Θα ήταν η ιστορία ενός εμβολίου, ή και περισσότερων, που έσωσαν τον κόσμο από μια πανδημία. Είναι όμως και μια ιστορία πολλών δισεκατομμυρίων, αλλά και μια ιστορία υψηλού γοήτρου. Μια ιστορία στην οποία εμπλέκονται όροι της πολιτικής επιστήμης και η οποία θρέφεται από την πολιτική επικαιρότητα. Ο φαρμακευτικός εθνικισμός και το Brexit. Ο λαϊκισμός και το εμβόλιο που επιστρατεύεται όχι για να σώσει την ανθρωπότητα αλλά μερικούς από τους ηγέτες της.
Ο τελευταίος στη σειρά είναι ο Μπόρις Τζόνσον, ο πρωθυπουργός που μοιάζει να αναζητεί απεγνωσμένα έναν θρίαμβο. Ο θρίαμβος δεν ήρθε στην αρχή της πανδημίας όταν ο ίδιος εξακολουθούσε να μοιράζει χειραψίες για να ζήσει στο τέλος μια προσωπική πανωλεθρία που τον έστειλε στο νοσοκομείο. Δεν ήρθε ούτε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το εμβόλιο της AstraZeneca, για το οποίο φαινόταν πως θα έκοβε πρώτο το νήμα της επιτυχίας των κλινικών δοκιμών.
Το «διαδικαστικό λάθος» που παραδέχθηκε η εταιρεία την περασμένη εβδομάδα δεν ήταν ακριβώς πανωλεθρία. Για τον Τζόνσον όμως φαίνεται πως ήταν μια «στιγμή Δουνκέρκης». Και τι έκανε ένας προκάτοχός του στη Δουνκέρκη; Μετέτρεψε την ήττα σε νίκη. Το αίμα των βρετανών στρατιωτών σε εκπλήρωση μιας υπόσχεσης – μέχρι την τελική νίκη, είπε, ο πόλεμος θα είχε αίμα, δάκρυα και πόνο. Και τις βάρκες των άγγλων ψαράδων που έπεσαν στα νερά για να σώσουν τους στρατιώτες σε σύμβολα της εθνικής ομοψυχίας.
Από τη Δουνκέρκη στο… Brexit
Ο Τζόνσον δεν είναι Τσόρτσιλ. Αλλά από τον αριθμό των θυμάτων της και μόνο, η πανδημία αυτή είναι ένας πόλεμος – η Βρετανία έσπασε στα μέσα της εβδομάδας το φράγμα των 60.000 θανάτων. Κι αυτό που έκανε ο Τζόνσον με την έγκριση του εμβολίου της Pfizer/BioNTech ήταν να επιχειρήσει να μετατρέψει τις πολλαπλές του ήττες, από εκείνη την προσωπική που κόντεψε να του στοιχίσει την ίδια του τη ζωή έως την πολιτική της γενικότερης διαχείρισης της πανδημίας, σε θρίαμβο μιας άλλης διαφαινόμενης ήττας. Σε θρίαμβο του Brexit.
Ο υπουργός Υγείας Ματ Χάμοντ έκανε τη σύνδεση πριν από λίγες ημέρες στο βρετανικό κοινοβούλιο με τον τρόπο των λαϊκιστών – εντελώς απροκάλυπτα: «Ενώ μέχρι και τις αρχές της φετινής χρονιάς ήμασταν μέλη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), χάρη στο Brexit μπορέσαμε να πάρουμε μια απόφαση βασισμένη στις βρετανικές ρυθμιστικές αρχές και όχι με τον ρυθμό των Ευρωπαίων, που προχωρούν κάπως πιο αργά» είπε.
Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς κάποιο κρυφό νόημα πίσω από τις λέξεις. Χάρις στο Brexit, είναι το μήνυμα, οι Βρετανοί θα αρχίσουν να εμβολιάζονται από το πρωί της Δευτέρας, ενώ οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι θα πρέπει να περιμένουν ως τα τέλη του μήνα την απόφαση της ευρωπαϊκής ρυθμιστικής αρχής. Οπως την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο θρίαμβος δεν είναι απλώς εθνικός, είναι οικουμενικός: «Τα επόμενα χρόνια, θα θυμόμαστε αυτή τη στιγμή ως την ημέρα που το Ηνωμένο Βασίλειο ανέλαβε το βάρος της ανθρωπότητας απέναντι σε αυτή την ασθένεια» έγραψε στο Twitter ο υπουργός Επιχειρηματικότητας Αλοκ Σάρμα.
Οι ασύμβατοι τόνοι και τα τέρατα
Η ιστορία όμως δεν επαναλαμβάνεται – ή, ακόμη χειρότερα, επαναλαμβάνεται με τον τρόπο του Μαρξ. Ο βρετανικός Τύπος δεν συμμερίστηκε τη θριαμβολογία. Αντίθετα, ακόμη και οι συντηρητικοί «Τάιμς» έκριναν στο κύριο άρθρο τους τη σύνδεση του εμβολίου με το Brexit άστοχη και τους τόνους των υπουργών «offbeat» – ασύμβατους με την περίσταση.
Η σπουδή δεν άρεσε ούτε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Πήραν τα δεδομένα από την Pfizer και αντί να τα εξετάσουν προσεκτικά, είπαν «εντάξει, ας εγκρίνουμε το εμβόλιο»» δήλωσε ο κορυφαίος αμερικανός επιδημιολόγος Αντονι Φάουτσι στο αμερικανικό δίκτυο CBS. «Το Ηνωμένο Βασίλειο έτρεξε στη γωνία του μαραθωνίου και μπήκε στα τελευταία μέτρα. Πραγματικά βιάστηκαν με αυτή την έγκριση» συμπλήρωσε.
Ο Φάουτσι θα έκανε αργότερα μια επίδειξη επιστημονικής διπλωματίας εκφράζοντας την εμπιστοσύνη του στη ρυθμιστική αρχή της Βρετανίας.
Η ίδια η Ευρώπη δεν είδε τίποτε περισσότερο από μια φτηνή επίδειξη «φαρμακευτικού εθνικισμού». Μήπως δεν είναι ευρωπαϊκή η μία από τις δύο εταιρείες που έφτιαξαν το εμβόλιο για το οποίο πανηγυρίζουν σήμερα οι Βρετανοί; Το ερώτημα έθεσε ο Γενς Σπαν, γερμανός ομόλογος του Ματ Χάμοντ. Αλλά με την ηπειρωτική Ευρώπη να μετρά τα δικά της θύματα, αυτό μοιάζει σε πολλούς να είναι το λάθος ερώτημα.
Τα ερωτήματα για την Ευρώπη
Η Βρετανία, λένε, βιάστηκε. Αλλά η Ευρώπη γιατί πρέπει για ακόμη μία φορά να αργήσει τόσο πολύ; Γιατί θα πρέπει να συμπεριφέρεται πάντα σαν ένας αργός γραφειοκρατικός μηχανισμός, σαν ένα δυσκίνητο τέρας, καθηλωμένο από τους ίδιους του τους κανόνες;
Σε καλύτερους καιρούς θα ήταν απλώς ζήτημα μεθόδου. Οι διαδικασίες έγκρισης δεν είναι παντού οι ίδιες. Στη Βρετανία εργάστηκαν ξεχωριστές ομάδες παράλληλα, «μέρα και νύχτα, ακόμη και τα Σαββατοκύριακα», σύμφωνα με την κάπως λυρική διατύπωση της επικεφαλής της αρμόδιας ρυθμιστικής αρχής Τζουν Ρέιν. Στις ΗΠΑ η αρμόδια αρχή εξετάζει όλα τα στοιχεία αναλυτικά και όχι όπως παραδίδονται επεξεργασμένα από τις εταιρείες, ενώ η διαδικασία περιλαμβάνει και δημόσια διαβούλευση, καθώς πέρα από την εσωτερική αξιολόγηση ζητείται και η γνώμη ενός εξωτερικού συμβουλευτικού συμβουλίου.
Και η Ευρώπη; Πρώτα έπρεπε να μεταφέρει την έδρα και τους ενενήντα εργαζομένους της δικής της ρυθμιστικής αρχής, της ΕΜΑ, από το Λονδίνο στο Αμστερνταμ. Και έπειτα να ακολουθήσει τη διαδικασία της «διαρκούς εξέτασης» για τρία εμβόλια – της Pfizer/BioNTech, της Moderna και της Oxford/AstraZeneca. Αυτό σημαίνει πως η ΕΜΑ θα αποφανθεί «το αργότερο» ως τις 29 Δεκεμβρίου για το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech και ως τις 12 Ιανουαρίου για εκείνο της Moderna για να δώσει στη συνέχεια το πράσινο φως για την κυκλοφορία του εμβολίου στην αγορά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
O παραλογισμός και ο… «Γατόπαρδος»
Στον χάρτη χωρίζει τη Βρετανία από την Ευρώπη η θάλασσα της Μάγχης. Στο ημερολόγιο χωρίζουν τις δύο πλευρές 27 ημέρες (από τις 2 Δεκεμβρίου που δόθηκε η έγκριση στη Βρετανία έως τις 29 Δεκεμβρίου που θα συνεδριάσει η ρυθμιστική αρχή της ΕΕ). Και πόσα θύματα; Το ερώτημα, στην ωμότητά του, έχει μια ηθική διάσταση. Ο Ηλίας Μόσιαλος θύμιζε στον λογαριασμό του στο Facebook πως ο βρετανικός MHRA έδωσε ήδη την έγκρισή του και πως ο αμερικανικός FDA θα συνεδριάσει για να αποφασίσει στις 10 Δεκεμβρίου.
Το χάσμα δεν είναι τόσο μεγάλο όσο ο Ατλαντικός, αλλά για τον καθηγητή του LSE «προκύπτουν δύο σημαντικά ερωτήματα: 1. Γιατί ο EMA δεν μπορεί να ορίσει τη συνεδρίαση της ειδικής επιτροπής λίγες μόνο ημέρες μετά τη συνεδρίαση της επιτροπής του FDA; Κανονικά θα μπορούσε και νωρίτερα. Οι Αγγλοι, οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι θα εξετάσουν τα ίδια ακριβώς στοιχεία. 2. Γιατί δεν ορίζουν μια σαφή ημερομηνία; Είμαστε σε πανδημία, δεν είμαστε σε κανονικές συνθήκες».
Αν ένας σημαντικός στο πεδίο της δημόσιας Υγείας επιστήμονας δεν αντιλαμβάνεται τον «επιστημονικό λόγο» αυτής της καθυστέρησης και ζητάει την παρέμβαση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τότε το πρόβλημα ορίζεται ως εξής: εκεί όπου σταματάει η λογική της επιστήμης αρχίζει η πολιτική. Ή, στη χειρότερη περίπτωση, ένας πολιτικός παραλογισμός που κάνει τον έναν να θριαμβολογεί εκεί όπου δεν υπάρχει ίχνος θριάμβου και τον άλλον να καρκινοβατεί σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε σε μια περίοδο που έχουν αλλάξει τα πάντα, σε μια αντιστροφή του αξιώματος του «Γατόπαρδου».
Η στρατηγική Ρωσίας και Κίνας για αύξηση της επιρροής τους
Κάτι που δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς είναι μια μείζων αλλαγή στον παγκόσμιο χάρτη: αν η Δύση δείχνει να κρατά τα εμβόλια πρωτίστως για τον εαυτό της, η Κίνα και η Ρωσία χρησιμοποιούν τα δικά τους ως γεωπολιτικά άρματα για να ενισχύσουν την επιρροή τους.
Ο φαρμακευτικός επεκτατισμός απέναντι στον φαρμακευτικό εθνικισμό; Σε κάθε περίπτωση, Πεκίνο και Μόσχα σπεύδουν στην πραγματικότητα να καλύψουν ένα κενό. Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Ντιουκ, οι χώρες με υψηλά και μέσα ΑΕΠ έχουν αγοράσει ήδη 3,8 δισεκατομμύρια δόσεις με δικαίωμα αγοράς άλλων 5 δισεκατομμυρίων δόσεων. Η μελέτη προβλέπει πως οι πληθυσμοί των αναπτυσσόμενων χωρών θα μπορούσαν να περιμένουν ακόμη και ως το 2024 για να εμβολιαστούν. Το Πεκίνο, ωστόσο, προσέφερε 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε χώρες που διαφορετικά θα δυσκολεύονταν να αγοράσουν τα εμβόλιά της.
Συγχρόνως ενίσχυσε την επιρροή της στη Νοτιοανατολική Ασία, μια περιοχή στην οποία βρίσκεται σε ευθύ ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, υπογράφοντας συμφωνίες με τις κυβερνήσεις της Μαλαισίας και της Ινδονησίας που θα επιτρέψουν στις δύο χώρες να προμηθευτούν κατά προτεραιότητα το κινεζικό εμβόλιο Sinovac Biotech, ενώ η πόρτα στην Αφρική για την Κίνα άνοιξε από το Μαρόκο, τη χώρα που θα αποκτήσει πρώτη το εμβόλιο της Sinopharma για να το διοχετεύσει στη συνέχεια, ως εταίρος της Κίνας και παραγωγός πια, στις υπόλοιπες αφρικανικές χώρες.
Είναι η στρατηγική του «απαραίτητου εταίρου» και δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη της Μόσχας που έχει υπογράψει συμφωνίες με περίπου 50 χώρες, οι οποίες θα προμηθευτούν 1,2 δισεκατομμύρια δόσεις του ρωσικού εμβολίου Sputnik V, ενώ διαπραγματεύεται συμφωνίες με φαρμακευτικές εταιρείες στη Νότια Κορέα, στην Ινδία, στο Καζακστάν αλλά και στην Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πως ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να θριαμβολογεί το πρωί της Δευτέρας για τη βελόνα που θα τρυπήσει το μπράτσο του με την πρώτη δόση του εμβολίου της Pfizer/BioNTech. Αλλά ο πραγματικός θρίαμβος να είναι αλλού.