«Πάμε πόλεμο;» έλεγε μια ατάκα από μια ταινία του Νίκου Περάκη όπου στο τέλος ούτε πόλεμος γινόταν αλλά και με έναν τρόπο εμπεδωνόταν η ελληνοτουρκική φιλία.

Σήμερα η απάντηση θα μπορούσε να είναι: όχι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι «σαν κανονικά».

Η Τουρκία έχει δείξει ότι θέλει να κινηθεί επιθετικά σε μια ευρύτερη περιοχή.

Η κυβέρνησή της πιστεύει ότι ηγείται μιας περιφερειακής δύναμης που θα πρέπει να έχει μεγαλύτερο ρόλο, να εισπράττει μεγαλύτερο σεβασμό και να έχει μεγαλύτερο μερίδιο στον ενεργειακό πλούτο της Μεσογείου.

Η φιλοδοξία αυτή ενισχύθηκε από το γεγονός ότι μέχρι τώρα η Τουρκία αισθάνεται δικαιωμένη για την εμπλοκή της στη Λιβύη, ενώ κατάφερε να εξασφαλίσει και «ζώνη ασφαλείας» στη Συρία.

Γι’ αυτό και κάνει τόσο προκλητικές «προβολές ισχύος» και στο συμβολικό επίπεδο, όπως φάνηκε με την απόφαση για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.

Η Τουρκία γνωρίζει ότι στο τέλος για να πάρει έστω ένα μέρος όσων θεωρεί ότι της αναλογούν, θα πρέπει να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Όμως, θεωρεί ότι η διαπραγμάτευση θα πρέπει να γίνει με τους δικούς της όρους.

Γι’ αυτό και προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα και να φέρει την ελληνική πλευρά σε μια διαπραγμάτευση με δυσμενέστερους όρους.

Αυτό εξηγεί προκλητικές κινήσεις που κάνει κατά καιρούς. Γιατί μπορεί να γνωρίζει ότι στο τέλος δεν θα πάρει όλη την «Γαλάζια Πατρίδα», όμως όσο περισσότερα σημεία διεκδικήσει, τόσο περισσότερα θα πάρει στο τέλος.

Όμως, αυτή είναι μια επικίνδυνη τακτική, γιατί φέρνει πιο κοντά τα θερμά επεισόδια. Και αυτά φέρνουν πιο κοντά τον κίνδυνο συνολικότερης ανάφλεξης στην περιοχή.

Την ίδια ώρα είναι σαφές ότι ο «διεθνής παράγοντας» ούτε ενιαίους είναι ούτε διατεθειμένος να βγάλει το φίδι από την τρύπα για λογαριασμό της ελληνικής πλευράς.

Άρα εμείς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αυτή την ένταση.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει σαφές ότι θέλει διάλογο και διαπραγμάτευση. Αυτό είναι σημαντικό. Δεν είναι εποχές για τυχοδιωκτισμούς και περιπέτειες.

Όμως, δεν είναι και εποχές για εφησυχασμό. Διάλογος δεν σημαίνει ενδοτικότητα. Ούτε ανοχή απέναντι σε προκλήσεις μιας χώρας που θεωρεί ότι μπορεί από μόνη της να ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού.

Στο παρελθόν στην Ελλάδα είχαμε ένα πρόβλημα διαίρεσης ανάμεσα σε «ενδοτικούς» που ήταν έτοιμοι να κάνουν κάθε υποχώρηση στο όνομα της αποτροπής συγκρούσεων και από την άλλη «υπερπατριώτες» έτοιμους να προετοιμάσουν την επόμενη καταστροφή.

Αυτή τη φορά ας αποφύγουμε την παραδοσιακή διαίρεση.

Ας συνδυάσουμε την αποφασιστικότητα με την ψυχραιμία.

Τη σαφή ετοιμότητα συμβιβασμού με την απαίτηση αντίστοιχης αλλαγής πλεύσης και από την άλλη πλευρά.

Την αποτροπή με τη διπλωματία.