Tην Τετάρτη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε την πρότασή της για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής οικονομίας («Next Generation EU”). Η πρόταση είναι πραγματικά φιλόδοξη. Προβλέπει δανεισμό της Επιτροπής 750 δις ευρώ από της αγορές με τριακονταετή ομόλογα με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Από αυτό το ποσό 500 δις θα παρασχεθούν ως μεταβιβάσεις και 250 δις ως δάνεια σε χώρες και τομείς οικονομικής δραστηριότητας που επλήγησαν από την πανδημία του COVID-19. Μία πρώτη ανάγνωση της πρότασης δείχνει ότι αυτή είναι αρκετά επεξεργασμένη και λεπτομερής ως προς τους επιμέρους άξονες δράσεων σε βάθος χρόνου. Τα ποσά αυτά είναι επιπλέον των δράσεων ύψους 540 δις ευρώ που έχουν ήδη εξαγγελθεί (SURE, ESM, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – αν και στο σημερινό ανακοινωθέν γίνεται αναφορά στο SURE, οπότε δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό συμπεριλαμβάνεται στη σημερινή πρόταση) και θα δαπανηθούν ταυτόχρονα με τους πόρους του επόμενου επταετούς προϋπολογισμού της ΕΕ. Φυσικά, σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθούν και οι εθνικοί πόροι για την καταπολέμηση της κρίσης. 

Οι προτεινόμενες δαπάνες του Ταμείου δίνουν έμφαση σε επενδύσεις στους τομείς της «πράσινης ανάπτυξης» και των ψηφιακών υποδομών. Γίνεται αναφορά χωρίς, όμως, εξειδίκευση στο ότι οι μεταβιβάσεις και τα δάνεια προς τα κράτη-μέλη θα υπόκεινται σε αιρεσιμότητα κυρίως στα πεδία της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων και του σεβασμού του κράτους δικαίου. Η αποπληρωμή των ομολόγων που θα εκδώσει η Επιτροπή θα ξεκινά μετά το 2027. Για τη χρηματοδότηση των δράσεων προτείνεται η αύξηση των ιδίων πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού με φόρους περιβαλλοντικούς (επί του εμπορίου ρύπων και των μη ανακυκλούμενων πλαστικών) και ψηφιακούς (σε ιντερνετικές εταιρείες που τώρα είναι, ουσιαστικά, σχεδόν αφορολόγητες). 

Η πρόταση της Επιτροπής στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις προτάσεις Μέρκελ-Μακρόν και μπορεί να θεωρηθεί καινοτομική και ρηξικέλευθη. Ο προτεινόμενος τρόπος χρηματοδότησης των δράσεων για την καταπολέμηση της κρίσης είναι, ουσιαστικά, ένα ευρωομόλογο εφόσον την αποπληρωμή του μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού εγγυώνται τα κράτη-μέλη. Μάλιστα, από μία άποψη είναι πολύ πιο προωθημένο από τα ευρωομόλογα που συζητούντο παλαιότερα, καθόσον η μεν χρήση των πόρων του ομολόγου προβλέπεται να γίνει με βάση τις ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία ενώ η αποπληρωμή του θα γίνει ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες των κρατών-μελών.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, ένα μεγάλο μέρος του βάρους της καταπολέμησης των συνεπειών της κρίσης φεύγει από την ΕΚΤ και η κυρία Μέρκελ μπορεί, εν μέρει, να παρακάμψει τις αντιρρήσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου σχετικά με την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που ακολουθεί η ΕΚΤ. Βεβαίως, αν εγκριθεί από τη Σύνοδο Κορυφής, το Ταμείο θα αρχίσει να λειτουργεί από την επόμενη χρονιά, ενώ οι δανειακές ανάγκες των κρατών-μελών αναμένεται να κορυφωθούν φέτος. Επομένως, η βοήθεια της ΕΚΤ για τις χώρες αυτές μέχρι την ενεργοποίηση του Ταμείου θα εξακολουθήσει να είναι καθοριστικής σημασίας.

Παρότι πολλές φορές «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», οι οποίες ακόμα δεν έχουν διευκρινισθεί, αναμφίβολα το προτεινόμενο Ταμείο ενισχύει την αλληλεγγύη και τη συνοχή στο χώρο της ΕΕ και μπορεί να θεωρηθεί ένα ακόμα βήμα προς την εμβάθυνση της οικονομικής και, ενδεχομένως, της πολιτικής ολοκλήρωσής της. Θεωρητικά, οι δράσεις του Ταμείου θα ολοκληρωθούν μέσα στην επόμενη επταετία, όμως πολλές φορές στο παρελθόν έχουμε δει μηχανισμούς που δημιουργήθηκαν ως έκτακτοι να παραμένουν σε λειτουργία μετά την προβλεπόμενη λήξη τους και να ενισχύονται.

Προς το παρόν, η πρόταση της Επιτροπής είναι απλώς … πρόταση. Οι πρώτες αντιδράσεις από τους «4 φειδωλούς» (Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία) ήταν, όπως αναμενόταν, αρνητικές και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στα ζητήματα κοινοτικού προϋπολογισμού απαιτείται ομοφωνία για τη λήψη αποφάσεων. Οπότε, οι διαπραγματεύσεις αναμένεται να είναι σκληρές, αλλά οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι, αργά ή γρήγορα, θα επιτευχθεί συμφωνία. Όμως, τα προβλήματα δεν βρίσκονται μόνο εκεί. Οι συγκεκριμένες φορολογίες (περιβαλλοντικές και ψηφιακές) για την ενίσχυση των ιδίων πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού έχουν προταθεί πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά έχουν συναντήσει τη σθεναρή αντίσταση συγκεκριμένων χωρών. Οι αιρεσιμότητες που αφορούν μεταρρυθμίσεις ίσως δεν γίνουν ευνοϊκά δεκτές από χώρες όπως η Ιταλία ενώ οι αιρεσιμότητες που αφορούν το σεβασμό του κράτους δικαίου είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συναντήσουν την αντίδραση της Ουγγαρίας και μάλλον της Πολωνίας. Όμως, τελικά, και αυτές οι αντιρρήσεις αναμένεται να καμφθούν.

Τέλος, η ενίσχυση που αναμένεται να λάβει η χώρα μας από τους πόρους του Ταμείου είναι πολύ σημαντική. Αναμένεται να παρασχεθούν στη χώρα μας 22.6 δις ευρώ σε επιχορηγήσει και 9.4 δις ευρώ σε δάνεια. Αν οι αποπληρωμές γίνουν με βάση το ΑΕΠ της χώρας, η συμβολή της Ελλάδας με τα τωρινά δεδομένα δεν θα ξεπεράσεις τα 10 δις. Το συνολικό ποσό των 32 δις αντιστοιχεί περίπου στο 17% του ΑΕΠ του 2019, ενώ οι επιχορηγήσεις στο 12%. Αναμφίβολα, αν αυτά τα ποσά διατεθούν κυρίως σε παραγωγικές επενδύσεις και σε συνδυασμό με τους λοιπούς πόρους που είναι διαθέσιμοι στη χώρας μας στα επόμενα χρόνια, μπορούν να δώσουν μεγάλη ώθηση στην Ελληνική οικονομία που αναμένεται να δεχθεί ισχυρό πλήγμα από την κρίση του COVID-19. Άλλωστε και οι αγορές αντέδρασαν θετικά. Με την αναγγελία της πρότασης της Επιτροπής, οι αποδόσεις του δεκαετούς Ελληνικού ομολόγου, που είχαν αρχίσει να μειώνονται μετά την αναγγελία του σχεδίου Μέρκελ-Μακρόν, έπεσαν στο 1.56% από 2.16% που ήταν πριν από δύο μόλις εβδομάδες.
Ο  Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του  Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών