Η διεθνής πολιτική ορίστηκε σε μεγάλο βαθμό τα προηγούμενα χρόνια από τους λεγόμενους αναθεωρητές της Ιστορίας, από πρόσωπα κατά βάση λαϊκιστικά και από δυνάμεις που υποσχέθηκαν τα πάντα στους πάντες, χωρίς μέτρο και χωρίς αίσθηση των όποιων σταθερών του σύγχρονου κόσμου.

Διεκδικώντας τη λαϊκή υποστήριξη και κατ’ επέκταση την εξουσία, συκοφάντησαν, λοιδόρησαν, προσέβαλαν με γλώσσα αγοραία τους αντιπάλους τους, υιοθέτησαν θεωρίες συνωμοσίας, αγνόησαν βασικές κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού, αμφισβήτησαν την προφανή κλιματική αλλαγή, και εν τέλει αρνήθηκαν και αυτά ακόμη τα αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Φθάσαμε έτσι στην παραδοξότητα να τα αρνούνται οι νικητές και να τα υπερασπίζονται οι ηττημένοι.

Σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αμφισβητούν τη συμμαχία τους με την Ευρώπη, επιβάλλουν δασμούς παντού, επαναφέρουν πολιτικές προστατευτισμού, αρνούνται την παγκοσμιοποίηση που οι ίδιες επέβαλαν έπειτα από προσπάθειες δεκαετιών στον πλανήτη, εγκαταλείπουν μέτωπα που εκείνες άνοιξαν, δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από τη θέση της ηγέτιδας δύναμης στον πλανήτη.

Κοινώς δρουν αλλοπρόσαλλα, διαταράσσουν ακόμη και παραδοσιακές σχέσεις και, το χειρότερο, διαμορφώνουν περιβάλλον γενικευμένης αστάθειας, επιτρέποντας στον καθένα να νιώθει ή να αισθάνεται ότι μπορεί να διαδραματίσει ρόλους πάνω από το μπόι του.

Αυτή την ώρα ο κόσμος διαφεντεύεται από προσωπικότητες όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Μπόρις Τζόνσον, ο Ταγίπ Ερντογάν, ο μετακομμουνιστής Σι Τζινπίνγκ, ο Βίκτορ Ορμπαν και από άλλους φιλόδοξους, όπως ο Ματέο Σαλβίνι και η Μαρίν Λεπέν, για να μην αναφερθούμε σε καθεστώτα και ηγεσίες όπως αυτές της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν και άλλων που έρχονται να συμπληρώσουν το παζλ ενός κόσμου αρνητών των αρχών και των κατακτήσεων του σύγχρονου πολιτισμού.

Το δυστύχημα είναι ότι απέναντί τους δεν υψώνονται φωνές και προσωπικότητες ξεχωριστές, ικανές να υπερκεράσουν τα προβληματικά και αρνητικά σήματα και μηνύματα του αναθεωρητισμού. Παρά στέκονται πολυδιασπασμένες δυνάμεις και πρόσωπα πάλι χωρίς μέτρο και δυνατότητες έκφρασης οικουμενικών μηνυμάτων.

Αν επιχειρήσει κανείς να προσεγγίσει και να αξιολογήσει τους διεκδικητές του χρίσματος των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ θα διαπιστώσει το έλλειμμα και ιδιαιτέρως θα αντιληφθεί γιατί ο Τραμπ μπορεί να ξανακερδίσει στις εκλογές του 2020.

Δώδεκα υποψήφιοι, ακραίοι οι περισσότεροι, διαγκωνίζονται με επιχειρήματα που δεν ενοποιούν παρά διχάζουν τον αμερικανικό λαό, καθώς δεν είναι σε θέση να προσαρμόσουν τις ιδεοληπτικές τους προσεγγίσεις σε εκείνες των δημοκρατικών πολιτών. Η Ελίζαμπεθ Γουόρεν και ο Μπέρνι Σάντερς υπερασπίζονται, για παράδειγμα, την κατάργηση του τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης μην αναγνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο ξεπερνά τα αμερικανικά ήθη. Η περίπτωση του Κόρμπιν υπήρξε επίσης χαρακτηριστική στη Μεγάλη Βρετανία. Χωρίς καμία ευελιξία και δυνατότητα, έμεινε προσηλωμένος στις ιδεοληψίες του επιτρέποντας στον Μπόρις Τζόνσον να τον κερδίσει και να τον αφανίσει.

Ο ευρύτερος και άλλοτε ακμαίος κεντροαριστερός χώρος δεν βρίσκει διέξοδο, έχει πέσει θύμα της προηγούμενης επιτυχίας του, δεν δύναται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, ούτε να αναδείξει πολιτικές ικανές να συγκινήσουν τις κατακερματισμένες κοινωνίες. Γιατί απλούστατα περιχαρακώνεται σε σχήματα του παρελθόντος και συνθλίβεται σε Συμπληγάδες μεταξύ της λαϊκιστικής Δεξιάς και της ιδεοληπτικής Αριστεράς.