώνονται ή εγκαινιάζονται στο πλαίσιο των εορτασμών είναι ηρώα πεσόντων, χωρίς ειδική αναφορά στο Εικοσιένα.

Η ΚΕΕ έδωσε προτεραιότητα στην ανέγερση πανελλήνιου ηρώου στο Πεδίον του Αρεως, ένα σχέδιο που εκκρεμούσε από τον προηγούμενο αιώνα. Το πανελλήνιο μνημείο για το Eικοσιένα δεν είχε κατασκευαστεί εξαιτίας της ιδέας της «ανολοκλήρωτης» επανάστασης που είχε κυριαρχήσει στην ελληνική ιδεολογία μέχρι το 1922. Το ηρώο γινόταν αντιληπτό ως ένα μνημείο του μεγαλοϊδεατισμού, εφόσον η ανέγερσή του παρέπεμπε στην εδαφική ολοκλήρωση του έθνους-κράτους και στη συμπερίληψη όλων των ελληνικών επαρχιών εντός των ορίων του. Οσο η εδαφική ολοκλήρωση εκκρεμούσε και η Eπανάσταση θεωρούνταν ανολοκλήρωτη, το πανελλήνιο ηρώο δεν μπορούσε να οικοδομηθεί και η Επανάσταση δεν μπορούσε να απομνημονευτεί ως τετελεσμένο ιστορικό γεγονός. Τελικά η λύση που προκρίθηκε, αντί για το πανελλήνιο ηρώο, ήταν η τοποθέτηση 16 μαρμάρινων προτομών αγωνιστών της Επανάστασης, των οποίων η φιλοτέχνηση ανατέθηκε στο Σωματείο Ελλήνων Γλυπτών, οι οποίες εγκαινιάστηκαν από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά το 1937. Πρόκειται για το πρώτο μνημειακό σύνολο της πρωτεύουσας, που ονομάστηκε Λεωφόρος των Ηρώων.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.