Η οικονομική κρίση χτύπησε ασύμμετρα και δυσανάλογα την Ελλάδα. Επληξε οικονομικά όλες τις κοινωνικές τάξεις, κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και στο πολιτικό σύστημα και έγινε η αιτία της αιματηρής διαρροής στο εξωτερικό σημαντικού ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλού επιπέδου. Κυρίως, όμως, επηρέασε την ίδια την αυτοπεποίθησή μας και την πίστη μας στη συλλογική ικανότητα της κοινωνίας να παράγει και να αυτοδιορθώνεται.

Από την άλλη πλευρά, η κρίση διαμόρφωσε ένα ψυχολογικό πλαίσιο για να ξεπεράσουμε ορισμένες εμμονές και στερεότυπα. Ετσι, προέκυψε η συλλογική συνειδητοποίηση ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε παραδοχές οι οποίες εν μέρει επέτειναν την κρίση. Υπό μία έννοια, η αλλαγή αυτή συνιστά την επικράτηση του ορθού λόγου απέναντι στην αυταρέσκεια και στον λαϊκισμό, φαινόμενα στα οποία όλοι κάποια στιγμή υποκύψαμε.

Κατά τούτο, θεωρούμε σήμερα αυτονόητο ότι θα πρέπει να τηρείται ο νόμος, ακόμη και αν διαφωνούμε στην ουσία του, όπως συμβαίνει με τη συνολική απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους δημόσιας συνάθροισης. Θεωρούμε αυτονόητο ότι στα πανεπιστήμια θα πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα η γνώση και να προάγεται η πλουραλιστική έρευνα και όχι αυτά να καθίστανται εκκολαπτήρια βίας και καταναγκασμού. Θεωρούμε αυτονόητο ότι δεν είναι δυνατόν να ιδρύονται διάσπαρτα πανεπιστημιακά τμήματα, χωρίς καμία προηγούμενη μελέτη, μόνο για την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών ωφελημάτων. Θεωρούμε μη αποδεκτό μικρές ομάδες να καταδυναστεύουν τον κοινωνικό ιστό καταλαμβάνοντας δυσανάλογα μεγάλο μέρος του οδοστρώματος κατά τη διάρκεια συναθροίσεων ή εμποδίζοντας την κυκλοφορία μέσων μαζικής επικοινωνίας σε ώρες αιχμής.

Ο κοινός παρονομαστής της συλλογικής αυτής συνειδητοποίησης είναι ότι πέρα από το άτομο υπάρχει και η κοινωνία και το χρέος αλληλεγγύης του καθενός μας απέναντι σε αυτήν. Οτι, εν τέλει, δεν μπορεί να αναγνωρίζεται ιδιοκτησιακή αντίληψη των κοινωνικών αγαθών από κανέναν.

Στο επίπεδο του κράτους, τρία είναι τα μεγάλα ζητούμενα της νέας εποχής, σε σχέση με τα οποία θεωρώ ότι υπάρχει μεγάλη κοινωνική αποδοχή και αποδεδειγμένη πολιτική βούληση: η αναβάθμιση και τυποποίηση των θεσμών, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και η ψηφιακή διακυβέρνηση. Προς την κατεύθυνση αυτή συντελούνται ήδη μεγάλες αλλαγές στο πλαίσιο της υλοποίησης του επιτελικού κράτους, τόσο σε επίπεδο συμβολισμού όσο και σε επίπεδο ουσίας.

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης τα Υπουργικά Συμβούλια λαμβάνουν χώρα στη φυσική τους θέση, στο Μέγαρο Μαξίμου, αντί στο Κοινοβούλιο, όπως, αντίθετα στη λογική της διάκρισης των λειτουργιών, συνέβαινε στο παρελθόν. Το Υπουργικό Συμβούλιο πλέον συνιστά το όργανο παραγωγής των δημόσιων πολιτικών, εντός του οποίου ζυμώνονται τα νομοσχέδια, εξειδικεύονται τα σχέδια δράσης του κάθε υπουργείου και εξυφαίνεται το συνολικό στρατηγικό σχέδιο της κυβέρνησης. Διασφαλίζονται η παρακολούθηση και ο συντονισμός του κυβερνητικού έργου μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος ΜΑΖΙ, ώστε να περιστέλλονται οι περιπτώσεις καθυστερήσεων, ιδίως εξαιτίας συναρμοδιοτήτων περισσότερων υπουργείων. Εξορθολογίζεται η νομοθετική παραγωγή μέσω της – υψηλής εξειδίκευσης – Γενικής Γραμματείας Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων και εμπλουτίζεται, έχοντας ήδη καταγράψει σε 5 μήνες 32 ψηφισμένα νομοσχέδια, ενώ επιπλέον ολοκληρώθηκε η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης και η ψήφιση του προϋπολογισμού.

Αναβαθμίζεται σημαντικά ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της Βουλής προς την κυβέρνηση, με τους υπουργούς να απαντούν σε ποσοστό που υπερβαίνει το 80%, ενώ και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός παρίσταται πλέον τακτικά στην προβλεπόμενη «Ωρα του Πρωθυπουργού». Τοποθετούνται υπηρεσιακοί γραμματείς στα υπουργεία με αξιοκρατική διαδικασία και προερχόμενοι από τη δημόσια διοίκηση, στους οποίους ανατίθεται η αρμοδιότητα των συμβάσεων του υπουργείου και της υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Ολες οι ατομικές διοικητικές πράξεις περιέρχονται ως αρμοδιότητα στους γενικούς διευθυντές των υπουργείων, έτσι ώστε στην πολιτική ηγεσία να καταλείπεται η χάραξη της στρατηγικής του υπουργείου και η έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικών πράξεων. Καταπολεμάται αποτελεσματικά η διαφθορά με την ισχυρή και ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Διαφάνειας, που συγκροτήθηκε αξιοποιώντας τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Δικτυώνεται ψηφιακά όλη η δημόσια διοίκηση και αναπτύσσονται διαδραστικά συστήματα με τους πολίτες, όπως το σύστημα επείγουσας κλήσης 112.

Σε συνδυασμό με την προβλεπόμενη οικονομική ανάπτυξη, που θα ενισχύσει τα εισοδήματα και θα φέρει νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, και με τη διεθνή αναγνώριση ότι η Ελλάδα αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή και αξιόπιστο διεθνή συνομιλητή, η ανάταξη του κράτους μάς αφήνει περιθώριο για βιώσιμη αισιοδοξία για την επόμενη δεκαετία. Μια αισιοδοξία που δεν στηρίζεται σε αυταπάτες, δεν έχει ως καταφύγιο την επαιτεία και δεν αναπληρώνει το έλλειμμα κύρους και αξιοπιστίας της χώρας που οδήγησε στην αναζήτηση καταστροφικών υπερπλεονασμάτων, αλλά, αντιθέτως, ερείδεται σε ένα σύγχρονο κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, χωρίς περιττή γραφειοκρατία, με εμπέδωση της διαφάνειας και με εμπιστοσύνη στη δημόσια διοίκηση και στη συνέχεια του κράτους.

Ο κ. Γιώργος Γεραπετρίτης είναι υπουργός Επικρατείας.