Ενα πτυσσόμενο τραπέζι, μια στρατιωτική κουβέρτα, ένα μελανοδοχείο, μια πένα εκστρατείας. Αυτά ήταν τα αντικείμενα με τα οποία στις 6.30 το απόγευμα της 4ης Μαΐου 1945 στο Λίνεμπουργκ της Κάτω Σαξονίας, σχεδόν 50 χιλιόμετρα έξω από το Αμβούργο, έγινε η συνθηκολόγηση της Γερμανίας που τερμάτισε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κανείς δεν θυμάται την περίσταση, το όνομα του γερμανού ναυάρχου Φον Φρίντεμπουργκ και του βρετανού στρατάρχη Μοντγκόμερι που υπέγραψαν την πρώτη παράδοση, γιατί ακολούθησαν άλλες δύο. Μία στη Ρεμς στις 7 Μαΐου, στο αρχηγείο του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ανώτατου διοικητή των συμμαχικών στρατευμάτων, και μία ακόμη στο Βερολίνο στις 8 Μαΐου υπό το βλέμμα του σοβιετικού στρατάρχη Γκιόργκι Ζούκοφ. Εκεί, πρώτα ο επιτελάρχης της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, στρατηγός Αλφρεντ Γιοντλ, και έπειτα ο επικεφαλής της, στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ, θα υπέγραφαν σε επίσημες τελετές με πλήθος παρόντες, προορισμένες να σηματοδοτήσουν το τέλος του πολέμου συμβολικά και ουσιαστικά. Με τον Χίτλερ να έχει αυτοκτονήσει στο μπούνκερ της Καγκελαρίας στις 30 Απριλίου η ναζιστική Γερμανία ήταν οριστικά και αμετάκλητα νεκρή. Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική η κοινή γνώμη είχε αρχίσει από τους προηγούμενους μήνες να σκέπτεται δειλά τον μεταπολεμικό κόσμο. Εμενε πρώτα το τυπικό μέρος: να συνειδητοποιηθεί η νίκη, να διακηρυχθεί η ειρήνη, να μπει η τελεία.

Η έκρηξη των συναισθημάτων υπέβοσκε για πολύ καιρό. Μία εβδομάδα νωρίτερα ένα λανθασμένο ανακοινωθέν του Associated Press προκάλεσε αυθόρμητους πανηγυρισμούς στην Ουάσιγκτον που αποδείχθηκαν τελικά πρόωροι. Το συμμαχικό αρχηγείο στη Ρεμς τηρούσε απόλυτη μυστικότητα, με αποτέλεσμα η πρώτη επίσημη ανακοίνωση της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να γίνει από τη γερμανική πλευρά: στις 2.21 μετά μεσημβρίαν, τη Δευτέρα 7 Μαΐου 1945, ο κόμης Σβέριν φον Κρόζινγκ, πρώτος τη τάξει υπουργός της υπό τον ναύαρχο Ντένιτς τελευταίας κυβέρνησης του Γ΄ Ράιχ, διακήρυξε την «άνευ όρων παράδοση όλων των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων». Η αντίστοιχη ενημέρωση από το BBC έγινε στις 6 το απόγευμα της ίδιας ημέρας: η «V-E Day», η «ημέρα της νίκης στην Ευρώπη» (Victory in Europe Day), θα εορταζόταν την Τρίτη 8 Μαΐου. Παράλληλα, έγινε γνωστό ότι ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο πρόεδρος της προσωρινής γαλλικής κυβέρνησης Σαρλ ντε Γκωλ και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Χάρι Τρούμαν θα απηύθυναν ταυτόχρονα διαγγέλματα από το Λονδίνο, το Παρίσι και την Ουάσιγκτον στις 3 το μεσημέρι ώρα Αγγλίας και Γαλλίας, στις 9 το πρωί ώρα ΗΠΑ. Για τη Σοβιετική Ενωση η χωριστή υπογραφή συνθηκολόγησης σήμαινε ότι επισήμως η εμπόλεμη κατάσταση θα διαρκούσε μία ημέρα παραπάνω.

Ροκάνες και «ιπτάμενοι» τηλεφωνικοί κατάλογοι

Ουσιαστικά, η Τρίτη 8 Μαΐου 1945 ξεκίνησε το βράδυ της Δευτέρας. Στο Λονδίνο, όπως γράφει ο βρετανός ιστορικός Μάρτιν Γκίλμπερτ στο βιβλίο με τίτλο «The Day the War Ended» (εκδ. Henry Holt & Co.), επικράτησε η φράση «παραμονή της V-E Day», 10.000 κόσμου ξεχύθηκαν στο Πικαντίλι, προβολείς σχημάτιζαν ένα γιγάντιο «V» πάνω από την πλατεία Λέστερ, βομβαρδιστικά πετούσαν πάνω από την πόλη και όλοι παρήγαν έναν ασταμάτητο θόρυβο από ροκάνες και σφυρίχτρες. Η οροφή ενός λεωφορείου καταλήφθηκε από έναν νεοζηλανδό στρατιώτη, το παράδειγμα του οποίου έσπευσαν να μιμηθούν αμερικανοί συνάδελφοί του υπό τις ιαχές του πλήθους, ενώ η Αστυνομία πάλευε να πλησιάσει για να μπορέσει να τους κατεβάσει. Στο Μανχάταν μια υπάλληλος γραφείου, η Μάρτζορι Τζάφα, περιγράφει πώς το απόγευμα της 7ης Μαΐου κάποιος έφερε τα νέα φωνάζοντας «ο πόλεμος τελείωσε» και όλοι άρχισαν να επιδίδονται σε αυθόρμητους πανηγυρισμούς: «Το περιεχόμενο των καλάθων των αχρήστων σκίστηκε σε λωρίδες και άρχισε να πετιέται από τα παράθυρα, ακολούθησαν περιτυλίγματα σοκολάτας, εφημερίδες, τα χαρτιά τουαλέτας και, τέλος, οι τηλεφωνικοί κατάλογοι».

Τέτοιες σκηνές ήταν μόνο ο πρόλογος. Στο Παρίσι την επόμενη ημέρα, σημειώνει ο Γκρέγκορ Ντάλας στο «Poisoned Peace. 1945 – The War that Never Ended» (εκδ. John Murray), τζιπ φορτωμένα με τουλάχιστον 20 στρατιώτες το καθένα γύριζαν πανηγυρίζοντας στους δρόμους της πόλης και το κατόρθωμα της ημέρας πιστώνεται στον αμερικανό πιλότο που θα πετάξει κάτω από τον Πύργο του Αϊφελ με ένα βομβαρδιστικό B-25 Μίτσελ. Στο Λονδίνο, γράφει ο Γκίλμπερτ, ο Γουίνστον Τσόρτσιλ ήταν έτοιμος να κατευθυνθεί προς τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ προκειμένου μετά το δικό του διάγγελμα να είναι παρών και σε εκείνο του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ΄, όταν αντιλήφθηκε ότι είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό: «Επιστρέφουμε», είπε στον οδηγό, «όλοι θα περιμένουν να με δουν με πούρο». Οι δεκάδες χιλιάδες που τον ανέμεναν στην έξοδο από το παλάτι τον είδαν να προβαίνει στη διάσημη χειρονομία του με το σήμα της νίκης προτού ξεσπάσουν σε ουρανομήκεις ζητωκραυγές. Στη Νέα Υόρκη το ξέφρενο πάρτι κράτησε τρεις ημέρες με επίκεντρο την Τάιμς Σκουέρ, όπου είχε στηθεί ένα Αγαλμα της Ελευθερίας από πεπιεσμένο χαρτόνι. Γύρω από αυτό εκτυλίσσονταν σκηνές με «κραυγές, δάκρυα, ανθρώπους που φιλιούνταν ή χτυπούσαν ο ένας τον άλλον στην πλάτη» έγραφε στις 9 Μαΐου στη «New York Journal-American» ο δημοσιογράφος Λούις Σόμπολ. Την ίδια ημέρα στη Μόσχα βρετανοί και αμερικανοί στρατιώτες μεταφέρονταν στα χέρια από ένα ενθουσιώδες πλήθος προκειμένου να συμμετάσχουν στο γλέντι που είχε στηθεί στην Κόκκινη Πλατεία, το αποκορύφωμα του οποίου συνίστατο σε κανονιοβολισμούς από χίλια κανόνια και μια εντυπωσιακή ρίψη πυροτεχνημάτων που περιλάμβανε τον σχηματισμό της βεγγαλικής εικόνας του Στάλιν στον ουρανό της σοβιετικής πρωτεύουσας. Από το πλήθος μαρτυριών και περιστατικών από όλον τον κόσμο που καταγράφει ο Μάρτιν Γκίλμπερτ, ανάμεσα σε τραγούδια, προπόσεις, παρελάσεις, γεύματα στον δρόμο, πάρτι σε σπίτια, φωτιές στην ύπαιθρο, τις πριγκίπισσες Ελισάβετ και Μαργαρίτα της Αγγλίας να βγαίνουν κρυφά από το Μπάκιγχαμ με την ελάχιστη συνοδεία δύο φρουρών για να πανηγυρίσουν ανάμεσα στα πλήθη, τον Τσόρτσιλ να ανοίγει διάλογο με τον κόσμο από έναν εξώστη του Γουάιτχολ, τα σιντριβάνια του Τροκαντερό στο Παρίσι φωταγωγημένα για πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου, τον ατέλειωτο καταρράκτη χαρτιού στα φαράγγια ανάμεσα στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, διακρίνεται για την πρωτοτυπία του ο εορτασμός στο Γουέικφιλντ του Γιόρκσαϊρ: μια επίσημη κηδεία του Χίτλερ με νεκροφόρα, φέρετρο, τον δήμαρχο της πόλης και ηθοποιούς του τοπικού θεατρικού συλλόγου που υποδύονταν τους Τσόρτσιλ, Τρούμαν, Στάλιν, Ντε Γκωλ και Τσιανγκ Κάι-Σεκ να συνοδεύουν το ομοίωμα του δικτάτορα σε μια μεγάλη πυρά.

Το προοίμιο του Ψυχρού Πολέμου

Ωστόσο, ακόμη και η ημέρα της νίκης κάθε άλλο παρά ανέφελη ήταν. Η απουσία της Σοβιετικής Ενωσης υποδείκνυε τις διενέξεις μεταξύ των Συμμάχων. Ουσιαστικά, η διαφωνία προέκυψε από το γεγονός ότι ο στρατηγός Σουσλοπάροφ, ο οποίος είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση στη Ρεμς, δεν βρισκόταν εκεί για αυτόν τον λόγο, αλλά για να συζητήσει με τον Αϊζενχάουερ λεπτομέρειες της εφαρμογής της Συμφωνίας της Γιάλτας. Για συμβολικούς λόγους, οι Σοβιετικοί δεν θα δέχονταν οποιαδήποτε τελετή παράδοσης θα υπογραφόταν εκτός του κατεχόμενου από τους ίδιους Βερολίνου, εξ ου και η επανάληψή της στις 8 Μαΐου. Από την πλευρά τους οι Σύμμαχοι αρνούνταν να καθυστερήσουν περισσότερο την ανακοίνωση ενός γεγονότος που είχε ήδη διαρρεύσει δημοσιογραφικά. Την αίσθηση ότι το παρελθόν έριχνε βαριά σκιά στο μέλλον ενίσχυαν δύο ειδήσεις που εμφανίστηκαν στις εσωτερικές σελίδες του διεθνούς Τύπου τη V-E Day. Οι «New York Times» αναδημοσίευαν από την «Πράβντα» της 7ης Μαΐου την έκθεση μιας σοβιετικής επιτροπής που είχε συσταθεί τέσσερις μήνες νωρίτερα για να ερευνήσει το ζήτημα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, η οποία ανέφερε ότι στο «Οσβιετσιμ» της Πολωνίας είχαν εξοντωθεί περισσότερα από 4 εκατομμύρια άνθρωποι. Οι «New York Times» έκαναν λόγο για «πολίτες της Σοβιετικής Ενωσης, της Πολωνίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ουγγαρίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας». Πουθενά ακόμη δεν αναφερόταν ο όρος «Εβραίοι». Με τη σειρά της, η βρετανική «Daily Herald» δημοσίευε από την πένα του Μάικλ Φουτ, μετέπειτα ηγέτη των Εργατικών, την αποκάλυψη ότι στη διάρκεια των εργασιών των υπουργών Εξωτερικών των Συμμάχων στο Σαν Φρανσίσκο με αντικείμενο τη συγκρότηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο Βιάτσεσλαβ Μολότοφ είχε πληροφορήσει τους ομολόγους του των ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας, Εντουαρντ Στετίνιους και Αντονι Ιντεν, ότι οι 16 εκπρόσωποι της εξόριστης στο Λονδίνο πολωνικής κυβέρνησης που είχαν μεταβεί στη Μόσχα για συνομιλίες είχαν συλληφθεί. «Στη διάρκεια της συνδιάσκεψης ο Στάλιν είχε προλάβει να συγκεντρώσει στα χέρια του τη μισή Ευρώπη χωρίς να το αντιληφθεί κανείς» παρά μόνο μετά τη δήλωση αυτή, θα έγραφε αργότερα ο δημοσιογράφος και πολιτικός των Συντηρητικών Ρόμπερτ Μπούθμπι, παρών τότε στη συνάντηση των υπουργών.

Ξαναχτίζοντας την Ευρώπη

Πίσω από τη βιτρίνα των πανηγυρισμών, άλλωστε, η Ευρώπη παρέμενε στις 8 Μαΐου τόσο καθημαγμένη όσο και πριν. Ενα άρθρο της γαλλικής εφημερίδας «Le Figaro» στις 3 Μαΐου αναρωτιόταν αν «θα έχουμε θέρμανση τον χειμώνα». Καταγράφοντας την κληρονομιά του πολέμου στο βιβλίο του «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (εκδ. Αλεξάνδρεια) ο βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ αναφέρει ότι 70.000 χωριά και 1.700 πόλεις στη Σοβιετική Ενωση είχαν ισοπεδωθεί, η Βαρσοβία είχε ανατιναχθεί κτίριο προς κτίριο μετά την εξέγερση του 1944, το Βερολίνο είχε δεχθεί 40.000 τόνους βλημάτων, μόνο τις δύο τελευταίες εβδομάδες των μαχών. Στη Γιουγκοσλαβία είχε καταστραφεί το 25% των αμπελώνων και το 60% του οδικού δικτύου της χώρας. Στην Ολλανδία 2.190.000 στρέμματα βρίσκονταν κάτω από το νερό, καθώς οι Γερμανοί είχαν σπάσει πλήθος φραγμάτων. Στη Γαλλία υπήρχαν μόλις 2.800 ατμομηχανές σε σύγκριση με τις 12.000 του 1939. Στην Αυστρία 87.000 γυναίκες είχαν βιαστεί από τα σοβιετικά στρατεύματα τις πρώτες τρεις εβδομάδες μετά την κατάληψη της χώρας. Στην Ελλάδα το ένα τρίτο των κατοίκων του Πειραιά έπασχε από τράχωμα εξαιτίας της οξύτατης έλλειψης βιταμινών. Ο πληθυσμός της Βουδαπέστης στα τέλη της χρονιάς μπορούσε να υπολογίζει σε μόλις 556 θερμίδες ημερησίως για τη διατροφή του. Πάνω από όλα πλανιόταν το αφάνταστο ανθρώπινο κόστος: περίπου 36,5 εκατομμύρια νεκροί σύμφωνα με τον Τζαντ, από τα οποία τα 19 εκατομμύρια ήταν οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού. Κι όμως, από αυτό το «έτος μηδέν» μιας ακρωτηριασμένης, διαιρεμένης, ψυχροπολεμικής ηπείρου επρόκειτο σύντομα να αναδειχθεί μια διαφορετική πραγματικότητα: το Σχέδιο Μάρσαλ θα στήριζε τις δυτικές οικονομίες, το Σχέδιο Σουμάν θα έθετε τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. «Μέσα από τις στάχτες, παρά τις αντιξοότητες», γράφει ο ιστορικός Ιαν Κέρσοου στην καταληκτήρια παράγραφο του βιβλίου του «Στην κόλαση των δύο πολέμων» (εκδ. Αλεξάνδρεια), «άρχισε να αναδύεται με εντυπωσιακή ταχύτητα και να αποκτά ξεκάθαρη μορφή μια νέα Ευρώπη». Μέρος του πρωτοφανούς δυναμισμού, της ανεξάντλητης ενέργειας, της θέλησης για ζωή που την κατέστησαν δυνατή μπορεί να δει κανείς σε εκείνες τις ημέρες του Μαΐου που σημάδεψαν το τέλος του πολέμου.