Έναν Ενιαίο Κεντρικό Φορέα, υπό την εποπτεία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), ως μετεξέλιξη του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, προωθεί η κυβέρνηση. Σε αυτόν θα υπάγονται περιφερειακά Τμήματα ανά τη χώρα, τα οποία θα στελεχωθούν βάσει κριτηρίων ΑΣΕΠ. Για να γίνει όμως αποτελεσματικό το νέο μοντέλο διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, σχεδιάζονται ορισμένες βασικές αλλαγές.

Ειδικότερα, προωθείται υπογραφή προγραμματικών συμβάσεων με τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις για τη φύλαξη των προστατευόμενων περιοχών και με τις Περιφέρειες για την υλοποίηση έργων βιώσιμης ανάπτυξης. Επίσης, προβλέπεται η δημιουργία Επιτροπών σε κάθε μία από τις προστατευόμενες περιοχές, στις οποίες θα συμμετέχει η τοπική κοινωνία, αλλά και φορείς πολιτών όπως και εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων, οι οποίες θα λειτουργούν συμβουλευτικά προς τους Φορείς και τα τοπικά τμήματα.

Το συγκεκριμένο μοντέλο, όπως ανέφερε σήμερα η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, σε συνάντηση που είχε με μέλη περιβαλλοντικών οργανώσεων, έχει ομοιότητες με αντίστοιχα σχήματα σε Αυστρία, Ιρλανδία, Σλοβακία κ.λπ.

Τα τελευταία χρόνια η δράση των 36 Φορέων Διαχείρισης (ΦΔ) Προστατευόμενων Περιοχών της χώρας είναι ανεπαρκής και οι αιτίες εντοπίζονται στην ελλιπή χρηματοδότηση και στην κακή διοίκηση. Όπως αναφέρεται σε ανοιχτή επιστολή του Πανελλαδικού Συλλόγου Εργαζομένων Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών, ουδέποτε τηρήθηκαν από πλευράς πολιτείας οι όροι και οι προϋποθέσεις λειτουργίας των Φορέων Διαχείρισης που έθετε ο νόμος πλαίσιο 2742/99 κυρίως σχετικά με την στελέχωσή τους και την νομική τους κατοχύρωση, ενώ δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη αναφορά για την χρηματοδότησή τους από τον τακτικό προϋπολογισμό. Αντιστοίχως, σύμφωνα με τον Σύλλογο, ο νόμος 4519/2018 εφαρμόστηκε μερικώς, κυρίως ως προς το κομμάτι της κρατικής χρηματοδότησης των λειτουργικών εξόδων και όχι ως προς την στελέχωση των ΦΔ.

Πάντως, η ανεπάρκεια των υφιστάμενων φορέων διαφαίνεται από τις περιβαλλοντικές παραβάσεις για τις οποίες συχνά μας εγκαλεί η Κομισιόν, ή τις καταδικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), για περιοχές όπως η Ζάκυνθος, ο Κυπαρισσιακός κόλπος, η λίμνη Παμβώτιδα κ.ά. Αλλά και από εικόνες που διασύρουν τη χώρα διεθνώς όπως εκείνες με τα ξεβρασμένα ψάρια στην Κορώνεια, ή τα νεκρά υδρόβια πτηνά στην Κάρλα, τους λόφους σκουπιδιών στη νήσο Χρυσή κλπ.

Η κριτική ωστόσο που ασκείται διαχρονικά στους ΦΔ αγνοεί ότι από τη σύστασή τους έως σήμερα λειτούργησαν αποκλειστικά με προσωπικό ορισμένου χρόνου, με ελλιπή νομική κατοχύρωση και χωρίς ή με ελάχιστη κρατική χρηματοδότηση. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα, όπως παραδέχονται και στελέχη του υπουργείου, βρίσκεται στο οργανωτικό μοντέλο τους. Σήμερα, στους 36 Φορείς, υπάρχουν ΔΣ που υπολειτουργούν και άλλα που δεν λειτουργούν ποτέ. Στα μέλη τους περιλαμβάνονται επιστήμονες με κύρος, αλλά και πρόσωπα παντελώς ανεπαρκή, όπως ένας γυμναστής ή ένας συνταξιούχος οδοντίατρος 81 ετών, οι οποίοι εκτελούν σήμερα χρέη προέδρου σε Φορείς Διαχείρισης. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πρόεδροι των ΔΣ ζουν μόνιμα μακριά από την έδρα του Φορέα.

Γενικότερα, η προχειρότητα με την οποία οργανώθηκαν οι ΦΔ καταδεικνύεται από τα υφιστάμενα οργανογράμματά τους. Υπάρχει Φορέας που καλύπτει περιοχή για την οποία δεν υπάρχει ζήτηση για ξεναγήσεις αλλά διαθέτει τρεις ξεναγούς, ενώ άλλοι Φορείς με μεγάλη επισκεψιμότητα δεν έχουν κανέναν ή μόνον ένα.

Σήμερα, οι περισσότεροι Φορείς παρουσιάζουν διοικητική και διαχειριστική ανεπάρκεια που τους εμποδίζει να απορροφήσουν πόρους ΕΣΠΑ. Είναι αξιοσημείωτο ότι μεγάλο μέρος του έργου «Παρακολούθηση της κατάστασης διατήρησης ειδών και οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα» δεν υλοποιήθηκε ποτέ, με συνέπεια, τον περασμένο Ιούλιο, να παραπεμφθεί η χώρα μας στο ΔΕΕ για ελλιπή προστασία της βιοποικιλότητας στις προστατευόμενες περιοχές. Οι οκτώ νέοι φορείς που ιδρύθηκαν το 2018 ακόμη δεν διαθέτουν στέγη, ενώ δεν μπορούν να λάβουν ουδεμία χρηματοδότηση, καθώς δεν έχουν μόνιμο προσωπικό.

Η αποτελεσματική διοίκηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών της χώρας αποτελεί επιτακτική ανάγκη όχι μόνο για τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και διότι παράγει έσοδα για το κράτος. Παλαιότερη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο: “Financing Natura 2000” ανέφερε ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο απαιτείται η δαπάνη 5,8 δισ. ευρώ/χρόνο για την αποτελεσματική λειτουργία του δικτύου περιοχών «Natura 2000», με τα προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη να ανέρχονται σε 200-300 δισ. ευρώ/χρόνο.