Οι υπερβάσεις – έως και εκτροχιασμοί – των δημοσίων οικονομικών των χωρών εν καιρώ πανδημίας κορωνοϊού δεν αποτελούν έκπληξη. Η καραντίνα και ο οικονομικός εγκλεισμός προκάλεσαν κάθετη πτώση της κατανάλωσης και των δημοσίων εσόδων, ενώ ταυτόχρονα οι δαπάνες των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής αλλά εν πολλοίς και κοινωνικής κρίσης (επιδόματα ανεργίας, στήριξη απασχόλησης, επιχειρήσεων κλπ) εκτινάχθηκαν.

Στη Γαλλία δημοσιεύματα προαναγγέλλουν την εκτόξευση του δημοσίου χρέους πάνω από το 120% ως ποσοστού του ΑΕΠ. Στη Βρετανία το Εθνικό Γραφείο Στατιστικών Μελετών ανακοίνωσε ότι το χρέος είναι πλέον υψηλότερο από την ετήσια παραγωγή της χώρας, ξεπέρασε δηλαδή το 100%. Κι αυτό συνέβη έπειτα από μια θεαματική αύξηση των δαπανών κατά 55,2 δισ. στερλίνες (60,1 δισ. ευρώ) το μήνα του lockdown, το Μάιο.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση των δημοσίων κυβερνητικών δαπανών που έχει καταγραφεί από το 1993, χρονιά κατά την οποία το Γραφείο Στατιστικών ξεκίνησε να κρατά στοιχεία επί μηνιαίας βάσεως.

Το συνολικό χρέος της κεντρικής κυβέρνησης εκτινάχθηκε στα 1,95 τρισ. στερλίνες (2,15 τρισ. ευρώ) ξεπερνώντας το «μέγεθος» της βρετανικής οικονομίας για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν μισό αιώνα, από το 1963 συγκεκριμένα.

Πολεμικές αναλογίες

«Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τον σοβαρό αντίκτυπο που είχε η πανδημία στα δημόσια οικονομικά. Ο καλύτερος τρόπος για να επαναφέρουμε τα δημοσιονομικά μας σε βιώσιμη τροχιά είναι να ανοίξουμε ξανά με προσοχή και ασφάλεια την οικονομία μας, ώστε ο κόσμος να επιστρέψει στη δουλειά του. Και έχουμε καταστρώσει σχέδιο για τον σκοπό αυτό», δήλωσε ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών, Ρίσι Σουνάκ.

Το χρέος της κυβέρνησης σκαρφάλωσε στα επίπεδα του 1963, αλλά απέχει πολύ από το ανώτατο επίπεδο όλων των εποχών (258%) στο οποίο είχε φθάσει την περίοδο 1946-1947. Ήταν τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεγάλη προσπάθεια ανοικοδόμησης της Βρετανίας που είχε αναλάβει η κυβέρνηση των Εργατικών του Κλέμεντ Ατλι.

Ο Άτλι, ως γνωστόν, στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές είχε κερδίσει τον «πατέρα της νίκης» Ουίνστον Τσόρτσιλ και τους Συντηρητικούς υποσχόμενος να δημιουργήσει «περισσότερες δουλειές από τους εργαζόμενους».

Οι δημόσιες δαπάνες για την ανοικοδόμηση της ερειπωμένης από τους βομβαρδισμούς των Γιούνκερς Βρετανίας εκτίναξε στα ουράνια το χρέος της χώρας, το οποίο όμως έβαινε διαρκώς μειούμενο έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (και αφού η Βρετανία είχε καταφύγει στο ΔΝΤ εξαιτίας της πρώτης παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης του 1973).

Σταθεροποιήθηκε, τότε, το βρετανικό χρέος κάτω από το 40% του ΑΕΠ και παρέμεινε ουσιαστικά στα επίπεδα αυτά έως την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Τότε υπερδιπλασιάστηκε για να σταθεροποιηθεί κατά την τελευταία τριετία στο 85%-90%. Μέχρι να ενσκήψει η πανδημία και να πάρει πάλι την ανιούσα με εκρηκτικό μάλιστα ρυθμό.

Ρεκόρ και στο έλλειμμα

Και το δημοσιονομικό έλλειμμα, όμως, εκτινάχθηκε στη Βρετανία το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου στα 103,7 δισ. στερλίνες (114,7 δισ. ευρώ) από τα 87 δισ. στερλίνες (96,2 δισ. ευρώ) που ήταν το αντίστοιχο δίμηνο πέρυσι. Πρόκειται για ένα ακόμα ρεκόρ που κατέρριψε ο κορωνοϊός και οφείλεται ως επί το πλείστον στην κατάρρευση των φορολογικών εσόδων ενόσω οι Βρετανοί βρίσκονταν κλεισμένοι στα σπίτια τους.

Ήταν ένα αποκαρδιωτικό από δημοσιονομικής απόψεως ξεκίνημα του οικονομικού έτους 2020-2021, που άρχισε το μήνα Απρίλιο. Το Εθνικό Γραφείο Στατιστικών υπολογίζει ότι η χρονιά θα κλείσει με έλλειμμα 298 δισ. στερλινών (329,4 δισ. ευρώ), το μεγαλύτερο από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τα δύσκολα είναι μπροστά

Η χρηματοδότηση της οικονομίας (θέσεων εργασίας και επιχειρήσεων) θα συνεχιστεί αναπόφευκτα και τους επόμενους μήνες, εκτιμά η αναλύτρια του BBC για θέματα εμπορίου Νταρσίνι Ντέιβιντ. Τουλάχιστον η κυβέρνηση μπορεί να δανειστεί φθηνά, επισημαίνει, καθώς τα επιτόκια βρίσκονται σε διεθνές επίπεδο χαμηλά.

Σε κάθε περίπτωση, ο υπουργός Ρίσι Σουνάκ έχει τις δύσκολες αποφάσεις μπροστά του, εκτιμά η βρετανίδα αναλύτρια η οποία, περιέργως, δεν αναφέρεται στον πρόσθετο μεγάλο πονοκέφαλο που έχει η κυβέρνηση του Λονδίνου και δεν είναι άλλος από την ολοκλήρωση της διαδικασίας του Brexit.

Εξυπακούεται ότι ένα Brexit δίχως συμφωνίες με τους εμπορικούς εταίρους θα ήταν ό,τι χειρότερο για τη Βρετανία στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία. Και από την άλλη, η ιλιγγιωδώς επιδεινούμενη κατάσταση των δημοσίων οικονομικών της χώρας σίγουρα δεν ανεβάζει το ηθικό των Βρετανών διαπραγματευτών. Ασχέτως αν ανάλογη επιδείνωση εμφανίζουν τα δημοσιοοικονομικά και των άλλων μερών της διαπραγμάτευσης.

Διότι οι παραμένοντες στην ΕΕ θα έχουν τουλάχιστον το αίσθημα ότι δεν θα είναι… εντελώς μόνοι στη διαπραγμάτευση. Για αισθήματα αλληλεγγύης και ασφάλειας είναι νωρίς ακόμα να μιλά κανείς, πρέπει να επιβεβαιωθούν.