Τα κάρβουνα έχουν πάρει φωτιά και οι Αθηναίοι διασκεδάζουν μέχρι πρωίας. Οι ταβέρνες της Πλάκας και του Ψυρρή έχουν γεμίσει ασφυκτικά. Από εκεί κάπου στα μέσα του περασμένου αιώνα, στα γλέντια του Αριστοτέλη Ωνάση τη δεκαετία του ’60 και από εκεί στην αβεβαιότητα και το ψάξιμο που έφερε το ευρώ το 2002, αλλά και στις πρόσφατες ουρές στη Βαρβάκειο, στην Ελλάδα των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Αριστοτέλης Ωνάσης βρίσκεται στην Αθήνα και αποφασίζει να το τσικνίσει στο νυχτερινό κέντρο όπου εμφανιζόταν ο φίλος του, Σταμάτης Κόκοτας. Ο εφοπλιστής κεντρίζει τα βλέμματα όλων.

«Αυτός ήταν γεννημένος άρχοντας», δήλωσε ο Στ. Κόκοτας.

Η Τσικνοπέμπτη βέβαια έχει τη δική της ιστορία στην Ελλάδα, γεμάτη έθιμα, παραδόσεις, αλλά και εικόνες συνυφασμένες με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας.

Η Τσικνοπέμπτη άντεξε και συνεχίζει να αντέχει με το κόστος του τραπεζιού πάντως να ανεβαίνει.

Η μεγαλύτερη ψυχρολουσία ήρθε τέτοιες μέρες, πριν από 18 ολόκληρα χρόνια. Εκείνον τον Μάρτη του 2002 που οι δραχμές είχαν καταργηθεί και τα πάντα κινούνταν με ευρώ.

H αλλαγή των τιμών προβληματίζει και κρατάει πολλούς μέσα στο σπίτι. Ένα κιλό χοιρινό κρέας που έκανε 1.250 δραχμές εκτοξεύεται στα 5,85€. Με αύξηση 59,5%. Ίδια τιμή και για τα χωριάτικα λουκάνικα που έχουν αύξηση 25,4%. Οι 1.590 δραχμές μεταφράζονται σε 1.994.

Ένα ποτό σε μπαρ που στα τέλη του 2001 έκανε 1.700 δραχμές, τρεις μήνες μετά, πωλείται 8 ευρώ. Με αύξηση δηλαδή που φτάνει το 60%. Όλα τα τρόφιμα, όλες οι υπηρεσίες όχι απλώς έχουν τσιμπήσει προς τα πάνω, αλλά κοστίζουν πολύ ακριβότερα. Εκείνα τα χρόνια όμως, η χώρα δεν είχε δει τα χειρότερα.

Παρά τις δυσκολίες κάθε εποχής οι Έλληνες ξέρουν να διασκεδάζουν και βρίσκουν πάντα τον τρόπο. Με καλή παρέα και άφθονο κρασί όπως τότε. Με χορό, τραγούδι και αποκριάτικα πειράγματα. Τα όποια προβλήματα μια τέτοια νύχτα, μένουν για λίγο στην άκρη.