Παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες με κομμένη την ανάσα τα όσα διαδραματίζονται στη γειτονική Ιταλία. Μια χώρα της οποίας θαυμάζουμε την τέχνη, την κουζίνα, τα τοπία. Η Ιταλία είναι ένας από τους τοπ ταξιδιωτικούς προορισμούς διεθνώς, καθώς προσφέρει στους επισκέπτες πληθώρα ερεθισμάτων. Η πολιτική της ζωή όμως δεν προκαλεί τον ίδιο θαυμασμό. Η μακρά παράδοσή της στην ανάδειξη αναπάντεχων πολιτικών φυσιογνωμιών – η πορνοστάρ Ιλόνα Στάλερ (γνωστή σε όλους ως Τσιτσιολίνα) τη δεκαετία του ’80, ο δισεκατομμυριούχος Σίλβιο Μπερλουσκόνι τη δεκαετία του ’90 και πιο πρόσφατα ο κωμικός Μπέπε Γκρίλο – προκαλεί συχνά ανάμεικτα συναισθήματα στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν το καλοκαίρι του 2018, όταν έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις η ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και το λαϊκιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων του Λουίτζι ντι Μάιο ένωσαν τις δυνάμεις τους για να σχηματίσουν κυβέρνηση με επικεφαλής τον μέχρι τότε άσημο καθηγητή Νομικής Τζουζέπε Κόντε ως πρωθυπουργό – ένα πολιτικό πείραμα που κράτησε μόλις 15 μήνες, μια και ο Σαλβίνι, βλέποντας τα ποσοστά του να ενισχύονται, σήκωσε μπαϊράκι.

Αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και κυβερνήσεις συνεργασίας

Η Ιταλία έχει μακρά παράδοση στις πολυκομματικές κυβερνήσεις που διαδέχονται γοργά η μία την άλλη – είναι μια χώρα με 67 κυβερνήσεις μεταπολεμικά, όταν στο ίδιο διάστημα η Γερμανία μετράει 19. Την ίδια παράδοση διαθέτει και στους πολιτικούς πειραματισμούς, συχνά πολύ νωρίτερα από άλλες χώρες. Ολα αυτά τα πειράματα θεωρείται ότι αποτέλεσαν απόπειρες απάντησης στο εξαιρετικά μεγάλο χάσμα που ανέκαθεν υπήρχε στη χώρα μεταξύ της πολιτικής ελίτ και των πολιτών. Η ιδέα της ενωμένης Ιταλίας μπορεί να ήταν προσφιλής στην ελίτ από την εποχή του Δάντη, όμως η ενοποίηση της χώρας τη δεκαετία του 1860 δεν ήταν το αποτέλεσμα λαϊκής εξέγερσης αλλά μιας σειράς γεωπολιτικών πρωτοβουλιών.

Εν μέσω του χάους που προκάλεσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μπενίτο Μουσολίνι έφτασε στη Ρώμη και εγκαθίδρυσε την πρώτη φασιστική δικτατορία στη Γηραιά Ηπειρο. Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του το 1945, η Ιταλία πρωτοπόρησε στην άνοδο των μαζικών κομμάτων σε μια περίοδο που άλλα μέρη της Ευρώπης βίωναν την εποχή της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Στη διάρκεια των λεγόμενων «μολυβένιων χρόνων» στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, η Ιταλία ανέδειξε ένα νέο μοντέλο Αριστεράς, στο οποίο πρωτοστάτησε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ηγέτης του ιταλικού ΚΚ.

Ακολούθησε μετριοπαθή στάση, επιδίωξε τη χειραφέτηση του κόμματος από τη Μόσχα και υποστήριξε την εθνική ενότητα – μια στρατηγική που ονομάστηκε ευρωκομμουνισμός και στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από άλλα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης. Μετά τις εκλογές του ’76 ο Μπερλινγκουέρ διαπραγματεύτηκε τον ιστορικό συμβιβασμό με τους Χριστιανοδημοκράτες και παρέμεινε στον κυβερνητικό συνασπισμό τρία χρόνια. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια πριν η δύναμη των παραδοσιακών κομμάτων – που συνεργάζονταν στις πολυκομματικές κυβερνήσεις της Ιταλίας – αρχίσει να μειώνεται. Τότε ήταν και πάλι η Ιταλία που έδειξε πώς μπορεί να είναι το μέλλον: η χώρα είχε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 την πρώτη λαϊκιστική κυβέρνηση υπό τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

Ομως στην πορεία τα προβλήματα της Ιταλίας έμεναν άλυτα. Πρώτο και κύριο, μια παρατεταμένη οικονομική κρίση που μετράει τουλάχιστον τρεις δεκαετίες: ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, καθώς και απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω έλλειψης επενδύσεων στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Οι υποδομές της χώρας καταρρέουν, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα την κατάρρευση της γέφυρας στη Γένοβα τον Αύγουστο του 2018, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 43 άτομα. Και η βιομηχανία της είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στη μετεγκατάσταση εργοστασίων και θέσεων εργασίας σε άλλες χώρες.

Βορράς, Νότος και ΕΕ

Ενα άλλο πρόβλημα, τουλάχιστον στα μάτια των Ιταλών, είναι η σχέση της Ρώμης με την ΕΕ. Ενα πρόβλημα που οξύνεται τώρα με την άρνηση χωρών όπως η Γερμανία να εκδοθούν ομόλογα που θα βοηθούσαν τις χώρες που έχουν πληγεί σφοδρά από τον κορωνοϊό όπως η Ιταλία. Η χώρα μαστίζεται επίσης από κρατική ανεπάρκεια, αδιαφάνεια και έλλειψη αξιοκρατίας και αυτά σε συνδυασμό με τη βαθιά πολιτική διαφθορά που επικρατεί επί δεκαετίες – και αρχικά ήταν και ένας από τους λόγους της ανόδου του Μπερλουσκόνι στην εξουσία, προτού και αυτός κάνει τα ίδια και χειρότερα – αποτελούν μόνιμα εμπόδια στον εκσυγχρονισμό της ιταλικής οικονομίας.

Ο Βορράς έχει αναπτυχθεί δυσανάλογα σε σχέση με τον πιο φτωχό και «παραδοσιακό» Νότοκαι όπως διαπιστώνουν όλοι αυτόν τον καιρό στη γειτονική μας χώρα, εν μέσω χιλιάδων θυμάτων του κορωνοϊού, εάν η επιδημία που έπληξε τη Λομβαρδία και το Βένετο, δύο από τις πιο προηγμένες περιφέρειες της Ευρώπης, είχε πλήξει τον ιταλικό Νότο, τα θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα, καθώς εκεί δεν υπάρχουν κατάλληλες ιατρικές δομές περίθαλψης.

Είναι αναμφισβήτητο πως τα όσα τραγικά εκτυλίσσονται αυτόν τον καιρό στη χώρα του Μιχαήλ Αγγέλου και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, του Μακιαβέλι και του Βοκάκιου, θα αλλάξουν ριζικά τη χώρα. Δεν είναι μόνο οι σκηνές με τα εκατοντάδες φέρετρα από το Μπέργκαμο που εντυπώνονται ανεξίτηλα στο συλλογικό ασυνείδητο των Ιταλών. Είναι που πια τίποτα δεν θα είναι ίδιο είτε στην καθημερινότητα, είτε στην πολιτική ή οικονομική ζωή της χώρας. Είναι άραγε έτοιμη η Ιταλία για άλλο ένα πείραμα; Προς το παρόν, δεν υπάρχει απάντηση. Αρκούν ίσως οι πρώτοι στίχοι από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη: «Του βίου την πορεία ακολουθώντας / βρέθηκα σ’ ένα δάσος σκοτεινό / κι έχασα την ευθεία οδό».

Η Ιταλία και το έλλειμμα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης

Δημοσκοπήσεις του Ευρωβαρόμετρου δείχνουν πως στην Ιταλία υπήρχε πολύ υψηλή υποστήριξη για την ΕΕ, τόσο πριν όσο και μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος. Είκοσι χρόνια αργότερα, η κατάσταση μοιάζει πολύ διαφορετική.

Προτού ξεκινήσει η κρίση του κορωνοϊού, μόνο το 1/3 των Ιταλών είχε θετική άποψη και εμπιστοσύνη στην ΕΕ. Καθώς η κατάσταση χειροτέρευσε, η δυσπιστία των Ιταλών αυξήθηκε. Πρώτα η Γερμανία μπλόκαρε την εξαγωγή ιατρικών μασκών και άλλου προστατευτικού ιατρικού εξοπλισμού προς την Ιταλία, όπου ήταν απαραίτητες. Μετά, στις 12 Μαρτίου, η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είπε πως η τράπεζα δεν είναι έτοιμη να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να υποστηρίξει τα μέλη της ευρωζώνης εάν δεχθούν πιέσεις στις αγορές τους. Αυτά τα σχόλια προκάλεσαν το χειρότερο κρασάρισμα της ιταλικής χρηματαγοράς στην ιστορία της χώρας.

Και διευκόλυναν τους ιταλούς λαϊκιστές να ξεσηκώσουν θύελλα αντιδράσεων εναντίον της ΕΕ. Η αντίθεση στην ΕΕ ήταν η παντιέρα της συμμαχίας του Κινήματος Πέντε Αστέρων και της Λέγκας που κυβερνούσαν την Ιταλία μέχρι τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η πανδημία ώθησε την αντιευρωπαϊκή ρητορική στα άκρα. Ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης της ακροδεξιάς Λέγκας (του κόμματος που έρχεται πρώτο σε όλες τις δημοσκοπήσεις), έσπευσε να στηλιτεύσει την ευρωπαϊκή αδράνεια. Ομως αυτό πλέον αποτελεί θέση όλων. Καθώς οι Ιταλοί αισθάνονται πως υπάρχει έλλειψη αλληλεγγύης από την Ευρωπαϊκή Ενωση για τα όσα δραματικά βιώνουν, όλα τα κόμματα της χώρας έχουν αρχίσει και παίρνουν αποστάσεις από τη ΕΕ. Και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει πιθανότητα «μετάδοσης». Εάν η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών καταρρεύσει υπό την πίεση της κρίσης, θα τεθούν εν αμφιβόλω οι βασικές αξίες της Ενωσης.

Σήμερα η Ιταλία αντιμετωπίζει οικονομικά και πολιτικά προβλήματα. Δεν έχει χρηματοοικονομικό χώρο για να αντιμετωπίσει αυτό το ακραίο υγειονομικό πρόβλημα. Παρότι έχει δεσμεύσει 25 δισεκατομμύρια ευρώ για να υποστηρίξει την οικονομία της τους ερχόμενους μήνες, θα χρειαστεί πολύ περισσότερα από αυτά.

Το αντιευρωπαϊκό αίσθημα γιγαντώνεται. Κι όμως, δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα καθαρά ιταλικό. Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο ιταλικό χρέος είναι βέβαιο ότι θα υπονομεύσει την ευρωζώνη. Με τον ίδιο τρόπο, η οργανωτική αρχή της ΕΕ για «ακόμα μεγαλύτερη ένωση» δέχεται μεγάλη πίεση. Οι επόμενες ημέρες και εβδομάδες δεν είναι κρίσιμες μόνο για την Ιταλία. Είναι καθοριστικές για τις μεταμορφωτικές επιπτώσεις που θα έχουν σε αυτό που ξέρουμε ως Ευρωπαϊκή Ενωση.