Για τους περισσότερους θα φαντάζει μάλλον κάπως απίστευτο, έτσι όπως φθάνουμε στον Πειραιά νυσταγμένοι και ελαφρώς αγχωμένοι για να προλάβουμε τα πρωινά δρομολόγια προς τα νησιά του Αιγαίου, το ότι σε εκείνο το σημείο, περισσότερα από 4.000 χρόνια πριν, βρισκόταν ένα μικρό νησί. Κάποια στιγμή το νησάκι ενώθηκε με την ενδοχώρα και μετατράπηκε σε χερσόνησο, παρέχοντας τη δυνατότητα στην Αθήνα (μια πόλη που προέκυψε από τη συνένωση των μεσόγειων με τους παράλιους οικισμούς της Ανατολικής και της Νότιας Αττικής) να αποκτήσει λιμάνια, σφραγίζοντας τη μοίρα της και δίνοντάς της την ευκαιρία να αναδειχθεί σε κυρίαρχη πολιτική και πολιτιστική δύναμη της κλασικής αρχαιότητας. Στο φυσικό λιμάνι της Ζέας (Πασαλιμάνι) βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα ο κεντρικός πολεμικός ναύσταθμος της Αθήνας, όπως μαρτυρεί ό,τι έχει απομείνει από τους αρχαίους νεώσοικους, τα σημεία που καλύπτονταν με στέγαστρο για την καλύτερη φύλαξη των καραβιών που είχαν ανελκυστεί από τη θάλασσα. Το λιμάνι της Μουνιχίας, το Μικρολίμανο δηλαδή, θεωρείται πως υπήρξε επίσης πολεμικός ναύσταθμος και τόπος φιλοξενίας των δύο ιερών πλοίων της Αθήνας. Στη θέση του σημερινού κεντρικού λιμανιού βρισκόταν το αρχαίο εμπορικό λιμάνι, το οποίο ονομαζόταν Εμπόριον.

Το λιμάνι του Πειραιά κατέχει ιστορικά τη θέση του πρώτου μεγάλου οργανωμένου και οχυρωμένου λιμανιού στη Μεσόγειο. Η διορατικότητα και οι ηγετικές ικανότητες του Θεμιστοκλή έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του Πειραιά και η απόφασή του να στραφεί η πόλη προς τη θάλασσα το 493 π.Χ., με την κατασκευή οχυρωματικών έργων αλλά και με τη δημιουργία ισχυρού πολεμικού στόλου πλοίων, μεταμόρφωσε την περιοχή. Ο ευφυής πολιτικός και στρατηγός, μεταφέροντας το επίνειο της Αθήνας από το Φάληρο στον Πειραιά έθεσε τις βάσεις για την ανάδειξη μιας μεγάλης ναυτικής δύναμης. Ας μην ξεχνάμε ότι χάρη σε αυτές τις κινήσεις αποκρούστηκε τελικά η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα. Το 480 π.Χ., ακριβώς έξω από την είσοδο του λιμανιού, στα στενά της Σαλαμίνας, διεξήχθη η σημαντικότερη ναυμαχία του αρχαίου κόσμου, κατά την οποία ο στόλος των Ελλήνων νίκησε τον στόλο των Περσών, αναγκάζοντας τον ηγέτη τους Ξέρξη να εγκαταλείψει την προσπάθεια επέκτασης της Περσικής Αυτοκρατορίας προς την Ελλάδα και, κατ’ επέκταση, την Ευρώπη, διαμορφώνοντας την κατοπινή πορεία και εξέλιξη του δυτικού κόσμου.

Ενας άλλος μεγάλος άνδρας της Αθήνας, ο Περικλής, ήταν εκείνος που αποφάσισε να ανοικοδομήσει με σχέδια του μεγάλου πολεοδόμου της αρχαιότητας Ιπποδάμου την πόλη του Πειραιά μετατρέποντάς τη σε φημισμένο λιμάνι διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Λόγω της έντονης εμπορικής δραστηριότητας στο λιμάνι εγκαταστάθηκε πλήθος μετοίκων, ξένων εμπόρων που θέλησαν να δραστηριοποιηθούν εκεί, και η παρουσία τους έδινε στον Πειραιά έναν χαρακτήρα κοσμοπολιτισμού και πολυχρωμίας. Η καταστροφή του από τους Ρωμαίους και η σταδιακή παρακμή της Αθήνας στους αιώνες που ακολούθησαν μετέτρεψαν τον Πειραιά σε περιφερειακό λιμάνι που διατηρούσε μια στοιχειώδη εμπορική δραστηριότητας και εξυπηρετούσε εν πολλοίς τους αλιείς της περιοχής. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι προς το τέλος του Μεσαίωνα ο Πειραιάς θα βρεθεί στα χέρια Καταλανών και Φράγκων και πως χάρη στο εντυπωσιακό μαρμάρινο λιοντάρι που κοσμούσε την είσοδό του ονομαζόταν για πολλά χρόνια Πόρτο Λεόνε. Το εντυπωσιακό αυτό γλυπτό βρίσκεται σήμερα στη Βενετία, όπου μεταφέρθηκε – κλεμμένο φυσικά – τον 17ο αιώνα από τον ενετό ευγενή Φραντσέσκο Μοροζίνι.

Παλιγγενεσία και κοσµοπολιτισµός

Η επόμενη περίοδος που θα αποδεικνυόταν σημαντική για το μέλλον του Πειραιά ήταν αυτή της εθνικής παλιγγενεσίας. Κατά την Ελληνική Επανάσταση κοντά στο λιμάνι θα λάμβαναν χώρα σημαντικές συγκρούσεις μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και των Τούρκων, όπως η Μάχη της Καστέλλας. Λίγα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ορίζεται η Αθήνα. Το 1835 δημιουργείται ο Δήμος του Πειραιά και αποφασίζεται ότι επίνειο της πόλης των Αθηνών θα είναι αυτός, και όχι το Φάληρο, όπως ήθελαν κάποιοι Αθηναίοι. Ετσι, το λιμάνι αναλαμβάνει ξανά τον αρχαίο ρόλο του. Είναι ευρέως γνωστό πως εκείνα τα χρόνια άρχισαν να εγκαθίστανται εκεί πολλοί νησιώτες. Οι Χιώτες, οι Ψαριανοί και οι Υδραίοι αρχικά, οι Αιγινήτες, οι Κουλουριώτες, οι Κρητικοί εν συνεχεία, έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στη μετέπειτα ακμή του. Η μεγέθυνση του Πειραιά και η συρροή των καραβοκύρηδων στο λιμάνι του επισκίασαν αργά αλλά σταθερά τη δραστηριότητα όλων των άλλων μέχρι τότε σημαντικών περιφερειακών λιμένων της χώρας. Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αποτελεί μια περίοδο μοναδικής οικιστικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης του Πειραιά. Ο Πειραιάς, εκτός από μεγάλο λιμάνι και σύγχρονη πόλη με πολεοδομικό σχεδιασμό και φιλόδοξη αρχιτεκτονική (χαρακτηριστικό παράδειγμα το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ένα νεοκλασικό κτίριο που κατασκευάστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Λαζαρίμου και εγκαινιάστηκε στις 9 Απριλίου του 1895), γίνεται και το μεγάλο βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Η πληθυσμιακή του αύξηση είναι εκρηκτική, καθώς χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες συγκεντρώνονται στις νεοσύστατες γειτονιές του σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.

Διαβάζουμε στο κείμενο του Γιώργου Ανωμερίτη από το λεύκωμα «Πειραιάς: Με το Βλέμμα των Περιηγητών», ότι καθοριστικής σημασίας αποδείχθηκαν οι αποφάσεις του «μεγάλου αναμορφωτή της σύγχρονης Ελλάδας, του Ελευθέριου Βενιζέλου, να δημιουργήσει αρχικά το 1911 και μετέπειτα το 1930 έναν μεγάλο λιμενικό οργανισμό για την κατασκευή υποδομών και τη λειτουργία ενός μεγάλου σύγχρονου εμπορικού λιμανιού. Στα χρόνια αυτά το λιμάνι του Πειραιά, με την ανάπτυξη γύρω από αυτό της κύριας βιομηχανικής περιοχής της χώρας, απορροφά τη δυναμικότητα των πολλών παλαιών λιμανιών της Ελλάδας (Σύρος, Υδρα, Πάτρα). Μετατρέπεται έτσι σταδιακά σε ναυτιλιακό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο όλης της χώρας. Με την ανάπτυξη του λιμανιού της αναπτύσσεται και η πόλη του Πειραιά, η οποία από 300 κατοίκους το 1835, ανέρχεται στους 11.000 το 1870, σε 70.000 το 1900, σε 200.000 το 1940 και σε 500.000 κατοίκους σήμερα στο ευρύτερο πολεοδομικό σύμπλεγμα του Πειραιά. Μια πόλη που αποτελεί σήμερα το κέντρο της πρώτης ναυτιλίας του κόσμου, των ελληνικών συμφερόντων της εμπορικής ναυτιλίας, με ένα διεθνές λιμάνι πολλαπλών δραστηριοτήτων, το οποίο από τους αρχικούς λίγους κρηπιδότοιχους της νησιωτικής ακτοπλοΐας κατέχει πλέον μια συνολική έκταση κρηπιδοτοίχων 38 χλμ., στα οποία εξυπηρετούνται η ακτοπλοΐα, η κρουαζιέρα, τα πλοία μεταφοράς αυτοκινήτων, τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων και η ναυπηγοεπισκευή. Ενα σύγχρονο λιμάνι μεγάλων δυνατοτήτων, το οποίο χάρη στη γεωγραφική του θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Νότια Ευρώπη και παρά τις καταστροφές που υπέστη από τη μανία των Ναζί, κατά την περίοδο 1941-1945, κατάφερε να αναπτύξει τις δυνατότητές του και να μετασχηματίσει τον χαρακτήρα των λιμενικών του υπηρεσιών σε υπερσύγχρονες λειτουργίες διακίνησης φορτίων και ανθρώπων». Θα άξιζε να συμπληρώσουμε πως το 1922 τα κύματα των προσφύγων του μικρασιατικού Ελληνισμού διπλασίασαν τον πληθυσμό του Πειραιά ανανεώνοντάς τον εν τέλει.

Σήμερα στο λιμάνι του Πειραιά αναπτύσσονται πολλαπλές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων το εμπόριο με την ευρύτερη έννοια, η μεταφορά επιβατών και η εξυπηρέτηση πλοίων. Οπως είναι φυσικό, υπάρχει παράλληλα ανάπτυξη και εκμετάλλευση των χερσαίων εκτάσεων που βρίσκονται κοντά του. Ο Πειραιάς αποτελεί σημαντικό διεθνές κέντρο κρουαζιέρας, πυρήνα διαμετακομιστικού εμπορίου για την ευρύτερη Μεσόγειο, και γενικότερα κόμβο διεθνών μεταφορών που μπορεί να εξυπηρετεί πλοία κάθε τύπου και μεγέθους. Η γεωγραφική θέση του τον καθιστά λιμάνι στρατηγικής σημασίας, καθώς αποτελεί σημείο συνάντησης τριών ηπείρων – της Ασίας, της Αφρικής, της Ευρώπης – και κύρια πύλη εισόδου στην ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η στρατηγική τοποθεσία στην οποία βρίσκεται θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το σπουδαιότερο πλεονέκτημά του. Επιπρόσθετα, βρίσκεται πολύ κοντά στους διεθνείς θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους, για παράδειγμα έχει πολύ μικρή απόκλιση από τη διαδρομή Κίνα – Ρότερνταμ. Επίσης, είναι το μοναδικό ευρωπαϊκό λιμάνι στην Ανατολική Μεσόγειο με τις απαραίτητες υποδομές για την εξυπηρέτηση του διαμετακομιστικού εμπορίου. Απέχει μόλις δέκα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας και αποτελεί την κύρια πύλη εισαγωγών και εξαγωγών της χώρας.

«Το κεφάλι του δράκου στην Ευρώπη»

Εδώ και μερικά χρόνια το λιμάνι βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κρατικής κινεζικής εταιρείας China Ocean Shipping Company (COSCO). Τον Μάρτιο του 2014, όταν το ΤΑΙΠΕΔ, στου οποίου τη διαχείριση είχε περάσει το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, προκήρυξε διαγωνισμό για την πώληση του πλειοψηφικού πακέτου της ΟΛΠ ΑΕ, πλειοδότρια σε αυτόν τον διαγωνισμό κηρύχθηκε η ΣΕΠ ΑΕ, θυγατρική εταιρεία της COSCO. Δέκα ημέρες πριν από την προκήρυξη των εκλογών του 2015, το ελληνικό Κοινοβούλιο υπερψήφισε τη σχετική τροπολογία που κατέθεσε ο τότε υπουργός Ναυτιλίας και Αιγαίου Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης και επικυρώθηκε η συμφωνία πώλησης του κεντρικού λιμανιού της χώρας, αφού το πλειοψηφικό πακέτο του δημόσιου ΟΛΠ μεταφέρθηκε στον κινεζικό κολοσσό. Η Κίνα δίνει μεγάλη βαρύτητα σε αυτή τη συμφωνία. Δεν είναι τυχαίο πως τον περασμένο Νοέμβριο ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, στο πλαίσιο επίσκεψής του στην Ελλάδα, συνάντησε στον Πειραιά τον έλληνα πρωθυπουργό και συνοδεία των συζύγων τους επισκέφθηκαν τις εγκαταστάσεις της εταιρείας στο Νέο Ικόνιο Περάματος (Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά / Piraeus Container Terminal).

Η πανδημία δεν έχει επηρεάσει σημαντικά την κίνηση στο λιμάνι, αφού η ανάπτυξη ήταν σταθερή εφέτος. Οπως διαβάσαμε πρόσφατα στο «Βήμα»: «Eγκωμιαστικά σχόλια για την ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά, το οποίο έχει περάσει πλέον στην πρώτη θέση, παρουσιάζει σε δημοσίευμά της η γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt». «Η κρίση δεν έχει γίνει αισθητή μέχρι στιγμής», σημειώνει το δημοσίευμα. Σύμφωνα με αυτό, πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα η διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων από έντεκα πλοία μεταφοράς κοντέινερ σε τρεις αποβάθρες, συμπεριλαμβανομένου του «OOCL United Kingdom» με ικανότητα μεταφοράς 21.413 εμπορευματοκιβωτίων. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα φορτηγά- πλοία στον κόσμο. Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει μείωση 9,7% του ΑΕΠ εφέτος για την Ελλάδα, δεν υπάρχει ένδειξη ύφεσης στον Πειραιά. Τους πρώτους τρεις μήνες, η δραστηριότητα διακίνησης αυξήθηκε ελαφρά στα 1,369 εκατομμύρια εμπορευματοκιβώτια. Τον προηγούμενο χρόνο ανήλθαν στα 1,334 εκατομμύρια εμπορευματοκιβώτια. Ο κύκλος εργασιών ήταν περίπου στο επίπεδο του προηγούμενου έτους, όπως υποστηρίζουν εταιρικοί κύκλοι, σύμφωνα με τη «Handelsblatt» που επισημαίνει πως συνεχίζεται η πετυχημένη ιστορία του, καθώς πέρυσι ο Πειραιάς ξεπέρασε τη Βαλένθια της Ισπανίας (5,44 εκατομμύρια εμπορευματοκιβώτια) με 5,65 εκατομμύρια και έγινε το μεγαλύτερο σημείο μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων στη Μεσόγειο. Αυτό φαίνεται από τα επιχειρηματικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν αυτή την εβδομάδα. «Το 2019 ήταν η καλύτερη χρονιά μας μέχρι στιγμής» λέει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Piraeus Port Authority SA (PPA) Φου Τσενγκιού. Οπως σημειώνει η «Handelsblatt»: «Η COSCO υπέγραψε αρχικά μια μίσθωση για τη λειτουργία μιας νέας προβλήτας εμπορευματοκιβωτίων. Το 2016 η COSCO αγόρασε το 51% της εταιρείας PPA από το ελληνικό κράτος έναντι 368,5 εκατομμυρίων ευρώ. Η σύμβαση προβλέπει ότι οι Κινέζοι θα αποκτήσουν επιπλέον 16% των μετοχών έως το 2021» και συνεχίζει: «Η COSCO δραστηριοποίησε το εν υπνώσει λιμάνι. Το 2008 διακινήθηκαν μόνο 433.582 εμπορευματοκιβώτια. Το 2019 ο αριθμός αυτός ήταν 13 φορές μεγαλύτερος. Αυτό καθιστά τον Πειραιά όχι μόνο το «νούμερο ένα» στη Μεσόγειο. Το ελληνικό λιμάνι κατέλαβε την τέταρτη θέση στην κατάταξη των ευρωπαϊκών λιμανιών μεταφόρτωσης εμπορευμάτων. Πριν από πέντε χρόνια ήταν στην όγδοη θέση. Κινέζοι αναλυτές χαρακτηρίζουν το λιμάνι του Πειραιά ως «το κεφάλι του δράκου στην Ευρώπη». Ο Πειραιάς είναι το πρώτο μεγάλο λιμάνι της Μεσογείου στην Ευρώπη αφού έρχονται φορτηγά πλοία από την Απω Ανατολή διασχίζοντας το κανάλι του Σουέζ. Αυτό καθιστά τον Πειραιά ιδανικό κόμβο για το έργο «One Belt, One Road» της Κίνας, προσθέτει η εφημερίδα. Με την COSCO, η Ελλάδα μπορεί να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητές της ως ο σημαντικότερος κόμβος της εφοδιαστικής αλυσίδας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, επισημαίνει το δημοσίευμα και καταλήγει, μεταξύ άλλων, ότι η COSCO επενδύει περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ στην περαιτέρω επέκταση του λιμανιού καθιστώντας το και ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια για τα κρουαζιερόπλοια». Η ιστορία στο μεγάλο λιμάνι συνεχίζει να γράφεται.