Η αλήθεια είναι ότι ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στη London School of Economics κ. Ηλίας Μόσιαλος είχε δηλώσει από τον Ιανουάριο ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα και στην Ελλάδα για τον περιορισμό του νέου ιού που άρχισε να εξαπλώνεται στα τέλη του 2019, αλλά γρήγορα έδειξε τη φονική του δύναμη σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και το έλεγε σε περίοδο κατά την οποία κανείς δεν φαινόταν να ακούει, ειδικά δε στον χώρο της εκπαίδευσης. Η τύχη τελικά ήταν με το μέρος μας.

Η χώρα μας ευτυχώς κινήθηκε έγκαιρα και σήμερα νιώθουμε πιο ήρεμοι, με τους ειδικούς ανά τον κόσμο όμως τώρα να προειδοποιούν πιο έντονα από ποτέ: «Προσέξτε την εξάπλωση ενός νέου κύματος της πανδημίας». Τα μέτρα αποκλιμάκωσης της κρίσης προβληματίζουν πολιτικούς, εκπαιδευτικούς, επιστήμονες. «Ποιος θα στείλει τα παιδιά του στο σχολείο τον Μάιο εάν κάτι τέτοιο αποφασιστεί;» αναρωτιόταν ο διευθυντής μεγάλου σχολικού συγκροτήματος που συνομίλησε με το «Το Βήμα». Μιλώντας τις προηγούμενες ημέρες για το θέμα σε ελληνικά μέσα ενημέρωσης, ο κ. Μόσιαλος αναφέρθηκε με προσοχή στο θέμα της διαχείρισης της κρίσης στον χώρο της εκπαίδευσης και προσέθεσε ότι εάν αρχίσουμε σήμερα τη συζήτηση για άνοιγμα των σχολείων, αυτό θα πρέπει να γίνει σταδιακά. Η αποκλιμάκωση των μέτρων όμως έχει πολλές πλευρές. Ιδού τι σκέφτεται σήμερα ο ίδιος για όλα αυτά, όπως τα είπε στο «Βήμα»:

Τελικά πώς τα καταφέραμε ως σήμερα στα θέματα διαχείρισης της πανδημίας;

«Συγκριτικά με άλλες χώρες της Νότιας, Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, η Ελλάδα τα πηγαίνει καλά μέχρι σήμερα όσον αφορά τις εισαγωγές σε νοσοκομεία, τον αριθμό των διασωληνωμένων ασθενών και τον αριθμό των νοσούντων που κατέληξαν λόγω της νόσου. Βέβαια, να θυμόμαστε πως τα στοιχεία στα οποία αναφερόμαστε αφορούν την πορεία της νόσου έως 14 με 18 ημέρες νωρίτερα. Είναι επομένως αναγκαίο να διατηρήσουμε αυτή την καλή μας εικόνα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σίγουρα δε ως τα τέλη Απριλίου, ή ακόμα και τις αρχές του επόμενου μήνα, πριν αποφασίσουμε για τακτικές αποκλιμάκωσης».

Αν τα καλά σενάρια λοιπόν επιβεβαιωθούν, τι σημαίνει αυτό για την αποκλιμάκωση των μέτρων;

«Αν και εφόσον επιβεβαιωθεί και διασφαλίσουμε ότι υπάρχουν αντοχές στο σύστημα υγείας, η κυβέρνηση θα πρέπει να εξετάσει διάφορα σενάρια αποκλιμάκωσης των μέτρων αναφορικά με τη σταδιακή επανένταξη μέρους της οικονομικής δραστηριότητας, της εκπαιδευτικής διαδικασίας και πάντα με πρωταρχικό μέλημα την προστασία των ευπαθών ομάδων και των ηλικιωμένων».

 

Ποιο σενάριο είναι το επικρατέστερο;

«Αυτή τη στιγμή, λόγω της πορείας που προέκυψε από την καλή διαχείριση, έχουμε τη δυνατότητα μέσα στις επόμενες εβδομάδες να αποφασίσουμε ακριβώς πώς θα αποκλιμακώσουμε τα μέτρα και να επανακαθορίσουμε τις προτεραιότητές μας για την επόμενη φάση της διαχείρισης. Παραμένει κρίσιμο να συνεχίσουμε να προστατεύουμε όσο μπορούμε περισσότερο τους ηλικιωμένους και τις ευπαθείς ομάδες. Οταν κάποια στιγμή έχουμε επανεκκίνηση μερικής οικονομικής δραστηριότητας – ή και πλήρους σε ορισμένους τομείς – ή επάνοδο στην εκπαιδευτική δραστηριότητα, η προστασία των ευπαθών ομάδων και των ηλικιωμένων πρέπει να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη προτεραιότητα για εμάς. Η προστασία ενδεχομένως πρέπει να δρομολογηθεί σε συνδυασμό με την τοπική αυτοδιοίκηση και με περαιτέρω πόρους. Σε αυτό το σημείο, η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να αναδυθεί ως κύριος φορέας εφαρμογής πολιτικής. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να προβούμε σε ενίσχυση της τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να καταφέρει να αντεπεξέλθει. Ακριβώς στη φάση της μερικής επανόδου θα χρειαστούμε περισσότερους ελέγχους ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα και αποτελεσματικά τις μικρές τοπικές εξάρσεις της νόσου, όπως έγινε στην αρχική της φάση (π.χ. στην περίπτωση της Αμαλιάδας). Οπότε στη δεδομένη φάση θα προχωρήσουμε με τα ίδια βήματα που κινηθήκαμε αρχικά, δηλαδή ιχνηλάτηση και εντοπισμό επαφών. Οσο αποκλιμακώνει κανείς τα μέτρα σε αυτή την αντίστοιχα κρίσιμη επόμενη φάση, είναι καίριας σημασίας η συστηματική εποπτεία, ώστε να μην εξελίσσονται και να μην επεκτείνονται νέες εστίες. Είναι βέβαια θετικό και υπέρ μας πως ως το τέλος Απριλίου έχουμε χρόνο να επεξεργαστούμε σενάρια και να οργανώσουμε τα επόμενα βήματα. Στη φάση που βρισκόμαστε κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποιο σενάριο θα είναι το πιο αποδοτικό. Τουλάχιστον όχι πριν εξασφαλίσουμε έναν σχετικό έλεγχο της διασποράς της νόσου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».

 

Πόσο μπορούν ακόμη οι κοινωνίες μας να αντέξουν την απομόνωση;

«Ολοι το γνωρίζουμε πως οι αντοχές δεν μπορούν να είναι απεριόριστες. Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, πρέπει να μιλήσουμε και για τα άλλα προβλήματα που πιθανώς θα δημιουργηθούν, ως συνέπεια του παρατεταμένου εγκλεισμού. Οπως η αύξηση των παρενεργειών των χρόνιων νοσημάτων, όπου μιλάμε για τους καρκινοπαθείς, τα άτομα με χρόνια προβλήματα, τους εμφραγματίες και άλλους που θα έχουν μειωμένη και λιγότερο αποτελεσματική πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Επίσης θα υπάρξει αύξηση των ψυχικών νοσημάτων, ιδιαίτερα του άγχους, των φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και η αύξηση κατανάλωσης καπνού ή άλκοόλ. Ταυτόχρονα, οι χώρες που επενδύουν στον τουρισμό είναι προφανές ότι θα επηρεαστούν και θα πληγούν οικονομικά. Αυτή τη στιγμή, και επειδή οι επιπτώσεις αυτής της κρίσης αναμένονται υψηλές, χρειάζονται δύο κινήσεις: σε παγκόσμιο επίπεδο ένα νέο πρόγραμμα, τύπου Μάρσαλ, για την τόνωση της παγκόσμιας οικονομίας και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ένα συστηματικό πρόγραμμα τόνωσης των οικονομιών των χωρών-μελών της ΕΕ. Ετσι ώστε να σχεδιάσουμε αποτελεσματικά την επιστροφή μας στην κανονικότητα».

Οπότε ποιο είναι το ρίσκο που θα αναγκαστούμε να πάρουμε τελικά;

«Δεν μπορείς να μην πάρεις ρίσκο όταν από εδώ που είμαστε κινείσαι για να επιστρέψεις στην οικονομική δραστηριότητα. Το ζητούμενο είναι να ζυγίζουμε τις επιπτώσεις κάθε ενέργειας και να μελετήσουμε εγκαίρως πόσο ρίσκο μπορούμε να πάρουμε κινούμενοι μέσα σε λογικά πλαίσια και δημιουργώντας ταυτόχρονα συνθήκες ασφάλειας για όλους όσοι επιστρέφουν στη δουλειά τους. Σε αυτό το τελευταίο κομμάτι θα απαιτηθεί μια διαβούλευση μεταξύ ΓΣΕΕ, εργοδοτών και κυβέρνησης».

Με τα σχολεία τι πρέπει να γίνει;

«Αν κριθεί σκόπιμο και με βάση τις επιδημιολογικές μελέτες και τον έλεγχο της διασποράς της νόσου, η επιστροφή στα σχολεία θα είναι για ένα μικρό μόνο χρονικό διάστημα, για μερικές μόνο εβδομάδες μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς. Πιστεύω πως η κυβέρνηση θα πάρει αποφάσεις με βάση τα αποτελέσματα της περαιτέρω συλλογής στοιχείων και λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις πολιτικές άλλων χωρών που έχουν ελέγξει τη διασπορά της νόσου το επόμενο διάστημα».

Απειλεί αυτή η κρίση την ενότητα της ΕΕ;

«Δεν είδαμε την αναμενόμενη αλληλεγγύη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η αλήθεια. Είδαμε όμως άλλα φαινόμενα, όπως ότι μερικές χώρες απαγόρευσαν τις εισαγωγές, ή πως άλλες κλείστηκαν στα σύνορά τους. Δυστυχώς, όμως, δεν είδαμε ούτε ισχυρά αντανακλαστικά από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν μπορεί όμως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υφίσταται απλά ως παρατηρητής των εξελίξεων και καταγραφέας γεγονότων. Η ΕΕ οφείλει να υπάρχει ώστε να δίνει λύσεις, ειδικά εν μέσω κρίσεων και τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο».