Ο Βασίλης Πάντσιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κομοτηνή. Στη συνέχεια τον συναντάμε στην Θεσσαλονίκη για σπουδές στη διαφήμιση και τη φωτογραφία. Κάτι φαίνεται ότι του έλειπε και το βρήκε. Ηταν η ενασχόλησή του με τη μουσική. Αυτοδίδακτος ασχολήθηκε μαζί της από πολύ νεαρή ηλικία, παίζοντας και τραγουδώντας διασκευές και σύντομα γράφοντας δικά του τραγούδια.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αποφάσισε να μετοικίσει στην Αθήνα και λίγο αργότερα σχημάτισε το συγκρότημα Ντόμινο στο οποίο τραγουδούσε, έπαιζε κιθάρα και έγραφε τα περισσότερα τραγούδια. Το ’03 κυκλοφόρησαν ένα album που περιλάμβανε και μια διασκευή της «Συννεφούλας» του Διονύση Σαββόπουλουυ. Από το ’95 ασχολείται με την δημιουργία και το μοντάζ βίντεο για ποικίλους σκοπούς και από αυτήν την δραστηριότητα εξακολουθεί να βιοπορίζεται μέχρι σήμερα.

Το ΄11 σχημάτισε την δική του πλέον μπάντα που τον συνοδεύει έκτοτε και με αυτήν κυκλοφόρησε στις αρχές του ’14 το πρώτο CD με το όνομα του πλέον «Το Ροκ Εντός Μου». Ακολούθησε στη συνέχεια το «Είμαστε Σε Τριπ» και φθάνουμε στο τελευταίο με τίτλο «Μοιραίες γυναίκες».

Νέο άλμπουμ με διαφορετική θεματολογία και ήχο σε σχέση με το προηγούμενο «Είμαστε σε τριπ». Πώς προέκυψαν οι «Μοιραίες Γυναίκες»;

«Το νέο μου άλμπουμ έχει 11 τραγούδια που γράφτηκαν για τις γυναίκες που μας γοήτευσαν μας εξίταραν και μας σημάδευσαν. Ένας ολόκληρος δίσκος αφιερωμένος στην σκοτεινή πλευρά του έρωτα. Στις σχέσεις πάθους, στις σχέσεις εξάρτησης κι αυταπάτης. Στις καταραμένες σχέσεις που ύμνησαν διαχρονικά ποιητές και συγγραφείς, σκηνοθέτες και μουσικοί.

Τα κομμάτια γράφτηκαν σε βάθος ετών σε διάφορες εποχές της ζωής μου. Τα ερεθίσματα που είχα ήταν είτε από προσωπικά βιώματα είτε από βιβλία και ταινίες που με έχουν επηρεάσει κατά καιρούς, από συγγραφείς και σκηνοθέτες όπως Μπουκόφσκι, Κούντερα, Μπρικνέρ, Πολάνσκι, Κισλόφσκι, Μπερτολούτσι, Γούντι Άλλεν».

Αναφέρεστε δηλαδή στις ερωτικές σχέσεις που έχουν επηρεάσει διαχρονικά την Τέχνη.

«Με ενδιαφέρει πολύ ως θέμα η πολυπλοκότητα των σχέσεων που από φωτεινές και ζωογόνες ενίοτε μπορούν να γίνουν δύσκολες και δυσλειτουργικές. Εκεί που το πάθος υπερβαίνει τη λογική, που τα συναισθήματα διογκώνονται και συγκρούονται. Όταν δημιουργούνται ανεξέλεγκτα πάθη και καταλήγουν οι σχέσεις καταστροφικές η και αυτοκαταστροφικές, όλα αυτά είναι πηγή έμπνευσης για τον κάθε καλλιτέχνη. Οι μεταπτώσεις στην ψυχολογία μιας γυναίκας, ιχνηλατούνται με κομμάτια όπως τα «Της Γυναίκας ο κόσμος», «Βγάλε τη μάσκα», «Γυμνά κορμιά»».

Και ο άντρας τι θέση έχει μέσα σε όλα αυτά;

«Όπως γράφω και για ένα single του δίσκου (το «Κάνε μου Like») χρησιμοποιώντας στίχους του, σε μια αλλοπρόσαλλη νύχτα που οι αλλοπαρμένες γυναίκες είναι σε πρώτο πλάνο ο πρωταγωνιστής βρίζει «τον κακό του τον καιρό», ξοδεύεται με ποτά και τσιγάρα «κυνηγώντας την ουρά του» στα ίδια πάντα στέκια και ζητά απεγνωσμένα μια επιβεβαίωση – ένα «Like» – για να τονώσει το καταπτοημένο «εγώ» του… Θεωρώ ότι ο άντρας πρέπει να διαθέτει μεγάλες δόσεις αυτοσαρκασμού αλλά και αυτογνωσίας εφόσον μπαίνει σε αυτό το ερωτικό παιχνίδι… Πάντα θα αναρωτιέται αν έχει τελικά μια θέση κι αυτός στον μυστήριο αλλά και γοητευτικό κόσμο της γυναίκας. Κι αν στο φινάλε αξίζει για αυτό να χάσει την ψυχή του. Πάντως γενικά ακόμα το ψάχνω…».

Πέρα από τις σχέσεις που περιγράφετε εξερευνάτε και τη μοιραία γυναίκα ως «περσόνα». Πιστεύετε πως ευνοεί η σύγχρονη εποχή αυτή την «περσόνα»;

«Όχι. Πιστεύω πως η «μοιραία γυναίκα» διατηρεί την γοητεία και τον ερωτισμό της με το μυστήριο που την περιβάλει. Είναι σίγουρη για τον εαυτό της και δεν ζητάει συνεχώς επιβεβαίωση. Σήμερα βλέπουμε πολλές σύγχρονες γυναίκες να χάνουν κάτι από τον ερωτισμό τους, να απομυθοποιούνται μόνες τους με την συνεχή έκθεση τους στα ΜΜΕ και τα social media. Μοιραία γυναίκα και Instagram δεν συνυπάρχουν. Αισθησιασμός και κιτς δεν συμβαδίζουν».

Τελικά τι είναι το κιτς;

«»Η μάστιγα της ανθρωπότητας» θα έλεγα αλλά θα γινόμουν κι εγώ αυτομάτως κιτς! Υπήρχε από πάντα στη ζωή μας το κιτς αλλά θεωρώ ότι στην εποχή μας έχει χτυπήσει ταβάνι. Η έννοια «λαϊκισμός» που ακούγεται συχνά στις μέρες μας ειδικά για την πολιτική είναι θεωρώ αποτέλεσμα του κιτς. Νομίζω πως πρέπει να είσαι καταρχήν κιτς σαν άνθρωπος για να λαϊκίσεις σαν πολιτικός. Θεωρώ κιτς το κάθε ψευτοσυναίσθημα, την ανούσια αυτοπροβολή, τον ναρκισσισμό, την εγωπάθεια μέχρι υπερβολής. Αυτή η υπερβολή αν ξεκινάει από μέσα μας θα μεταφερθεί φυσικά και στο ντύσιμο μας, στη διασκέδαση μας, στον τρόπο που φερόμαστε στους άλλους, στον τρόπο ζωής και στον τρόπο σκέψης μας και εννοείτε στις ερωτικές μας σχέσεις. Κιτς είναι το κάθε τι επιτηδευμένο, «δήθεν» και φτηνιάρικο. Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση για τον εαυτό μας όταν γίνει γελοία έπαρση γινόμαστε αυτομάτως κιτς. Και φυσικά αντι – ερωτικοί… Συνεπώς όλα αυτά τα ξενέρωτα που συμβαίνουν στην σύγχρονη εποχή μας, δεν ευνοούν τους μεγάλους έρωτες που χρειάζονται δύναμη ψυχής και αληθινό πάθος και συναισθήματα για να υπάρξουν. Οι «μοιραίες γυναίκες» και «μοιραίοι άντρες» ίσως είναι απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Της εποχής του «Καζαμπλάνκα» ίσως…».

Πόσο εύκολο ήταν όλα τα παραπάνω να τα περάσεις σε ένα άλμπουμ;

«Σίγουρα δεν ήταν καθόλου εύκολο και νομίζω μόνο κάποιες πλευρές του θέματος μπόρεσα να εξερευνήσω. Τα σύνορα της τέχνης και του κιτς πολλές φορές είναι δυσδιάκριτα… Ο καλλιτέχνης από τη φύση του υπερβάλει. Όπως όλοι οι άνθρωποι γίνεται κι αυτός έρμαιο των συναισθημάτων του. Περνάει φάσεις στη ζωή του που ψάχνεται, αναλώνεται, ξοδεύεται… Πρέπει να κάνει την υπέρβαση για να περάσει από το κιτς στην σοβαρή έκφραση και να έχει κάτι πραγματικά να πει…

Θεωρώ πως αν έβγαζα αυτό το άλμπουμ νεότερος ίσως δεν θα μπορούσα να το υποστηρίξω. Θα ήμουν κι εγώ στα όρια του κιτς μέσα στο πλαίσιο υπερβολής και αυταπάτης που ανέφερα πιο πάνω. Το ερωτικό στοιχείο είναι πολύ δυνατό και σε παρασέρνει εύκολα. Πιστεύω πως η «έννοια κλειδί» για όλα είναι η αισθητική… Πάντα στην τέχνη εξαρτάται ο τρόπος που δημιουργείς ένα έργο. Μια «καταραμένη σχέση» μπορείς να την προσεγγίσεις πεζά, σαν ένα «νταλκά», σαν μια ερωτική απόρριψη, με τον απλοϊκό τρόπο των λαϊκοπόπ ακουσμάτων. Αλλά μπορείς να την πλησιάσεις και από άλλη οπτική με σοβαρό στίχο και μουσική, με μια άλλη αισθητική. Η αισθητική είναι ο δρόμος, ο οδηγός όχι μόνο στην τέχνη αλλά και στη ζωή. Η αισθητική είναι τα πάντα…».

Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον;

«Τελειώνω επιτέλους μετά από χρόνια το project «ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΓΜΕΝΑ». Πρόκειται για διασκευές γνωστών τραγουδιών (ελληνικά και ξένα) που όλοι αγαπήσαμε και γίνονται παραγωγές μέσα από την δική μου οπτική ματιά. Τα δυο πρώτα κομμάτια «Μπάλλος» του Διονύση Σαββόπουλου και «Σώπα κι άκουσε» του Γιώργου Ζήκα έχουν κυκλοφορήσει ήδη. Ταυτόχρονα ετοιμάζω κάποιες παραγωγές για γυναικείες φωνές και επίσης γράφω μουσική για ένα θεατρικό έργο.