Ο Γενικός Δείκτης Τιμών στο Χρηματιστήριο Αθηνών υποχωρεί 30% από την αρχή του έτους, αλλά ο τραπεζικός δείκτης «βυθίζεται» κατά 60%, δέσμιος του υψηλού μεγέθους των κόκκινων δανείων. Εξήντα δισ. ευρώ είναι σε απόλυτα νούμερα τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται. Η πανδημία θεωρείται σίγουρο πως θα δημιουργήσει νέο κύμα κόκκινων δανείων και οι τράπεζες, παρά τις τιτλοποιήσεις στις οποίες προχωρούν με στόχο τη μείωσή τους, δυστυχώς θυμίζουν τον σκύλο που κυνηγά την ουρά του.
Οι επόπτες του SSM και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αντιλαμβάνονται τις δυσκολίες και προχώρησαν σε δύο κινήσεις που χαλαρώνουν λίγο τη θηλιά που σφίγγει τις εγχώριες τράπεζες: μετέθεσαν για τον Μάρτιο του 2021 τα businees plans για τον περιορισμό των κόκκινων δανείων και επιτρέπουν στις συστημικές τράπεζες να διατηρήσουν ελάχιστο απαιτούµενο δείκτη συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας στο 11,5% έως το τέλος του 2022.
Οι τράπεζες από το 2013 έως το 2015 προχώρησαν σε τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις. Η πρώτη λόγω του PSΙ έγινε τον Απρίλιο του 2013, όταν το ΤΧΣ έβαλε 25 δισ. και 3,5 δισ. ευρώ οι ιδιώτες, με αποτέλεσμα να κρατικοποιηθούν και οι τέσσερις.
Η δεύτερη τον Απρίλιο του 2014, όταν δεν συμμετείχε το ΤΧΣ, όπου τοποθετήθηκαν ιδιωτικά κεφάλαια 8,3 δισ. ευρώ και το ΤΧΣ περιόρισε τα ποσοστά του.
Η τρίτη έγινε τον Νοέμβριο του 2015, όταν λόγω της «περήφανης» διαπραγμάτευσης που είχε προηγηθεί είχαν «πετάξει» προς το εξωτερικό και τα στρώματα οι καταθέσεις. Συνολικά οι ανάγκες ήταν 14,4 εκατ. ευρώ. Οι τράπεζες Alpha και Eurobank βρήκαν τα κεφάλαια που τους έλειπαν από τους ιδιώτες και ιδιωτικοποιήθηκαν εκ νέου, ενώ σε Εθνική και Πειραιώς το ΤΧΣ περιόρισε τα ποσοστά του σε 40% και 26% αντίστοιχα.
Τέτοιος φόβος για μια νέα υποχρεωτική ανακεφαλαιοποίηση σήμερα δεν υπάρχει, αλλά με αυτή την κατάσταση είναι δύσκολο η οικονομία να στηριχτεί για φθηνές χρηματοδοτήσεις στο τραπεζικό σύστημα.