Ο Gideon Rachman ήταν σαφής πρόσφατα στους Financial Times. Όχι μόνο ο νέος «Ψυχρός Πόλεμος» είναι εδώ, αλλά μπορούμε να εντοπίσουμε και τη «συμβολική» έναρξή του. Αν στον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο αυτή ήταν η περίφημη ομιλία του Τσόρτσιλ στο Φούλτον του Μιζούρι όπου για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ο όρος «Σιδηρούν Παραπέτασμα», στο νέο Ψυχρό Πόλεμο ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, η συμβολική έναρξη είναι η ομιλία του αμερικανού Αντιπροέδρου Μάικ Πενς στο Hudson Institute στην Ουάσιγκτον τον Οκτώβριο του 2018 όταν δήλωσε ότι «η Κίνα δεν θέλει τίποτα λιγότερο από το να εξωθήσει τις ΓΠΑ από τον Δυτικό Ειρηνικό […] Όμως θα αποτύχουν […] Δεν θα εκφοβιστούμε και δεν θα υποχωρήσουμε». Παράλληλα, όρισε και τη διαφορά συστημάτων ανάμεσα στους δύο πόλους αποδίδοντας στην Κίνα χαρακτηριστικά ολοκληρωτικής καταπίεσης που καταλήγει και σε ανάλογη διεθνή συμπεριφορά. «Μια χώρα που καταπιέζει το δικό της λαό σπάνια σταματά σε αυτό».

Ομοιότητες και διαφορές με τον παλαιό Ψυχρό Πόλεμο

Από ορισμένες απόψεις υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες με τον παλιό Ψυχρό Πόλεμο. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διεκδικούν να είναι η ισχυρότερη «φιλελεύθερη δημοκρατία» στον κόσμο (ανεξαρτήτως των πραγματικών θεσμικών ελλειμμάτων που αναδεικνύονται και στην πορεία προς τις εκλογές), την ώρα που η Κίνα, πολιτικά τουλάχιστον, παραπέμπει σε ένα κλασικό κομμουνιστικό καθεστώς, εφόσον η εξουσία είναι στο Κομμουνιστικό Κόμμα και την ηγεσία του, δεν γίνονται κλασικού τύπου εκλογές, ενώ τα νομοθετικά σώματα επικυρώνουν ουσιαστικά τις αποφάσεις που λαμβάνει η πανίσχυρη καθοδήγηση του κόμματος όπου τον πρώτο λόγο έχει ο Τζιπίνγκ. Αυτό φαίνεται να δίνει μια διάσταση αντιπαράθεσης «συστημάτων».

Την ίδια στιγμή η σύγκρουση έχει και γεωπολιτικές διαστάσεις. Αυτό δεν είναι η κεντρική Ευρώπη, που ήταν το μεγάλο εδαφικό επίδικο του παλαιού Ψυχρού Πολέμου, αλλά ο Δυτικός Ειρηνικός και συγκεκριμένα επίδικα όπως η Νότια Σινική Θάλασσα, αλλά και η κατάσταση με την Ταϊβάν, δύο πεδία αντιπαράθεσης που είναι εξαιρετικά στρατιωτικοποιημένα, με την Κίνα να έχει σαφώς επενδύσει στην αναβάθμιση του αμυντικού εξοπλισμού της.

Όμως, υπάρχει και μία βασική διαφορά. Η αντιπαράθεση ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ και ευρύτερα ανάμεσα σε «Δύση» και «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» ήταν σε μεγάλο βαθμό και μία αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά οικονομικά μοντέλα, το καπιταλιστικό από τη μια και την κρατικιστική εκδοχή σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ. Αυτό διαμόρφωνε δυο παράλληλους οικονομικούς κόσμους, που συναντιούνταν, αλλά δεν ανταγωνίζονταν επί της ουσίας. Το σύστημα συναλλαγών του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στηριζόταν σε διάφορες μορφές προστατευτισμού που εξασφάλιζαν και διάφορες διακρατικές ισορροπίες, με τις όποιες συναλλαγές με το εξωτερικό να αφορούν συγκεκριμένους κλάδους και όχι έναν γενικευμένο ανταγωνισμό για την διεκδίκηση κυρίαρχου ρόλου στην παγκόσμια αγορά. Αντίθετα, οι οικονομίες ΗΠΑ και Κίνας είναι και οι δύο καπιταλιστικές. Μπορεί στην Κίνα να υπάρχουν ιδιαιτερότητες που αφορούν την διάκριση ανάμεσα στις αμιγώς ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις κρατικές επιχειρήσεις, το ρόλο του κόμματος και των παρεμβάσεων του, τις μορφές άμεσων ή έμμεσων επιδοτήσεων, τους όρους που μπαίνουν για τις άμεσες επενδύσεις, όμως η οικονομία της είναι κατά βάση καπιταλιστική.

Επιπλέον, πάλι σε αντίθεση με την αντιπαράθεση ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, όπου το στοιχείο του ανταγωνισμού στην «παγκόσμια αγορά» δεν υπήρχε, στη σύγκρουση ΗΠΑ και Κίνας το στοιχείο του οικονομικού ανταγωνισμού είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει είναι και το καθοριστικό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ κυρίως αγχώνονται από το υπαρκτό ενδεχόμενο κάποια στιγμή στο μέλλον η Κίνα να αποτελέσει την ισχυρότερη – καπιταλιστική – οικονομία στον κόσμο.

Δύο ανταγωνιστές πολύ πιο συνδεδεμένοι από όσο θέλουν να παραδεχτούν

Μια άλλη ιδιαιτερότητα του νέου Ψυχρού Πολέμου είναι ότι οι δύο χώρες έχουν πολύ μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση από όσο θέλουν ενίοτε να παραδεχτούν.

Το εμπόριο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα φτάνει το μισό τρισεκατομμύριο δολάρια. Η Κίνα κατέχει πάνω από ένα τρισεκατομμύριο αμερικανικού χρέους. Το απόλυτο σύμβολο της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής, το Apple iPhone κατά βάση κατασκευάζεται στη Νότια Κίνα. Και στην Κίνα υπάρχουν περισσότερα καταστήματα της εμβληματικής αμερικανικής εταιρείας Kentucky Fried Chicken παρά στις ίδιες τις ΗΠΑ.

Όμως, η αλληλεξάρτηση δεν περιορίζεται μόνο στις στενές οικονομικές σχέσεις, αλλά και σε άλλες παραμέτρους: σε αντίθεση με τον παλαιό Ψυχρό Πόλεμο, η κινεζική ελίτ, επιδιώκει να σπουδάζει στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της κόρης του Σι Τζινπίνγκ που σπούδασε στο Χάρβαρντ.

Ως προς αυτό υπάρχει και ιστορικό προηγούμενο: ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) αφορούσε τη σύγκρουση δύο συνασπισμών κρατών, που κατά τα άλλα είχαν εκτεταμένες μεταξύ τους οικονομικές συναλλαγές και ήταν όλα καπιταλιστικές οικονομίες και με ανάλογα κοινοβουλευτικά καθεστώτα και κοινή «ευρωπαϊκή κουλτούρα».

Δύο συγκρουόμενες αντιλήψεις για την παγκόσμια κυριαρχία

Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι έχουμε και δύο συγκρουόμενες αντιλήψεις για την παγκόσμια κυριαρχία. Παρότι οι ΗΠΑ είχαν μια μεγάλη παράδοση «απομονωτισμού» (που βέβαια και ακόμη αυτή θεωρούσε π.χ. τη Λατινική Αμερική «πίσω αυλή»), εντούτοις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν και ηγήθηκαν της Δύσης, απέκτησαν μια περισσότερο «παγκόσμια» αντίληψη της κυριαρχίας τους. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το σταθερό ενδιαφέρον τους μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ να εξασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξουν κεντρικοί ή περιφερειακοί ανταγωνιστές τους. Αυτό, επίσης, μπορεί να εξηγήσει την ιδιαίτερη αμερικανική τάση για «προληπτικές» κλιμακώσεις τέτοιων αντιπαραθέσεων, ώστε να αποθαρρυνθούν τοπικές ισχυρές δυνάμεις.

Αντίθετα, η Κίνα δείχνει σε αυτή τη φάση να επιδιώκει μια εκτεταμένη οικονομική κυριαρχία και πρωτοκαθεδρία, οικονομική αλλά και τεχνολογική, χωρίς να διεκδικεί και αντίστοιχη γεωπολιτική κυριαρχία, έξω από τη ζώνη που θεωρεί ότι της ανήκει. Αυτό εξηγεί τον κάθετο τρόπο με τον οποίο έχει τοποθετηθεί πάνω στα ζητήματα της Ταϊβάν ή τον τρόπο που αντιμετωπίζει τα ζητήματα κυριαρχίας σε σχέση με τη Νότια Σινική Θάλασσα. Αντίστοιχα, είναι σαφές ότι δεν δέχεται οποιαδήποτε συζήτηση για κάθε θέμα που θεωρεί «εσωτερικό», όπως π.χ. οτιδήποτε αφορά τους Ουιγούρους. Το εάν θα μείνει σε αυτή την αντίληψη, ή θα διεκδικήσει ευρύτερο διεθνή παρουσία μένει να φανεί, ενώ στο μεταξύ ενισχύει ιδιαίτερα την ένοπλη ικανότητά της, χωρίς όμως προς το παρόν να διεκδικεί ρόλο power broker σε περιφερειακές συγκρούσεις όπως π.χ. κάνει η Ρωσία.

Η εξέλιξη του οικονομικού ανταγωνισμού

Πάντως σε αυτή τη φάση η μεγάλη κλιμάκωση αφορά τον οικονομικό ανταγωνισμό. Αυτός δεν αφορά μόνο τον εμπορικό πόλεμο ή για την ακρίβεια ξεπερνά τα όρια του κλασικού εμπορικού πολέμου με όπλα τις επιδοτήσεις και τους δασμούς.

Τώρα η βασική μορφή αφορά την προσπάθεια των ΗΠΑ να εμποδίσουν με διάφορα θεσμικά μέτρα και πρόσχημα την κατασκοπεία τις κινεζικές εταιρείες όχι μόνο να διεκδικήσουν επενδύσεις σε κρίσιμες υποδομές όπως τα δίκτυα 5G, αλλά και να τις αποκόψουν από κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσπάθεια να αποκλειστούν κινεζικές εταιρείες όπως η Huawei από κάθε πρόσβαση σε υψηλής τεχνολογίας τσιπ, απαγορεύοντας ουσιαστικά σε εταιρείες να συναλλάσσονται μαζί τους.

Αυτό με τη σειρά του έχει πυροδοτήσει μια αντίστοιχη κινεζική προσπάθεια για κατοχύρωση αυτάρκειας και στην υψηλή τεχνολογία ώστε να μην πλήττεται η κινεζική οικονομία από τέτοια μέτρα. Αυτό διαμορφώνει έναν ιδιότυπο κατακερματισμό προοπτικά της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι αμερικανικές ελίτ ενώνονται στην αντιπαλότητα με την Κίνα

Παρότι οι ΗΠΑ περνούν μια περίοδο εντονότατης πολιτικής πόλωσης που διαπερνά όλη την κοινωνία και όχι μόνο τις κομματικές ηγεσίες, διαιρώντας και τις ελίτ, έχει ενδιαφέρον ότι η εχθρότητα προς την Κίνα πλέον γίνεται ένα από τα λίγα στοιχεία στα οποία υπάρχει ενότητα. Για την ακρίβεια η αντιπαράθεση με την Κίνα είναι ίσως το μόνο κεντρικό πολιτικό ζήτημα στο οποίο ομονοούν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι.

Όμως, αυτό αντανακλά διεργασίες που ήταν σε εξέλιξη. Με μία έννοια όταν η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να προσδιορίσει τη σχέση των ΗΠΑ με την Κίνα ως σχέση «στρατηγικού ανταγωνισμού», αυτό βρήκε ευήκοα ώτα και στην αμερικανική κοινωνία.

Με αυτή την έννοια είμαστε ήδη μακριά από το 2001, όταν η Κίνα γινόταν δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ολοκληρώνοντας μια στρατηγική επιλογή για ενσωμάτωση της Κίνας στο διεθνές σύστημα, που αφετηρία της είχε την επιλογή του Ρίτσαρντ Νίξον να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Κίνα. Η ενσωμάτωση μπορεί να προχώρησε, αλλά φαίνεται πώς ταυτόχρονα δημιούργησε και τις βάσεις για μια νέα αντιπαράθεση.

Με την Κίνα σε τροχιά οικονομικής ανόδου, που φάνηκε και από την ταχύτερη δυναμική εξόδου από την ύφεση σε σχέση με τις ανταγωνίστριες χώρες, και παράλληλα να ενισχύει τη στρατιωτική της ισχύ, οι ΗΠΑ δείχνουν ότι δεν μπορούν πλέον να ακολουθήσουν μια τακτική κατευνασμού ή συνύπαρξης και συνεργασίας. Ο τρόπος που από δεκαετίες θεωρείται δεδομένη η αμερικανική πρωτοκαθεδρία για το σύνολο της αμερικανικής ελίτ, αναγκαστικά εξωθεί την πολιτική των ΗΠΑ σε μια λογική σύγκρουσης, ακόμη και εάν αυτό μπορεί να έχει και κόστος ή και απρόβλεπτες συνέπειες.