Καθώς έφθανε στις βασιλικές πύλες της την ημέρα των εγκαινίων της, την 27η Δεκεμβρίου του 537, ο Ιουστινιανός ξεχνούσε κάθε αυστηρή αυτοκρατορική εθιμοτυπία και τρέχοντας μέχρι τον άμβωνα φώναζε το περίφημο: «Νενίκηκά σε, Σολομών». Απ’ όταν ανέθετε τη δημιουργία της στον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και στον Ισίδωρο από τη Μίλητο ήθελε να χτίσει μια εκκλησία που παρόμοιά της δεν είχε γίνει από την εποχή του Αδάμ. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν το κατάφερε. Εξ ου και ο ύψιστος συμβολισμός της Αγίας Σοφίας ερέθιζε τη μισαλλοδοξία των γειτόνων, οι οποίοι τη μετέτρεπαν σε τζαμί μετά την Αλωση του 1453 και ενίσχυε το εκκοσμικευμένο προφίλ τους όταν την άνοιγαν ως μουσείο το 1934. Η τωρινή απόφαση του Ερντογάν να τη μετατρέψει ξανά σε τζαμί θέτει σε κίνδυνο αυτό το μοναδικό μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, το οποίο καθόλου τυχαία είναι πρώτο σε επισκεψιμότητα στην Κωνσταντινούπολη.

«Η μεγάλη αξία του μνημείου είναι ότι αποτελεί μια μοναδική ιστορική μαρτυρία για τη ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για εννέα αιώνες, μέχρι και την Αλωση του 1453. Στην Κωνσταντινούπολη σώζονται ελάχιστα δείγματα ναών και μάλιστα με εικονιστικό διάκοσμο. Η Αγία Σοφία ήταν ο κεντρικός ναός της αυτοκρατορίας και ο ναός αναφοράς για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη, η Μητέρα Εκκλησία» σχολιάζει στο «Βήμα» ο Ανέστης Βασιλακέρης, επισκέπτης καθηγητής Βυζαντινής Τέχνης και Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου ως το 2018.

«Η Αγία Σοφία φιλοξενεί αριστουργηματικά ψηφιδωτά, την κατ’ εξοχήν τέχνη του αυτοκρατορικού Βυζαντίου και το καλλιτεχνικό επίτευγμά του. Ολα είχαν καλυφθεί όσο λειτουργούσε ως τζαμί και ορισμένα από αυτά είχαν αποκαλυφθεί κάποια στιγμή στη διάρκεια μιας αναστήλωσης στα μέσα του 19ου αιώνα, την οποία είχε παραγγείλει ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ. Ηταν έργο των αδερφών Φοσάτι, οι οποίοι αποκάλυψαν πολλά ψηφιδωτά και τα κάλυψαν και πάλι με κονίαμα (βλέπε: http://www.turkishculture.org/architecture/architects/the-fossati-brothers-959.htm). Το 1931 ο Τόμας Γουίτμορ, που είχε μόλις ιδρύσει το Βυζαντινό Ινστιτούτο της Αμερικής και ήταν προσωπικός φίλος του Ατατούρκ, τον έπεισε να ερευνήσουν και να αποκαλύψουν ορισμένα από τα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας. Η καλλιτεχνική ποιότητα και η αξία τους ως ιστορικής μαρτυρίας των ψηφιδωτών που άρχισαν να αποκαλύπτονται το 1931 είναι που οδήγησε το 1934 το Υπουργικό Συμβούλιο της Τουρκίας του Ατατούρκ στην απόφαση ότι είναι υπερβολικά σημαντικά για να καλυφθούν, ότι αξίζει να παραμείνουν ορατά και ο χώρος να γίνει οριστικά μουσείο. Ενα μέγα θέμα που προκύπτει με τη μετατροπή του μνημείου σε τζαμί είναι ότι πλέον τη διαχείρισή του δεν θα την έχει κάποιος αρχαιολόγος από το υπουργείο Πολιτισμού όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα, αλλά ένας ιμάμης, ο οποίος λογικά δεν θα έχει τα ίδια κίνητρα για να διαφυλάξει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό και καλλιτεχνικό επίτευγμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» συμπληρώνει ο κ. Βασιλακέρης.

Η Αγία Σοφία είναι μάλιστα ένα από τα πρώτα κτίρια που εγγράφηκαν στον κατάλογο με τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Αλλά και αυτή η παράμετρος δεν μοιάζει να έχει κάποια σημασία μπροστά στις βλέψεις του Ερντογάν. «Σε μια τόσο φορτισμένη συζήτηση, η οποία διχάζει τους ίδιους τους Τούρκους, η παρέμβαση ξένων χωρών και φορέων όπως η UNESCO δεν έχει παρά ελάχιστο βάρος. Ο Ερντογάν, εξάλλου, αποτελεί πλέον τον αδιαμφισβήτητο μονοκράτορα στη γειτονική χώρα.

Οι εκτενείς εκκαθαρίσεις άνω των 200.000 αντιφρονούντων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα τού έχουν χαρίσει τον απόλυτο έλεγχο επί όλων των θεσμών και των οργάνων του κράτους. Η UNESCO δεν έχει καμία δυνατότητα να επιβάλει κυρώσεις, με μόνη δυνατότητα τη διαγραφή της Αγίας Σοφίας από τη λίστα παγκόσμιας κληρονομίας, κάτι που ουδόλως ενδιαφέρει τον Ερντογάν» θα πει ο συγγραφέας (μεταξύ άλλων του βιβλίου «Κωνσταντινούπολη: η πόλη των απόντων») και δημοσιογράφος Αλέξανδρος Μασσαβέτας.

Ψηφιδωτά σε κίνδυνο

Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο κινδυνεύει με καταστροφή τόσο το μνημείο όσο και το σημαντικό περιεχόμενό του.

Σήμερα τα ορατά ψηφιδωτά σύνολα είναι οκτώ. Το παλαιότερο βρίσκεται στην κεντρική αψίδα της Αγίας Σοφίας και αναπαριστά την Παναγία ένθρονη βρεφοκρατούσα ανάμεσα σε δύο αρχαγγέλους.

Μεγάλη σημασία για τον κατακτητικό συμβολισμό που θέλει να προβάλει ο Ερντογάν έχει το ψηφιδωτό στον νάρθηκα πάνω από το κεντρικό κλίτος το οποίο συναντά όποιος μπει από την κεντρική (δυτική) πύλη: Σε αυτό εικονίζεται αυτοκράτορας της δυναστείας των Μακεδόνων, μάλλον ο Λέων ο έκτος, ο οποίος προσκυνά τον ένθρονο Ιησού. «Τοποθετήθηκε εκεί για να θυμίζει στον εκάστοτε βυζαντινό ηγέτη ότι από αυτό το κατώφλι και μετά ακόμα και ο αυτοκράτορας θα πρέπει να γονατίζει μπροστά στην εξουσία του Χριστού» σχολιάζει ο Ανέστης Βασιλακέρης.

Στο νότιο υπερώο (ο γυναικωνίτης) βρίσκεται η Δέηση, το οποίο «από καλλιτεχνική πλευρά είναι το αριστούργημα της Αγίας Σοφίας καθώς λειτουργεί ως προάγγελος της παλαιολόγειας Αναγέννησης» και σε αυτό εικονίζεται ο Χριστός, η Παναγία και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος.

Και βέβαια, καθώς εισέρχεται κανείς από τη νοτιοδυτική είσοδο βλέπει το καταπληκτικό ψηφιδωτό με την Παναγία ένθρονη με τον Χριστό μαζί με τον Μεγάλο Κωνσταντίνο που της προσφέρει την Πόλη με τα τείχη και με τον Ιουστινιανό που της δίνει ένα ομοίωμα της Αγίας Σοφίας.

Υπάρχουν και οι ορθομαρμαρώσεις οι οποίες λογικά θα αφεθούν ως έχουν, υπάρχει όμως και το δάπεδο της Αγίας Σοφίας το οποίο σώζεται σε μεγάλο μέρος του και αν γίνει η μετατροπή θα καλυφθεί με χαλιά ώστε να γονατίζει ο κόσμος και να προσεύχεται.

Το μεγάλο ερώτημα είναι ποια θα είναι τύχη των ψηφιδωτών που κοσμούν τον ναό. «Τυπικά, απαγορεύεται στους μουσουλμάνους να προσευχηθούν σε χώρο που περιλαμβάνει παραστάσεις προσώπων. Ετσι, θα έπρεπε τα ψηφιδωτά να καλύπτονται κατά την ώρα της προσευχής.

Στην Αγία Σοφία Τραπεζούντος, η οποία επίσης μετετράπη σε τζαμί το 2015, τοποθέτησαν δοκάρια για να κρεμάσουν τα πανιά που καλύπτουν τα εξαίρετα ψηφιδωτά και τοιχογραφίες της κομνήνειας περιόδου. Κατά την τοποθέτηση, σημειώθηκαν δυστυχώς φθορές στον διάκοσμο.

Ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας δήλωσε πως τίποτε δεν απαγορεύει την προσευχή σε χώρο με εικονικές παραστάσεις. Η αλήθεια είναι πως για τουλάχιστον δύο αιώνες οι Οθωμανοί προσεύχονταν στην Αγία Σοφία με τον Παντοκράτορα και τα σεραφείμ του τρούλου ορατά.

Ακόμα είναι πολύ νωρίς για να ξέρουμε πώς θα διευθετηθούν τέτοιες «πρακτικές» λεπτομέρειες. Η καταστροφή, πάντως, έχει συντελεσθεί – σε πολλαπλά επίπεδα. Κατά γενική συμφωνία των τούρκων αναλυτών που διαφωνούν απολύτως με την αλλαγή χρήσης του μνημείου, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποκατασταθεί η χρήση του ως μουσείου στο μέλλον».

Οσο για το ίδιο το κτίριο, αυτό λογικά παραμένει ασφαλές. «Η συνέπεια της μετατροπής είναι στις συνθήκες πρόσβασης. Αυτή εφεξής θα είναι δωρεάν, όπως σε όλα τα τεμένη (το κράτος θα χάσει έτσι έσοδα 400.000.000 λιρών). Ωστόσο, οι επισκέπτες θα πρέπει να βγάζουν τα παπούτσια τους και οι γυναίκες να καλύπτουν τα μαλλιά τους, ενώ η επίσκεψη θα απαγορεύεται την ώρα της προσευχής (τελούνται πέντε ισλαμικές προσευχές ημερησίως)» σχολιάζει ο κ. Μασσαβέτας.

 Μια παλιά υπόθεση

Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί δεν είναι καινούργια υπόθεση, συζητείται εδώ και περισσότερο από δέκα χρόνια ανάμεσα σε βυζαντινολόγους, οθωμανολόγους, ιστορικούς τέχνης κ.ά., οι οποίοι πίστευαν από την αρχή ότι η απειλή του Ερντογάν θα γινόταν κάποια στιγμή πραγματικότητα. Αλλωστε προετοίμαζε επιμελώς το έδαφος για αυτή την ενέργεια. «Κατ’ αρχάς άρχισε να μετατρέπει μια σειρά από Αγίες Σοφίες σε τζαμιά.

Ξεκίνησε με την Αγία Σοφία της Βιζύης (8ος αιώνας), την οποία μετέτρεψε σε μουσουλμανικό τέμενος με καταστροφικό τρόπο το 2006. Η δεύτερη Αγία Σοφία που αναστηλώθηκε για να λειτουργήσει ως τζαμί ήταν η Αγία Σοφία της Νίκαιας στο Ιζνίκ (2012). Ακολούθησε αναλόγως η Αγία Σοφία της Τραπεζούντας (2013).

Ολοι αυτοί οι ναοί, που ως πρόσφατα λειτουργούσαν ως μουσεία, ήταν αφιερωμένοι στην Αγία Σοφία, γιατί ήταν η έδρα της εκάστοτε Επισκοπής στην καρδιά μιας πρωτεύουσας, και ανακαλούσαν ευθέως την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης.

Η μετατροπή της μιας μετά την άλλη σε τζαμί, έστρωνε συστηματικά το έδαφος για τη μετατροπή σε τζαμί της ίδιας της Αγίας Σοφίας. Αν θέλουμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για το τι σημαίνει η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, δεν έχουμε παρά να δούμε τι έχει ήδη συμβεί σε αυτά τα τρία ομώνυμα μνημεία» θα πει ο κ. Βασιλακέρης.

Η απαίτηση της «επαναφοράς της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία» είναι ακόμη πιο παλιά καθώς τη διεκδικούν ισλαμιστές και ακροδεξιοί από τη δεκαετία του 1970. «Η όλη συζήτηση, από την απαρχή του κινήματος για την «επαναφορά» μέχρι προχθές, διεξήχθη με όρους καθαρά εσωτερικούς της τουρκικής κοινωνίας.

Τα συζητούμενα ανέκαθεν ήταν: ποιο είναι, τελικά, το βάρος του Ισλάμ στην τουρκική ταυτότητα, ποια θέση πρέπει να έχει η ισλαμική θρησκεία στον δημόσιο χώρο, ποια είναι η αποτίμηση της οθωμανικής κληρονομίας και – μέχρι πολύ πρότινος το υπέρτατο ταμπού – πόσο δεσμευτικές πρέπει να θεωρούνται, σήμερα, οι μεταρρυθμίσεις και οι αποφάσεις του Ατατούρκ» θα πει ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας. «Σε αντίθεση λοιπόν με ό,τι υποθέτει η ελληνική κοινή γνώμη, η Ελλάδα, η Ορθοδοξία, η Δύση, η χριστιανική οικουμένη, η εικόνα της Τουρκίας στον κόσμο δεν υπήρξαν ποτέ σημαντικές παράμετροι στη συζήτηση για το μέλλον του μνημείου.

Το παρελθόν του ως σημαντικότερης εκκλησίας της Ορθόδοξης (και, για πολλούς αιώνες, της όλης) χριστιανοσύνης εξετάζεται μονάχα υπό το πρίσμα της Αλωσης.

Ο εξισλαμισμός της το 1453 θεωρείται – από τους ισλαμιστές και εθνικιστές, που αποτελούν και την πλειονότητα του πληθυσμού – η ύψιστη πράξη και η επιτομή της «Κατάκτησης της Ιστάνμπουλ», όπως αναφέρεται η Αλωση στην Τουρκία. Το «δίκαιο του ξίφους» αποτελεί εξάλλου βασική αρχή του Ισλάμ, δίδοντας το δικαίωμα στον μουσουλμάνο κατακτητή να καταλάβει τα ιερά όποιων «απίστων» αντιστέκονται και δεν υποτάσσονται στο «ξίφος του Ισλάμ»» καταλήγει ο κ. Μασσαβέτας.