Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη ώστε να αντισταθμιστεί ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας. Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχύσουν τη ναυτική παρουσία τους στην περιοχή, να συσφίξουν ακόμη περισσότερο την αμυντική συνεργασία τους με την Ελλάδα και να διορίσουν Ειδικό Απεσταλμένο για την Ανατολική Μεσόγειο. Αυτά προτείνει, μεταξύ άλλων, σε έκθεσή της με τίτλο «Turkey’s Escalation in Libya: Implications and U.S. Policy Options» η δεξαμενή σκέψης «Jewish Institute for National Security of America» (JINSA). Το σχετικό Πρόγραμμα για την Ανατολική Μεσόγειο του JINSA έχει ως επικεφαλής τον Έρικ Έιντελμαν, ο οποίος στο παρελθόν έχει υπηρετήσει ως πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Άγκυρα.

Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, η εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης έχει πυροδοτήσει την αυξημένη συμμετοχή αντίπαλων ξένων δυνάμεων σε μία χώρα με υψηλή στρατηγική και ενεργειακή σημασία. Η εξέλιξη αυτή απειλεί ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Σημειώνεται ότι η Τουρκία ενεπλάκη σημαντικά στη Λιβύη τον Νοέμβριο του 2019, όταν προχώρησε σε συμφωνία για την παροχή κρίσιμης στρατιωτικής υποστήριξης στην, αναγνωρισμένη από τα Ηνωμένα Έθνη, Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (Government of National Accord – GNA) που εδρεύει στην Τρίπολη.

To JINSA επισημαίνει ότι η κυβέρνηση της Τρίπολης υπό τον Φαγέζ αλ – Σαράζ τελεί υπό την ισχυρή επιρροή των Αδελφών Μουσουλμάνων και άλλων ακραίων ισλαμιστικών στοιχείων. Μάχεται δε εναντίον του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (Libyan National Army – LNA) η οποία εδρεύει στο Τομπρούκ και υποστηρίζεται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), την Αίγυπτο, τη Ρωσία, τη Γαλλία κ.ά. Σε αντάλλαγμα για τη στήριξή της, η Τουρκία απέσπασε την υπογραφή της Τρίπολης επί μίας διμερούς συμφωνίας για τη φαινομενική νομιμοποίηση των τεράστιων υπεράκτιων ενεργειακών διεκδικήσεών της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Η διμερής στρατιωτική συμφωνία Τρίπολης – Άγκυρας έχει εντείνει τις συγκρούσεις. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές αποφεύγουν τις διαπραγματεύσεις και αναζητούν μεγαλύτερη ξένη βοήθεια, παραβιάζοντας καθημερινά το εμπάργκο όπλων των Ηνωμένων Εθνών. Η κλιμάκωση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε αναζωογόνηση της παρουσίας του Ισλαμικού Κράτους στη χώρα και στην  πρόκληση νέων προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη. Επιπλέον, η συμφωνία για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών αντιβαίνει σκοπίμως σε αλληλεπικαλυπτόμενες ελληνικές και κυπριακές αξιώσεις που έχουν πολύ ισχυρότερη βάση κατά το διεθνές δίκαιο. Απειλεί επίσης τις προσπάθειες της Ελλάδος, της Κύπρου, του Ισραήλ και άλλων χωρών να αναπτύξουν τους υποθαλάσσιους ενεργειακούς πόρους και να τους προμηθεύσουν στην Ευρώπη μέσω αγωγού. Μία τέτοια εξέλιξη θα υπονόμευε άμεσα, προσθέτουν οι συντάκτες της έκθεσης, τα αμερικανικά συμφέροντα για την προώθηση ειρηνικής περιφερειακής ανάπτυξης και τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Σύμφωνα με το JINSA, η αποστασιοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την υπόθεση της Λιβύης «διευκόλυνε» την τουρκική παρέμβαση, η οποία με τη σειρά της αποσταθεροποίησε περαιτέρω την κατάσταση. Η Ουάσιγκτον πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο για τον τερματισμό ή τον μετριασμό της κλιμακούμενης σύγκρουσης στη Λιβύη. Προτείνεται η ενίσχυση της αμερικανικής ναυτικής παρουσίας στην περιοχή μέσω και μιας ισχυρότερης αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα. Επιπλέον, γίνεται εισήγηση για ορισμό Ειδικού Απεσταλμένου για την Ανατολική Μεσόγειο με σκοπό τη διαπραγμάτευση μιας λύσης του Λιβυκού και την αντιμετώπιση των προκλήσεων για την περιφερειακή ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της αποσταθεροποιητικής προβολής ισχύος της Τουρκίας.

Πιο συγκεκριμένα, ο Ειδικός Απεσταλμένος θα πρέπει να επιδιώξει τρεις στόχους:

Πρώτον, τη συνεργασία  με το Eastern Mediterranean Gas Forum (EMGF) με σκοπό την προώθηση της συλλογικής εκμετάλλευσης των περιφερειακών ενεργειακών πόρων και τη δημιουργία σαφούς αντίβαρου στις αποσταθεροποιητικές προσπάθειες της Τουρκίας.

Δεύτερον, τον τερματισμό του λιβυκού εμφυλίου πολέμου με σεβασμό στη βούληση του λιβυκού λαού και με περιορισμό των ξένων παρεμβάσεων.

Τρίτον, την αντιμετώπιση των αυξανόμενων ανθρωπιστικών συνεπειών του COVID-19 στην περιοχή.