Σε κατάρρευση οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, υπό το βάρος των διαρκώς επιδεινούμενων στοιχείων του δημογραφικού προβλήματος. Ενδεικτική είναι η προβολή στο έτος 2070, όταν για κάθε ένα άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών θα αντιστοιχούν 1,7 άτομα σε ηλικία εργασίας, δηλαδή οικονομικά ενεργά.

Οι μειώσεις των συντάξεων και οι αυξήσεις των ορίων συνταξιοδότησης καθίστανται – σε βάθος χρόνου – ανενεργές, εφόσον δεν βρεθούν λύσεις στο οξυμένο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, όπως και στην απώλεια εσόδων του συστήματος από την εκρηκτική άνοδο των ελαστικών μορφών απασχόλησης.

Μελέτη

Τη δραματική επιδείνωση των δημογραφικών στοιχείων της χώρας καταγράφουν επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ μελέτη του πανεπιστημιακού κ. Σάββα Ρομπόλη (ομότιμου καθηγητή του Παντείου) και του αναλογιστή κ. Βασίλη Μπέτση (υποψηφίου διδάκτορα), που προβάλλει τα σημερινά στοιχεία στο έτος 2070, δείχνει ότι υπό τις σημερινές δημογραφικές συνθήκες το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας θα διαμορφωθεί σε 3,201 εκατ. άτομα από 4,656 εκατ. άτομα που ήταν τον Μάρτιο του 2020, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων θα διαμορφωθεί σε 2,820 εκατ. συνταξιούχους από 2,494 εκατ. συνταξιούχους που ήταν τον Μάιο του 2020. Με λίγα λόγια εκτιμάται ότι «το 2070 το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί σε σχέση με το 2020 κατά 31%, ενώ οι συνταξιούχοι θα αυξηθούν κατά 13% σε σχέση με το 2020». Τα πρόσφατα στοιχεία για τη δραματική επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας καταγράφουν μια εφιαλτική εικόνα συνεχούς γήρανσης και μείωσης του πληθυσμού έως το 2070. Στις προβολές των στοιχείων του 2019, εκτιμάται ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2030 θα είναι 10.303.200 άτομα και το 2070 8.603.587 άτομα.

Ο πληθυσμός

Ο πληθυσμός της χώρας μας, εκτός από μειωμένος, εμφανίζεται και εξαιρετικά γηρασμένος. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων από 34,6 το 2019 υπολογίζεται σε 59,9 το 2070. Που σημαίνει ότι για κάθε ένα άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών θα αντιστοιχούν 1,7 άτομα σε ενεργή εργασιακά ηλικία.

Πέραν των άλλων τεραστίων προβλημάτων που σημαίνει μια κοινωνία που συνεχώς γερνάει, η χώρα τις επόμενες δεκαετίες – εξαιτίας του δημογραφικού – θα αντιμετωπίσει σοβαρά πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα.

Από το 2011 ο πληθυσμός της χώρας συνεχώς μειώνεται, διαπίστωσε ο υπουργός, παραθέτοντας μια σειρά επιπτώσεων που επιφέρει το γεγονός αυτό στην αγορά εργασίας και στο ασφαλιστικό σύστημα. Ορισμένες από αυτές είναι η μείωση του συνολικού εργατικού δυναμικού και η δημιουργία συνθηκών ανισορροπίας στην πλευρά της προσφοράς εργασίας, όπως και η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των εργαζομένων. Δραματική αύξηση στις συνταξιοδοτικές και στις δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ενώ η μείωση του εργατικού δυναμικού δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα χρηματοδότησης του συστήματος.

Το έλλειμμα

Σε παλαιότερες μελέτες τους οι ίδιοι ερευνητές είχαν εκτιμήσει ότι «για την κάλυψη του ελλείμματος που προκαλεί το δημογραφικό απαιτείται επιπλέον μείωση των συντάξεων κατά 30%, απλώς μόνο για να διατηρηθεί εν ζωή το ασφαλιστικό σύστημα».

Ως λόγοι για την οικονομική ασφυξία του συστήματος προσδιορίζονται η γήρανση του ενεργού πληθυσμού, αλλά και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Πέραν αυτών σημαντική είναι η επιβάρυνση από τη ραγδαία αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που κόβει έσοδα από τα Ταμεία. Η επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος εξαιτίας του δημογραφικού προβλήματος υπολογίζεται σε 49,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2065. Ενώ οι ετήσιες απώλειες εισφορών λόγω κυριαρχίας των ελαστικών μορφών απασχόλησης στην αγορά εργασίας φθάνουν τα 2,5 δισ. ευρώ.

Το προσδόκιμο ζωής

Η μελέτη για το δημογραφικό εκτιμά ότι το προσδόκιμο ζωής θα αυξάνεται μέχρι το 2065. Θεωρεί όλες τις άλλες οικονομικές και δημογραφικές παραμέτρους σταθερές. Στην περίπτωση αυτή το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί, μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, κατά 49,4 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η αναλογιστική υποχρέωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα αυξηθεί κατά 49,4 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου για τη χρηματοδότηση της επιβάρυνσης του συστήματος, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να βρεθούν επιπλέον πρόσθετοι πόροι ύψους 0,5% του ΑΕΠ. Διαφορετικά απαιτούνται εφιαλτικά μέτρα, όπως η μείωση των συντάξεων κατά 30%, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 73 έτη έως το 2060, η αύξηση των εισφορών για την κύρια σύνταξη από 20% που είναι σήμερα σε 27% και στην επικουρική από 6% σε 8,1%.

Η μελέτη που καταγράφει τις οικονομικές απώλειες του Ασφαλιστικού από την πλήρη κυριαρχία των ελαστικών μορφών απασχόλησης δείχνει ότι ετησίως χάνονται έσοδα 2,5 δισ. ευρώ, ενώ η εξέλιξη των στοιχείων της αγοράς εργασίας δείχνει ότι τα επόμενα χρόνια η εικόνα θα επιδεινωθεί και οι απώλειες θα είναι βαρύτερες. Το ποσό αυτό μέχρι το έτος 2055 φθάνει τα 65,6 δισ. ευρώ, 48 δισ. ευρώ από την κύρια σύνταξη και 17,6 δισ. ευρώ από την επικουρική σύνταξη.

Στις παραδοχές της μελέτης ελήφθησαν υπόψη τα εξής: Η ανεργία θα μειωθεί στο 10% το 2030 και στο 7,5% το 2055. Μέχρι το 2024 το ποσοστό των νέων ευέλικτων θέσεων απασχόλησης θα αποτελεί το 64% και από το 2025 μέχρι το 2055 θα φθάσει να αποτελεί το 75% των νέων προσλήψεων.

Η πανδημία αύξησε τον δείκτη ανασφάλειας των εργαζομένων

Ο «μεγάλος ασθενής» που άφησε πίσω ο κορωνοϊός είναι χωρίς αμφιβολία οι εργασιακές σχέσεις και η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα. Η πανδημία ανέτρεψε τον τρόπο παροχής της εργασίας δεκαετιών, εισάγοντας την τηλεργασία, παγιώνοντας την εκ περιτροπής εργασία και τη μερική απασχόληση, προκάλεσε εκρηκτική άνοδο της ανεργίας και οδήγησε σε μείωση των αμοιβών. Η έρευνα της εταιρείας ALCO για λογαριασμό της ΓΣΕΕ – που έγινε από τις 9 έως 14 Ιουνίου – αποτυπώνει το κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας που βιώνουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα για το μέλλον της εργασίας και των αμοιβών τους.
Τα βασικά ευρήματα καταδεικνύουν ότι:

-Τρεις στους 10 εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα (33%) έχουν υποστεί μεταβολή στη σχέση εργασίας τους μετά την πανδημία.
-Δύο στους 10 (19%) συνεχίζουν να εργάζονται με τηλεργασία και το 14% με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση.
– Το 35% των απασχολουμένων με καθεστώς τηλεργασίας δήλωσε ότι εργαζόταν περισσότερο χρόνο σε σχέση με το ωράριό του.
– Το 18% των εργαζομένων υποχρεώθηκε από τον εργοδότη του, κατά το διάστημα που η σύμβασή του ήταν σε αναστολή, να εργαστεί.
– Τέσσερις στους 10 (ποσοστό 39%) νιώθουν ανασφάλεια για τη διατήρηση στο μέλλον της θέσης εργασίας του.
– Εξι στους 10 εργαζομένους (ποσοστό 59%) δεν αναμένουν κάποια θετική εξέλιξη στον μισθό τους, επιβεβαιώνοντας την έλλειψη αισιοδοξίας για την εξέλιξη των αμοιβών.

Σύμφωνα με την έρευνα, ο δείκτης ασφάλειας της απασχόλησης από τον Μάρτιο του 2020 έχει επιδεινωθεί κατά 17 μονάδες. Ταυτοχρόνως ο δείκτης εξέλιξης των αμοιβών έχει επιδεινωθεί κατά 12 μονάδες από τον Μάρτιο του 2020. Σχολιάζοντας τα ευρήματα η ΓΣΕΕ επισημαίνει πως είναι ξεκάθαρο ότι η εργασία και οι εργαζόμενοι χρειάζονται επιπλέον υποστήριξη και πως οι σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας θα εντείνονται όσο επιλέγονται η ημιαπασχόληση, η εργασιακή ευελιξία και οι μειωμένες αμοιβές ως μέσα αύξησης της ανταγωνιστικότητας και καταπολέμησης της ανεργίας.

Ευελιξία για όλους

Η ευέλικτη απασχόληση θα ισχύσει για όλους έως το τέλος Σεπτεμβρίου, με κρατική επιχορήγηση μέρους των απωλειών εισοδήματος των εργαζομένων. Ο μηχανισμός ενίσχυσης της απασχόλησης ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ τέθηκε σε εφαρμογή έως 30 Σεπτεμβρίου με δυνατότητα επέκτασης εάν και εφόσον χρειαστεί. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλες οι επιχειρήσεις οι οποίες εμφανίζουν μείωση του τζίρου τους, τουλάχιστον 20%.
Τα κυβερνητικά μέτρα που διαμορφώνουν τη μετά κορωνοϊό περίοδο στον χώρο της εργασίας περιλαμβάνουν:
Την επέκταση για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο της δυνατότητας αναστολής της σύμβασης των εργαζομένων και τη χορήγηση της αποζημίωσης ειδικού σκοπού των 534 ευρώ ανά μήνα. Το δικαίωμα αυτό δίδεται και στις τουριστικές επιχειρήσεις που θα παραμείνουν κλειστές, όπως και στους κλάδους της εστίασης, των μεταφορών, του πολιτισμού και του αθλητισμού που πλήττονται.
Την ανάπτυξη του μηχανισμού οικονομικής ενίσχυσης των εργαζομένων ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, που αφορά αυτούς που επιστρέφουν στην εργασία τους και απασχολούνται (πλέον) με μειωμένο ωράριο και λαμβάνοντας τον μισό μισθό από τον εργοδότη. Η πολιτεία αναλαμβάνει να καλύψει το 60% της απώλειας του μισθού τους, όπως και τις ασφαλιστικές εισφορές. Την κάλυψη με το επίδομα εποχιακής ανεργίας όσων εποχιακά εργαζομένων στον τουρισμό δεν θα απασχοληθούν εφέτος.