Τι το κοινό έχουν αλήθεια Τουρκία, Ην. Βασίλειο, Ουγγαρία, Ρωσία και ΗΠΑ; Φαινομενικά κανένα. Κι όμως, όλες αυτές οι χώρες συνδέονται με κάτι πολύ σημαντικό εκτός από τις εθνοδεξιές κυβερνήσεις που έχουν: υπήρξαν (πρώην) αυτοκρατορίες ή οιονεί αυτοκρατορίες και νοσταλγούν βαθύτατα την αυτοκρατορία, την ισχύ και τη δόξα τους. Υποφέρουν από την κατάρα της Ιστορίας και της Αυτοκρατορίας, όπως έλεγε ένας καθηγητής μου στο LSE (L. Shapiro). Πάρτε το Ην. Βασίλειο πρώτα απ’ όλα. Οδηγήθηκε εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) λόγω της βαθύτατης νοσταλγίας της Αυτοκρατορίας. Ο βαθύτερος λόγος για το διαβόητο Brexit βρίσκεται ακριβώς εδώ. Η πεποίθηση μεγάλου τμήματος, κυρίως του Συντηρητικού Κόμματος αλλά όχι μόνο, ότι η Βρετανία μπορεί να ξαναγίνει παγκόσμια δύναμη (global power) όπως επί Αυτοκρατορίας, κάτι βεβαίως που δεν θα μπορούσε να πράξει ως χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αφού η ίδια η Ενωση φιλοδοξεί να καταστεί ως συλλογική οντότητα παγκόσμια δύναμη. Βέβαια ρεαλιστικές προοπτικές για κάτι τέτοιο στον σημερινό κόσμο δεν υπάρχουν για το Ην. Βασίλειο, αλλά η νοσταλγία, φαντασίωση είναι εξόχως ισχυρή και με διάφορα εθνολαϊκιστικά επιχειρήματα σπείρεται και στο εκλογικό σώμα. Ετσι το Ην. Βασίλειο που στις αρχές της δεκαετίας του 1960 «έχασε μια Αυτοκρατορία και ψάχνει για έναν ρόλο» (Ντ. Ατσεσον), φαντασιώνεται ότι θα τον βρει με την επιστροφή στο παρελθόν. Αλλά εις μάτην. Δεν υπάρχει οδός επιστροφής (βλέπε R. Saunders, «The Fantasy of Global Britain», «New Statesman», 11-17 Οκτωβρίου 2019). Ωστόσο η μνήμη, νοσταλγία της Αυτοκρατορίας παραμένει ισχυρή και διαμορφώνει πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές.

Η Ουγγαρία είναι μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση. Εχει πίσω της την Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία. Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όμως και με τη Συνθήκη του Τριανόν (4 Ιουνίου 1920 – επέτειος 100 χρόνων εφέτος) η (τότε) Ουγγαρία έχασε περίπου τα δύο τρίτα του εδάφους και του πληθυσμού της. Σήμερα με την ακροδεξιά κυβέρνηση του Β. Ορμπαν η μνήμη της Αυτοκρατορίας – αν και 100 χρόνια μετά – παραμένει ισχυρή και διαμορφώνει σε σημαντικό βαθμό την εξωτερική πολιτική της χώρας. Ο Ορμπαν δημοσιεύει χάρτες με τα όρια της Αυτοκρατορίας που περιλαμβάνουν μέχρι και την Κροατία, μέρος της Ρουμανίας κ.λπ. Ενώ οι σχέσεις της χώρας με Ρουμανία, Κροατία, Ουκρανία κ.ά. βρίσκονται σε ένταση (λόγω προβλημάτων με ουγγρικές μειονότητες στις χώρες αυτές). Και, όπως είπε πρόσφατα ο Ορμπαν, θα ήθελε πολύ να αναθεωρήσει τη Συνθήκη του Τριανόν και να αναβιώσει την Αυτοκρατορία (και) ως πολιτιστική οντότητα. Ονειρα και φαντασιώσεις, αλλά εξόχως επικίνδυνα.

Οι περιπτώσεις Ρωσίας και ΗΠΑ ως οιονεί Αυτοκρατορίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι επίσης διδακτικές. Η Ρωσία με διάφορους τρόπους θα ήθελε να αναβιώσει την ισχύ και επιρροή της (πρώην) Σοβιετικής Ενωσης με «σφαίρες επιρροής» στην άμεση περιφέρειά της (near abroad) και να κατοχυρώσει έναν διακριτό ρόλο ως παγκόσμια δύναμη (έστω κι αν εκτός από τη στρατιωτική ισχύ και τη μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν έχει πολλά άλλα στοιχεία για κάτι τέτοιο).

Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους και κάτω από την αλλόκοτη ηγεσία του Ντ. Τραμπ έχουν ως στόχο την επαναβεβαίωση της μεγαλοσύνης τους στο παγκόσμιο σύστημα (America Great Again). Αν και παράλληλα αρνούνται να ηγηθούν ενεργητικά του παγκόσμιου συστήματος ενώ υπονομεύουν και το παγκόσμιο πολυμερές (multilateral) σύστημα κανόνων και θεσμών.

Και ερχόμαστε στην περίπτωση της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Εδώ η νοσταλγία, φαντασίωση της Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Η (καταδικαστέα) μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ανέδειξε την έκταση του θέματος. Το φαινόμενο έχει αναλύσει διεξοδικά ο Soner Cagaptay στο έργο του «Η Αυτοκρατορία του Ερντογάν» (Erdogan’s Empire, Turkey and the Politics of Middle East, Λονδίνο, I.B. Tauris, 2020). Η βασική θέση του βιβλίου συνοψίζεται: «Ο Ερντογάν θέλει να δει την Τουρκία να αναδεικνύεται σε μεγάλη δύναμη με την επέκταση της επιρροής της στους μουσουλμάνους στις πρώην κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στη Μ. Ανατολή αλλά και στα Βαλκάνια και πέραν αυτών» (σελ. XVI).

Στην επιδίωξή του αυτή τον βοήθησε σημαντικά ο σύμβουλός του και μετέπειτα υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός Μ. Νταβούτογλου με τις θεωρίες του για το «στρατηγικό βάθος». Αλλά εμμέσως και ακουσίως ίσως και η Ευρωπαϊκή Ενωση (και κυρίως η Γαλλία) με το να κλείσει το 2007 την προοπτική της εισόδου της Τουρκίας στην Ενωση ως πλήρους μέλους. Εστρεψε έτσι περισσότερο τον Ερντογάν προς τον χώρο της Μ. Ανατολής και τις πρώην κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (μέχρι και τη Λιβύη), με την πεποίθηση ότι έτσι η Τουρκία θα γίνει ξεχωριστή μεγάλη δύναμη («κεντρική δύναμη», όπως αποκαλείται επισήμως). Δεν θα γίνει βέβαια τόσο μεγάλη όσο πιστεύει αλλά στην επιδίωξη αυτή προκαλεί τεράστια προβλήματα με τις όμορες χώρες (όπως η Ελλάδα) και απομακρύνεται από Ευρώπη και Δύση. Αν και τελευταία διαπιστώνοντας τα πολλαπλά αδιέξοδα επιχειρεί μια διόρθωση πολιτικής και πλεύσης προς τη Δύση.

Πάντως ας σημειωθεί ότι όλες αυτές οι χώρες που φέρουν την κατάρα της Αυτοκρατορίας δείχνουν και μια αποστροφή έως μίσος προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς τείνουν να τη βλέπουν ως εναλλακτικό μόρφωμα της Αυτοκρατορίας που επιδιώκουν.

Η νεότερη Ελλάδα δεν υπήρξε βέβαια ποτέ αυτοκρατορία, αν και η σκέψη και η πολιτική της (π.χ. Μεγάλη Ιδέα) τροφοδοτήθηκαν στο παρελθόν από τη δόξα μιας αυτοκρατορίας – της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας – και την έννοια του «κράτους-κέντρου» του κόσμου.

*Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ.