Λίγοι θα μπορούσαν να φανταστούν ότι μετά τη μεγάλη ύφεση στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα θα ακολουθούσαν δέκα και πλέον έτη ταχύρρυθμης οικονομικής μεγέθυνσης στις περισσότερες περιοχές του κόσμου. Η Κίνα πρωταγωνίστησε στην πορεία αυτή. Πάνω από το 1/3 της μεγέθυνσης αυτής και σχεδόν 50% της αύξησης του διεθνούς εμπορίου σχετίζονται με τη δική της αναπτυξιακή έκρηξη. Με διακριτές τις εξαιρέσεις χωρών όπως η Γερμανία, η Ευρώπη αντιθέτως συνέχισε τη χαμηλή της πτήση. Στις ΗΠΑ, παρά την ικανοποίηση για την πορεία των αγορών, τη χαμηλή ανεργία και τη διάρκεια της οικονομικής μεγέθυνσης, μια προσεκτικότερη ματιά στα διαρθρωτικά δεδομένα δείχνει τελικώς μια χαμηλότερη πορεία σε σχέση με αυτό που προβλεπόταν δέκα χρόνια πριν, ένα φαινόμενο που ο γνωστός καθηγητής Larry Summers αποκαλεί secular stagnation. Οι ΗΠΑ διακρίνονται επίσης από μια ένταση των οικονομικών ανισοτήτων, γεγονός που τελικά ενισχύει πολιτικές εξελίξεις που υπονομεύουν τους θεσμικούς πυλώνες μιας χώρας που πάντα αποτελούσε παράδειγμα στα ζητήματα αυτά. Οι ΗΠΑ δεν είναι όμως πια και η χώρα των ευκαιριών, κι αυτό είναι η καθοριστικότερη ίσως αιτία που έφερε τον αυταρχικό και αντι-φιλελεύθερο (πολιτικά) Ντ. Τραμπ στην προεδρία. Στην Ευρώπη το τίμημα της χαμηλότερης ανισότητας φαίνεται να είναι ο πελιδνός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης που παραπέμπει στη γνωστή οικονομική ασθένεια της «ιαπωνοποίησης», της οικονομικής στασιμότητας δηλαδή.

Η εικόνα της διεθνούς οικονομίας καθώς φεύγει η δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα είναι ελαφρώς καλύτερη από τις δυσμενείς προοπτικές που διαγράφονταν έξι μήνες πριν. Αυτό οφείλεται κυρίως στις ΗΠΑ όπου οι καταναλωτικές επιδόσεις συνεχίζουν να στηρίζουν την οικονομία, άγνωστο βέβαια για πόσο, καθώς οι επιχειρηματικές επενδύσεις δεν είναι αρκετές και η παραγωγικότητα δεν αναπτύσσεται με ταχύτητα. Στην Ευρώπη η Γερμανία ίσως να αναδεικνύεται ο αδύναμος κρίκος, καθώς η σχετική στασιμότητα του διεθνούς εμπορίου δεν ευνοεί την εξαγωγική μηχανή της Ευρώπης. Η Κίνα συνεχίζει το σταθερό 6%, με τα λιμάνια της να εξελίσσονται σε διεθνή οικονομικά κέντρα. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο είναι πια εκεί. Με τη Σιγκαπούρη λίγο πιο κάτω και τη δυναμική νέα βιομηχανική δύναμη Ν. Κορέα.

Διεθνείς προσωπικότητες που γνωρίζουν τις αγορές και την πραγματική οικονομία, όπως ο Ray Dalio της Bridgewater ή ο καθηγητής του Harvard και πρώην οικονομικός αξιωματούχος Larry Summers, έχουν κηρύξει το τέλος της οικονομικής ευημερίας στη Δύση, λόγω ενός μείγματος ή μιας συγκυρίας οικονομικών και πολιτικών γεγονότων που οδηγούν τον κόσμο σε απουσία προοπτικών και οικονομική στασιμότητα ή αδύναμη, ανεπαρκή μεγέθυνση.

Για την Ευρώπη το ζήτημα που τίθεται στο κατώφλι της νέας δεκαετίας είναι η σχετική τεχνολογική της καθυστέρηση, όταν συγκρίνεται με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Υπάρχουν μια σειρά από ζητήματα που ξεκινούν από την ατελή πολιτική και οικονομική αρχιτεκτονική της, ταλαιπωρείται όμως και από χρόνιες ακαμψίες στις αγορές και αναποτελεσματικές γραφειοκρατίες και κοινωνικά συστήματα. Η χαμηλή οικονομική μεγέθυνση αναμένεται να συνεχιστεί τα προσεχή έτη καθώς Γερμανία και Γαλλία δεν φαίνεται να διαθέτουν τη δυναμική στη δαπάνη που να συμπαρασύρει και τις υπόλοιπες χώρες. Η Γαλλία, ως οικονομία περισσότερο προσανατολισμένη στην εσωτερική αγορά και με κάποια ίσως περισσότερη οικονομική ευελιξία, ίσως να τα καταφέρει λίγο καλύτερα, παρά τις θεσμικές της ακαμψίες.

Επιπροσθέτως, η χρόνια αδυναμία της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει αναζωπυρώσει έναν οριζόντιο, στην παλιά πολιτική διαίρεση Αριστεράς και Δεξιάς, λαϊκισμό ο οποίος εχθρεύεται την πρόοδο, την αναγκαία από τα πράγματα προσαρμογή. Αμφιβάλλει πλέον κανείς ότι σήμερα είτε αγωνίζεσαι να είσαι ανταγωνιστικός, επιδιώκεις να προσαρμοστείς, ή διαφορετικά αφανίζεσαι; Είναι αλήθεια βέβαια ότι η Ευρώπη δεν αντιμετωπίζει τα μεγάλα προβλήματα οικονομικών ανισοτήτων που αντιμετωπίζει η Αμερική, ενώ συνεχίζει να πορεύεται με ένα φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα που βασίζεται στα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Το μεγάλο ζήτημα όμως είναι ότι οι ψηφοφόροι παρακολουθούν την Κίνα με το αυταρχικό καθεστώς να καλπάζει ροκανίζοντας την ευρωπαϊκή ευημερία και το ερώτημα είναι για πόσο ακόμη θα αντιστέκονται στη λαϊκιστική γοητεία του Σαλβίνι, της Λεπέν και της γερμανικής Ακροδεξιάς. Η κατάσταση της Ευρώπης σήμερα καταδεικνύει ότι φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς οικονομική ευημερία είναι πλέον πολύ δύσκολο να υπάρξει στη δεκαετία που έρχεται.

Η Αμερική αντιμετωπίζει, και ως φαίνεται θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει τα επόμενα χρόνια, το φαινόμενο της έντονης οικονομικής ανισότητας αλλά και της μιας άνευ προηγουμένου αυξήσεως στις τιμές των υπηρεσιών εκπαίδευσης και υγείας που εντείνει την ανασφάλεια και την υποβάθμιση των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων. Η αγορά συνεχίζει να δημιουργεί θέσεις εργασίας, όμως περίπου οι μισοί Αμερικανοί δεν έχουν αποταμιεύσεις και θεωρούνται χαμηλόμισθοι χωρίς πρόσβαση σε ευκαιρίες για κοινωνική άνοδο. Χωρίς πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση, σε χρηματοδότηση για μικρές δουλειές, μέσα σε ένα περιβάλλον εξουθενωτικά ανταγωνιστικό λόγω τόσο της Κίνας όσο και του  τεχνολογικού αυτοματισμού που καλπάζει. Ο Τραμπ, όπως γράφει ο Κίσινγκερ, είναι κι αυτός ένα προϊόν της εποχής του. Φαίνεται πως η επανεκλογή του είναι σχετικώς εξασφαλισμένη, άρα για τα επόμενα πέντε περίπου έτη θα συνεχίσουμε να βιώνουμε την ίδια πολιτική πόλωση και τη διάβρωση των θεσμών που υπονομεύει την οικονομία μακροχρόνια. Το πρόβλημα στην Αμερική είναι ότι τα στοιχεία δεν δείχνουν πάντα την πραγματική κατάσταση και ότι η μεγάλη νομισματική διευκόλυνση των χαμηλών επιτοκίων και της νομισματικής χαλάρωσης θολώνουν την πραγματική κατάσταση της οικονομίας.

Σε κάθε τομέα που μπορεί να σκεφτεί κανείς, από το εμπόριο και την τεχνολογία μέχρι το εκπαιδευτικό σύστημα και την πρόνοια για το περιβάλλον, η Κίνα πραγματοποιεί άλματα. Πολλοί διατείνονται ότι η εξέγερση στο Χονγκ Κονγκ θα είναι μεταδοτική και θα δούμε στο άμεσο μέλλον αυτού του είδους τα προβλήματα και στο εσωτερικό της αχανούς αυτής χώρας. Οι εξελίξεις πάντως την ευνοούν προς το παρόν. Ο καπιταλισμός των ελεύθερων αγορών συνεχίζει να μετατρέπεται σε «καπιταλισμό των μεγάλων», γεγονός που απαιτεί μια ισχυρή, ενίοτε αυταρχική, πολιτική εξουσία που να διαπραγματεύεται με τους μεγάλους παίκτες της αγοράς, με το κεφάλαιο (στην αφηρημένη του έννοια), να διοικεί τη χώρα σαν να ήταν εταιρεία με ανταγωνιστές απέναντι, παρακάμπτοντας φυσικά τους φιλελεύθερους πολιτικούς θεσμούς. Η δεκαετία μπροστά μας φαντάζει αβέβαιη και γεμάτη ρίσκο. Αυτό είναι σίγουρο με τις τεκτονικές αλλαγές που φαίνεται να περιλαμβάνουν τον αμερικανικό απομονωτισμό που αφήνει έκθετο τον κόσμο σε συγκρούσεις, την άνοδο της Κίνας που δοκιμάζει την αμερικανική ανωτερότητα και την αμφιταλάντευση της Ευρώπης ανάμεσα στους δύο.

Ο κ. Θοδωρής Πελαγίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και NR Senior Fellow, Brookings Institution.